Φορέων Τεχνικής & Τεχνολογικής Εκπαίδευσης

ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΟΣΟ ΠΟΤΕ

 

 

Κων/νος Αδριανουπολίτης

Εκπαιδευτικός-ερευνητής

 

 

 

Α. ΣΧΕΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ – ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

 

Η γενική εκπαίδευση παρέχει την απαραίτητη αγωγή και μόρφωση στον άνθρωπο, ενδιαφέρεται για τη συνολική προσωπικότητά του, αλλά δεν αναπτύσσει τις ειδικές ικανότητες του.

Η επαγγελματική εκπαίδευση αποβλέπει στην παροχή γενικών γνώσεων και κυρίως ειδικών επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων με σκοπό την επαγγελματική και κοινωνική ένταξη του ατόμου.

Η επαγγελματική εκπαίδευση επιδρά στη γενική μόρφωση του ανθρώπου, επειδή ο άνθρωπος είναι από τη φύση του δημιουργός και γι αυτό μαθαίνει, ανακαλύπτει, τελειοποιεί και παράγει. Εξάλλου, ο άνθρωπος  για τη συντήρησή του έχει κοινωνικές, ηθικές, πνευματικές και υλικές ανάγκες, που αντιμετωπίζονται από τη γενική εκπαίδευση, εκπληρώνονται όμως συνολικά ή μερικά με την επαγγελματική εκπαίδευση.

 

Κανένας σήμερα δεν υποστηρίζει ότι η εκπαίδευση πρέπει να περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση των υλικών αναγκών με απόκτηση τεχνικοεπαγγελματικών γνώσεων, χωρίς παράλληλα να “καλλιεργείται” ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του μαθητή.

 

Με τη σημερινή διαμόρφωση της κοινωνίας, γίνεται αποδεκτό ότι με την παιδεία  πρέπει να εξυπηρετούνται συγχρόνως και οι πνευματικές και οι υλικές ανάγκες.

Παρ’ όλα αυτά μέχρι και σήμερα, με πολλή δυσκολία γίνεται γενικά αποδεκτή η επαγγελματική εκπαίδευση ως ισότιμη με τη γενική. Εξάλλου, η χειρωνακτική εργασία εξακολουθεί να θεωρείται υποβαθμισμένη έναντι της πνευματικής. Και παρά τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και πρόοδο, μπορεί να διαπιστώσει κανείς πόσο λαθεμένες είναι οι αντιλήψεις, που αποδίδουν στην επαγγελματική εκπαίδευση αντιστοιχία με τη χειρωνακτική εργασία και στη γενική με τη διανοητική (πνευματική).

Σε ότι αφορά τη χειρωνακτική εργασία κατά τον Ζαν Πιαζέ, πολλών Αμερικανών ψυχολόγων,  και όλες τις σύγχρονες έρευνες, πάνω στο θέμα, «η χειρωνακτική επιδεξιότητα και η διανοητική ικανότητα όχι μόνο δεν αντιτίθενται, αλλά  συμβαδίζουν σε βαθμό που η παραμέληση της μιας να αναστέλλει την εξέλιξη της άλλης». Ο συνδυασμός θεωρίας και πράξης στη σημερινή εποχή είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε απαραίτητος.

 

Σε ό,τι αφορά στη σχέση της γενικής-ανθρωπιστικής εκπαίδευσης με την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση πρέπει να επισημάνουμε τα εξής:

 

Η ανθρωπιστική μόρφωση επιτυγχάνεται με τη συμπλήρωση δύο κατευθύνσεων: Με τη δουλειά και τη μόρφωση. Δεν μπορείς να είσαι ανθρωπιστής όταν ασχολείσαι μόνο με τη μόρφωση και όχι με τη δουλειά, ούτε, όταν ασχολείσαι μόνο με τη δουλειά και όχι με τη μόρφωση. Ανθρωπισμός υπάρχει σήμερα και στους χώρους του ακαδημαϊσμού και στους χώρους του επαγγελματισμού.

 

Είναι ψευδαίσθηση ότι η ακαδημαϊκή κατεύθυνση οδηγεί στη μόρφωση και η τεχνική επαγγελματική στην αγορά εργασίας. Eίναι νομοτελειακά γνωστό ότι και οι δυο κατευθύνσεις οδηγούν στην αγορά εργασίας. Από το πανεπιστήμιο θα πηγαίνουν 4 χρόνια αργότερα και όπως λέγανε παλιά, με άσπρα και όχι με μπλε κολάρα.

