Ειδήσεις & Άρθρα επικαιρότητας για την εκπαίδευση

Η EΠΙΣΚΕΨΙΜΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ Έλλειψη διαφήμισης, παιδείας ή φαντασίας;

Η EΠΙΣΚΕΨΙΜΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ Έλλειψη διαφήμισης, παιδείας ή φαντασίας; Εκτυπώσιμη σελίδα
Η Ελλάδα μπορεί πλέον να είναι υπερήφανη για τα μουσεία της. Διαθέτει εξαιρετικούς χώρους, αλλά ένα μουσείο για να “ζήσει” χρειάζεται κόσμο. Πρόσφατη έρευνα επιστημονικής επιτροπής του υπουργείου Πολιτισμού, έδειξε ότι υπάρχει μείωση της επισκεψιμότητας. Τι φταίει όμως; Η έλλειψη διαφήμισης, προσωπικού, χρημάτων;  Μήπως και η έλλειψη παιδείας;  Όλα αυτά συζητήθηκαν σε πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Μουσείων.

Της Έλσας Σπυριδοπούλου

Πρόσφατα τα βλέμματα στράφηκαν στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Ο κόσμος άρχισε να συρρέει κατά κύματα. Ποιος δεν θέλει να δει τους θησαυρούς της Ακρόπολης; Ποιος δεν θέλει να δει, επίσης, τους θησαυρούς της Μακεδονίας; Γιʼ αυτό και το Μουσείο της Βεργίνας έχει μεγάλη προσέλευση. Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί που ακόμη αναζητούν τη χρυσή λάρνακα του Φιλίππου στο... Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Κι αυτό κάτι φανερώνει. Δεν υπάρχει η κατάλληλη προβολή και ενημέρωση, γεγονός που αποτελεί “πληγή” για τα Μουσεία και σημαντικό λόγο για την απουσία επισκεπτών.
Αυτό ακριβώς επεσήμανε στην τελευταία συνεδρίαση του Συμβουλίου των Μουσείων και η Αγγελική Κοτταρίδη, επικεφαλής του Μουσείου της Βεργίνας. “Εμείς δεν έχουμε μείωση επισκεψιμότητας, και μάλιστα φέτος, το πρώτο εξάμηνο, έχουμε ήδη 100.000 επισκέπτες. Απορώ ωστόσο πώς έχουμε τόσους, αφού δεν κάνουμε τίποτα! Δεν υπάρχει διαφήμιση του Μουσείου ούτε καν στο αεροδρόμιο ʽΜακεδονίαʼ. Κι αυτό δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας μόνος του!”, ανέφερε σε συνομιλία μας.
Χρειάζεται συντονισμός και μάλιστα άμεσα. Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου αυτό το θέμα τονίστηκε επανειλημμένα. Το πόρισμα επιστημονικής επιτροπής του ΥΠΠΟ δείχνει μείωση της επισκεψιμότητας, που ξεκίνησε το 2002. Σύμφωνα με την επιτροπή, το πρόβλημα αποδίδεται στην έλλειψη συνεργασίας του ΥΠΠΟ με τις υπηρεσίες του υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης και με την τοπική αυτοδιοίκηση, στην έλλειψη πιστώσεων και συντονισμού και στην ανύπαρκτη μουσειολογική πολιτική του υπουργείου. Προτείνεται, δε, διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας των μουσείων, διαφήμισή τους, οργάνωση περιοδικών εκθέσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αλλά και αναβάθμιση των υποδομών.
Κανείς δεν διαφωνεί με όλα αυτά. Το ερώτημα είναι, όμως, πώς και πότε θα γίνουν;

ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΛΕΥΣΗ, ΑΛΛΑ...