 

Τα τεχνικοεπαγγελματικά σχολεία, σε όλες τις χώρες, έχει παρατηρηθεί ότι γενικά παρουσιάζουν χαμηλότερο κοινωνικό κύρος, σε σχέση με τα ακαδημαϊκής κατεύθυνσης σχολεία, αλλά ως προς τη χρησιμότητα τα πράγματα αντιστρέφονται.

 

Ο ρόλος του επαγγελματικού σχολείου σήμερα είναι πολύ σημαντικός για την κοινωνία όχι μόνο επειδή στην Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση εμπλέκονται οικονομικά και κοινωνικά-πολιτικά ενδιαφέροντα, αλλά κυρίως επειδή συναρθρώνεται η τεχνολογία με την παιδεία σε μια καθαρά τεχνοκρατούμενη εποχή.

 

Β. Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ Τ.Ε.Ε.

 

Η εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας δημιούργησε μια νέα κατάσταση στην παραγωγή, στην οικονομία και στην εκπαίδευση. Η ανάπτυξη της Εφαρμοσμένης Επιστήμης, η διάδοση του αυτοματισμού, της πληροφορικής , των τηλεπικοινωνιών, της βιοτεχνολογίας, η χρησιμοποίηση νέων πρώτων υλών και πηγών ενέργειας και η μεταβολή της παραγωγικής διαδικασίας άλλαξαν τους προσωπικούς και κοινωνικούς όρους της ζωής του ανθρώπου.

 

Παλιότερα, όταν η εργασία ήταν κατά κύριο λόγο χειρωνακτική, οι γνώσεις που απαιτούσε η τεχνολογία ήταν περιορισμένες, γι’ αυτό και η εμπειρία μαζί με τη σωματική δύναμη επαρκούσαν για να καλύψουν σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικο-οικονομικές  ανάγκες.

 

Η τεχνολογία, ανεξάρτητα από τη σχέση της με την παραγωγική διαδικασία , ως αυθύπαρκτο πλέον στοιχείο, καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το νόημα της ζωής του ανθρώπου, καθώς πρωταγωνιστεί σε όλες του τις δραστηριότητες. Σήμερα η σημασία της τεχνολογίας θεωρείται αυταπόδεικτη για τη συγκρότηση της προσωπικότητας του ατόμου και τη διαμόρφωση των όρων της ζωής του.

Η ιδιωτική μας ζωή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αξιοποίηση της Τεχνολογίας. Η εξοικονόμηση χρόνου σε επίπεδο καθημερινών δραστηριοτήτων, η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, η προώθηση των κοινωνικών επαφών , τα ταξίδια, ακόμη και οι πολιτιστικές απολαύσεις  και σε τελευταία ανάλυση οι όροι που καθορίζουν  το επίπεδο της ποιότητας διαβίωσης σε μεγάλο βαθμό καθορίζονται από την τεχνολογία. Η ζωή του ανθρώπου θα ήταν πολύ διαφορετική χωρίς την ηλεκτρική ενέργεια, το αυτοκίνητο, την τηλεόραση και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή.

 

Από τη δεκαετία του 1990 έχουμε ήδη εισέλθει στην κοινωνία της πληροφορίας, της γνώσης και της καινοτομίας, σε μια κοινωνία δηλαδή που η τεχνολογία στο χώρο της πληροφόρησης και της παραγωγής αλλάζει ταχύτατα.

 

 

Τις τελευταίες δεκαετίες οι κοινωνίες οργανώνονται σε νέα πρότυπα. Η τεχνολογική πρόοδος αλλάζει καθημερινά και πολλές φορές ριζικά τη ζωή του ανθρώπου, γι αυτό και το εκπαιδευτικό “πρότυπο” οφείλει να είναι ανάλογο με τις κοινωνικές διεργασίες και εξελίξεις.

Οι γρήγορες παραγωγικές και οργανωτικές μεταλλαγές οδηγούν σε γρήγορη απαξίωση της κεκτημένης γνώσης και σε μεγάλες ανακατατάξεις  στην αγορά εργασίας. Περίπου 70 % της συσσωρευμένης γνώσης ενός πτυχιούχου απαξιώνεται πια εντός μιας δεκαετίας. Νέα επαγγέλματα εμφανίζονται στο προσκήνιο ενώ ο κάθε πολίτης θα αναγκαστεί να αλλάξει επάγγελμα 4 και 5 φορές στη ζωή του.

 

 Με την έννοια αυτή το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να μεταβάλλεται και να εξελίσσεται, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθεί την ταχύτατη πρόοδο της παγκοσμιοποίησης της γνώσης και της οικονομίας.

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες προβάλλει έντονη η κοινωνική ανάγκη όχι  μόνο για ενίσχυση του γνωστικού  υπόβαθρου του κάθε νέου πολίτη  αλλά και για συνεχή εμπλουτισμό και ανανέωση των γνώσεων και δεξιοτήτων του. Ταυτόχρονα αλλάζει ο χαρακτήρας της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

 

Μπροστά σ’ αυτές τις μεγάλες αλλαγές  το εκπαιδευτικό σύστημα καλείται να αναπτύξει νέες δομές, να διευρύνει τις προσφερόμενες υπηρεσίες  και να χρησιμοποιήσει νέες εκπαιδευτικές μεθόδους για την ποιοτική αναβάθμιση, ώστε να ανταποκριθεί με επιτυχία στις εξελίξεις.

 

Στην κοινωνία της γνώσης, το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να διευρύνει τις ικανότητες του ατόμου για μάθηση, για κριτική αφομοίωση, για χρήση σύγχρονων μεθοδολογικών εργαλείων, για δημιουργική σύνθεση και χρήση των πληροφοριών. Οφείλει, επίσης, να τον εφοδιάσει με αυτά τα προσόντα, που θα του επιτρέψουν να ακολουθήσει μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία.

Η παρακολούθηση της ιστορίας της Εκπαίδευσης δείχνει ότι οι μεταβολές στην Εκπαίδευση ακολουθούν, σε έκταση και βάθος, τις μεταβολές της κοινωνίας.

 

Ο διττός ρόλος της εκπαίδευσης, ως κοινωνική επένδυση και κινητήρια δύναμη οικονομικής ανάπτυξης, απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια τις χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με τη συνθήκη της Ρώμης το 1958 η σχολική εκπαίδευση αφέθηκε στην αρμοδιότητα των κρατών μελών της Ε.Ε. ως προς το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Σταδιακά όμως  με τις κατά καιρούς τροποποιήσεις  της συνθήκης στο πλαίσιο της θεσμικής διεύρυνσης και ενόψει δυο κυρίαρχων προβλημάτων που ανέκυψαν, δηλαδή της συνεχώς αυξανόμενης ανεργίας των νέων, καθώς και του εντεινόμενου οικονομικού ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τις άλλες ανερχόμενες οικονομικά  χώρες στη λεκάνη του Ειρηνικού, η επαγγελματική εκπαίδευση άρχισε να εμφανίζεται  σε επίσημα κοινοτικά έγγραφα του εκπαιδευτικού τομέα EDUC52, 1976.

 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 κυρίως στις χώρες της Ε.Ε., χωρίς να έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί ο κοινωνικός ρόλος της εκπαίδευσης, έχει προκύψει έντονα το ερώτημα του απολογισμού για τα “πρακτικά αποτελέσματα” της εκπαιδευτικής πολιτικής  σε σχέση με τις ανάγκες της οικονομίας σε ειδικευμένο δυναμικό.

Μέχρι σήμερα υπάρχει έντονη η τάση των κυβερνήσεων, κυρίως των προηγμένων χωρών, να μετρούν την εξωτερική “αποδοτικότητα” του εκπαιδευτικού συστήματος με βάση τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους.

Σε πολλά επίσημα ευρωπαϊκά κείμενα κυβερνητικής πολιτικής που αφορούν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, αναφέρονται συχνά όροι όπως: παραγωγικότητα των αποφοίτων, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, προϊόντα του εκπαιδευτικού συστήματος. Με την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι οι εκπαιδευτικοί στόχοι επικεντρώνονται στην αποδοτικότητα των οικονομικών συστημάτων και οι σκοποί τους καθορίζονται περισσότερο σε σχέση με τη “ζήτηση της αγοράς” και λιγότερο με τις “κοινωνικές ανάγκες”, όπως αυτές προσδιορίστηκαν στο διάλογο της δεκαετίας του ’60. Στις μέρες μας οι πιέσεις στα Ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα για σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας έχουν ενταθεί λόγω της αύξησης του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού, με την εμφάνιση των ταχέως ανερχόμενων οικονομιών της Κίνας, Ινδίας, Ρωσίας και Βραζιλίας.

 

Ο άμεσος συσχετισμός επιπέδου εκπαίδευσης και ανεργίας, χαρακτηριστικό των τελευταίων δεκαετιών, είναι συνέπεια των εξελίξεων στην αγορά εργασίας, εξελίξεων που ακολουθούν τις βαθιές οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές. Η οικονομία διεθνοποιείται και αυτό αφορά τόσο την ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών όσο και τη μεταφορά κεφαλαίων, αλλά και όλα τα στάδια του σχεδιασμού, της ανάπτυξης, της παραγωγής, της διάθεσης και της κατανάλωσης αγαθών.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον ευρωπαϊκό συνασπισμό και τους άλλους ισχυρούς διεθνείς συνασπισμούς, αλλά και ανάμεσα στα κράτη μέλη του, έχει ως αποτέλεσμα την έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και στην αναδιάρθρωση της οικονομίας (βιομηχανική κ.α.) και κατά συνέπεια την πίεση για περαιτέρω αύξηση της παραγωγικότητας, επέκταση της χρήσης των νέων τεχνικών και μεθόδων βελτίωσης της  αποδοτικότητας της εργασίας.

 

Σχεδόν σε όλες τις χώρες, όπου οι μαθητές χωρίζονται σε διαφορετικούς τύπους εκπαίδευσης στο τέλος της υποχρεωτικής, έχουν προβλεφθεί μεταβατικοί μηχανισμοί για να αναβάλλεται η τελική επιλογή και για να διευκολύνεται η κινητικότητα των μαθητών μεταξύ των διαφόρων τύπων εκπαίδευσης.

Επιπλέον όλες οι χώρες έχουν υιοθετήσει μέτρα για να αναβαθμίσουν το επίπεδο της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Τα μέτρα προσδιορίζουν τη σχέση μεταξύ των τεχνικών και γενικών τίτλων σπουδών ή την αναγνώριση της πείρας εργασίας για εκείνους που θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους μετά από μια διακοπή.

Ακόμη οι τεχνολογικές αλλαγές και η διεύρυνση του τομέα των υπηρεσιών απαιτούν σήμερα υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και οι άνθρωποι δεν μπορούν πια να ικανοποιούνται όπως στο παρελθόν με μια στοιχειώδη επαγγελματική κατάρτιση. Οι  συνδυασμένες δημογραφικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές έχουν δημιουργήσει νέες απαιτήσεις για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Καμία πλευρά της, δομές, οργάνωση της εκπαίδευσης, κατάρτιση των διδασκόντων, δεν έμεινε ανεπηρέαστη.

 

Οι στόχοι πάνω στους οποίους στηρίζεται η οργάνωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είναι σχεδόν κοινοί σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχουμε  μια φάση διαφοροποίησης της, που αναγνωρίζει διαφορετικά ενδιαφέροντα και ικανότητες των μαθητών και διαφορετικό εύρος του εκπαιδευτικού και επαγγελματικού μέλλοντος που προσδοκούν.

Για πολλούς μαθητές το τέλος της κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συμπίπτει με τη στιγμή που πρέπει να πάρουν αποφάσεις για την μελλοντική τους σταδιοδρομία.

Γιατί, όσο και αν η επίδοση είναι το κύριο κριτήριο για την κατάταξη στους διαφόρους κλάδους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι μαθητές πρέπει να αποκτήσουν συνείδηση των δυνατοτήτων τους και των επιπτώσεων των επιλογών τους, ως προς την οδό που θα ακολουθήσουν κατά τη μετάβασή τους στο ανώτερο δευτεροβάθμιο επίπεδο.

 

Ο διαχωρισμός σε γενική και επαγγελματική εκπαίδευση δεν είναι η μόνη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι μαθητές, δεδομένου ότι σχεδόν σε όλες τις χώρες προσφέρονται ευκαιρίες μετάβασης από την επαγγελματική στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Οι πραγματικά σημαντικές αποφάσεις αφορούν κυρίως στο τι είδους μελλοντικές σπουδές και στο τι είδους εργασία θα επιλέξει ο μαθητής.

 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙKΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ :

 

1.ΤΕΧΝΙΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΣΜΟΣ

    Κων/νου Αδριανουπολίτη                       ΟΕΔΒ              2000

2. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

    Θόδωρου Κατσανέβα           Εκδόσεις Παπαζήση         1998

3. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

    Βαγγέλη Κωτσίκη                  Εκδόσεις “Ελλην”             1997 

4. OI MAΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ ΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ     

      ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ

     ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ.  

     Έκδοση  ΟΕΕΚ-Παιδαγωγικό Ινστιτούτο                      1996

5. Η ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & Η                                               ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1980-1990)

   Αναστασία Αθανασούλα – Ρέππα    Εκδόσεις  ” ΕΛΛΗΝ”  1999.

6. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Άννα Φραγκουδάκη,

    Εκδόσεις Παπαζήση      1985

 

7. ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 

    EURYDICEEUROSTAT 2005

8.ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ: ΔΟΜΕΣ,

   ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ                   EURYDICE 1997                  

9.ΟΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΣΤΟΙΧΟΙ ΤΩN ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

   Έκδοση     Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

   COM 59 τελικό Βρυξέλλες                                          2001

 

 



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 27.02.2010 19:05:01
 
Αναγνώσθηκε 494 φορές