Στη συνεδρίαση αποφασίστηκε να συσταθούν δύο ομάδες εργασίας που θα ασχοληθούν με τις ελλείψεις των μουσείων τόσο στις εσωτερικές λειτουργίες τους (προσωπικό, προγράμματα) όσο και στις εξωτερικές (διαφήμιση).
Στην ομάδα που θα κινητοποιήσει τη διαφήμιση, με πρόεδρο τον διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Νίκο Καλτσά, μέλος είναι και η κ. Κοτταρίδη. Αφού συγκεντρώσουν προτάσεις θα τις καταθέσουν στο Συμβούλιο των Μουσείων και κατʼ επέκταση στον υπουργό Πολιτισμού. Αυτά που πρέπει να γίνουν είναι πολλά, όπως μας είπε η κ. Κοτταρίδη. Χρήματα, προσωπικό για εκπαιδευτικά προγράμματα, ξεναγήσεις, και πάνω απʼ όλα προβολή των μουσείων. Απλά πράγματα, αλλά στην Ελλάδα φαντάζουν πολλές φορές δύσκολα. “Δεν έχουμε ανθρώπους ούτε λεφτά για εκπαιδευτικά προγράμματα, έχουμε τον χειμώνα ένα απαράδεκτο ωράριο, γιατί ξεκινάμε στις 7.30 το πρωί μέχρι τις 3 το απόγευμα, ενώ για να είμαστε λογικοί θα έπρεπε να είχαμε ένα ωράριο από τις 10 το πρωί ως τις 5 το απόγευμα. Βασικά όμως λείπει η διαφήμιση”, σημείωσε. Μοιάζει σαν η όλη κατάσταση να λειτουργεί με έναν από μηχανής θεό, αν σκεφτεί κανείς ότι το Μουσείο της Βεργίνας πάει τόσο καλά, την ίδια ώρα που -στην εποχή της τεχνολογίας- δεν διαθέτει δική του ιστοσελίδα, δεν έχει ξενάγηση, μολονότι θα μπορούσε να γίνει με συστήματα αυτόματης προφορικής ξενάγησης που θα τοποθετούσε ο ΟΠΕΠ (ακόμη τα τοποθετεί!), δεν υπάρχουν εκπαιδευτικά προγράμματα λόγω έλλειψης προσωπικού και για τον ίδιο λόγο δεν μπορούν να οργανωθούν και εκδηλώσεις που κάνουν ένα μουσείο ακόμη πιο ελκυστικό στον επισκέπτη. Επιπλέον, όπως επεσήμανε η κ. Κοτταρίδη, “για την επισκεψιμότητα στα μουσεία των μεγάλων πόλεων έχει σημασία η κουλτούρα των ανθρώπων, αλλά στα μουσεία χώρων όπως το δικό μας, των Δελφών κτλ., το γοητευτικό στοιχείο τους είναι η ιστορία, το ταξίδι στο παρελθόν”. Οπότε, προτείνει αυτού του είδους τα μουσεία “να λειτουργήσουν ως αυτόνομες μονάδες που θα δίνουν έμφαση σε εξωστρεφείς λειτουργίες. Εμείς προτείνουμε π.χ. να έχουμε ως διαρκές και διαδραστικό έκθεμα μια ανασκαφή, που να μπορεί να τη δει το κοινό”.

Η ΚΙΝΗΣΗ ΦΕΡΝΕΙ... ΚΙΝΗΣΗ

Η κουλτούρα είναι ένα ακόμη μεγάλο ζήτημα, και όσον αφορά τα μουσεία της Θεσσαλονίκης οι απόψεις ποικίλλουν. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (ΜΒΠ), εξαιρετικό και ως κτίριο και ως εκθεσιακή μελέτη, δεν κατορθώνει να έχει ικανοποιητική επισκεψιμότητα. Και αυτό σε αντίθεση με τον Λευκό Πύργο, που υπάγεται στο Μουσείο αλλά “ως χαρακτηριστικό μνημείο της πόλης έχει μεγαλύτερη κίνηση πάντα, ιδιαίτερα μετά τη νέα έκθεση”, όπως μας είπε ο αναπληρωτής διευθυντής του ΜΒΠ Δημήτρης Ναλπάντης.
Είναι θέμα διαφήμισης λοιπόν κι εδώ; “Παίζει ρόλο και αυτό σίγουρα, αλλά νομίζω φταίει και η κουλτούρα μας. Δεν πάμε στα μουσεία, δεν μας αρέσει να περνάμε τον ελεύθερο χρόνο μας σε μουσεία ή εκθέσεις. Θεωρώ ότι το κοινό που έχουν τα μουσεία είναι περιορισμένο και λίγο πολύ το ίδιο, που ανακυκλώνεται από έκθεση σε έκθεση. Στο εξωτερικό, αντίθετα από εδώ, η επίσκεψη στα μουσεία είναι μέσα στην καθημερινότητα του κόσμου”, υποστήριξε. Ακόμη και στις εκδηλώσεις που κάνει το Μουσείο σε συνεργασίες του με άλλους φορείς (είναι μέλος της Ένωσης των 5 Μουσείων της πόλης), έρχεται ένα “περιορισμένο κοινό”, όπως λέει.
Η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Πολυξένη Βελένη, όμως, έχει άλλη άποψη. “Όταν ένα μουσείο είναι κινητικό, τότε και ο κόσμος αντιδρά. Δηλαδή το μουσείο πρέπει να αντιδράσει πρώτο για να το ακολουθήσει το κοινό. Δεν μπορείς να περιμένεις απλά”, υποστηρίζει. Και το λέει αυτό ως επικεφαλής ενός μουσείου που έχει αυξητική τάση επισκεψιμότητας (ποσοστό 10%-20% ετησίως), χωρίς όμως να διαθέτει ικανοποιητικό προσωπικό ή χρήματα.
Η ίδια εξάλλου ήταν από τα άτομα που κατέθεσαν σειρά προτάσεων στη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Μουσείων. Συμφωνεί ότι μεγάλο πρόβλημα είναι η διαφήμιση. “Θέλω να ξυπνήσω μια μέρα στη Θεσσαλονίκη και να είναι γεμάτη γιγαντοαφίσες για το Μουσείο!” λέει χαριτολογώντας. Αλλά δεν σταματά κανείς στα όνειρα. “Εμείς έχουμε επεκτείνει σε πολλαπλά επίπεδα τις δράσεις μας. Συναυλίες, διαλέξεις, συνεργασίες με άλλους φορείς φιλοξενώντας δράσεις τους, παιδικά προγράμματα. Κάθε λίγο φέρνουμε κόσμο εδώ, υπάρχει μια διαρκής κινητικότητα. Πιστεύω ότι τα μουσεία ανήκουν στον κόσμο και πρέπει να τον πείσουμε γιʼ αυτό”. Σαφώς και θεωρεί ότι το ΥΠΠΟ έχει ευθύνη για έναν καλύτερο συντονισμό, “αλλά σημασία έχει και η όρεξη. Η παιδεία είναι μεγάλη ιστορία, αλλά εμείς πρέπει να δώσουμε το πρώτο στίγμα. Δεν θα το ξεπεράσει διά μαγείας ο κόσμος μόνος του”, υποστηρίζει.

ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΕΧΝΗΣ
Αν δεχτούμε πάλι ότι το κοινό δεν ελκύεται πάντα από το παρελθόν ή ότι το βρίσκει... βαρύ, στα Μουσεία Τέχνης πώς πάνε τα πράγματα; Η διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ) Μαρία Τσαντσάνογλου μιλά για αύξηση της επισκεψιμότητας στους χώρους του Μουσείου στο Λιμάνι και στη Σταυρούπολη. “Μέχρι τέλη Ιουνίου είχαμε περίπου 21.000 άτομα στις εκθέσεις της Μπιενάλε, και στην έκθεση Πόποβα και Ροτσένκο στη Μονή Λαζαριστών -που είναι δύσκολος χώρος- περίπου 2.500 άτομα. Είναι αυξητική η τάση γενικά, περίπου 10% σε σχέση με πέρυσι”. Το ΚΜΣΤ διαθέτει μια εξαιρετική ιστοσελίδα, συνεργάζεται έντονα με φορείς της πόλης, “αλλά θα έπρεπε η επισκεψιμότητα να είναι τριπλάσια” δηλώνει η κ. Τσαντσάνογλου και εντοπίζει το πρόβλημα στην παιδεία, αλλά και στον... τόπο. “Η Θεσσαλονίκη δεν είναι προορισμός το καλοκαίρι για τους τουρίστες, εν αντιθέσει με την περιφέρεια. Αυτό είναι ένα θέμα που θα το συζητήσουμε με την Ένωση των 5 Μουσείων. Πώς θα έχουμε κόσμο το καλοκαίρι. Υπάρχουν και μουσεία που κλείνουν το καλοκαίρι, φτάνουμε και εκεί. Οι συντονισμένες προσπάθειες από το ΥΠΠΟ και από συναφή υπουργεία, όπως τα Παιδείας και Τουρισμού, για καλύτερη προβολή και χρήματα, είναι η καλύτερη λύση”, προσθέτει.
Μαζί της συμφωνεί και ο διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας Βαγγέλης Ιωακειμίδης. Δεν συμφωνεί ωστόσο στο θέμα της παιδείας. “Νομίζω είναι μύθος ότι οι άνθρωποι δεν πάνε στα μουσεία της Θεσσαλονίκης. Αλλάζουν τα πράγματα. Παίζει βέβαια ρόλο και το αντικείμενο”, συμπληρώνει.
Στο ΜΦΘ, πρόσφατα ανακαινισμένο και πλέον με (συμβολικό) εισιτήριο, “είμαστε σε γενικές γραμμές ικανοποιημένοι. Την τελευταία τριετία είμαστε κάθε χρονιά 25% πάνω σε επισκεψιμότητα. Υπάρχει βέβαια και εποχικότητα, το καλοκαίρι είναι πεσμένα”. Αν πάντως πριν από μία πενταετία το Μουσείο είχε επισκεψιμότητα γύρω στις 20.000, τώρα έχει φτάσει τις 29.000 τον χρόνο “και κατά πάσα πιθανότητα το 2009 απʼ ό,τι δείχνουν τα στοιχεία αποκλείεται να πέσουμε κάτω από τις 30.000”, δηλώνει.
Πού καταλήγουμε λοιπόν; Σίγουρα το τρίπτυχο που θα δώσει λύσεις αφορά προβολή, χρήματα και προσωπικό. Απαραίτητο υλικό όμως για την “ψυχή” ενός μουσείου φαίνεται ότι είναι και το μεράκι του καθένα που το χειρίζεται. Ίσως αυτό να είναι και το μόνο αντίδοτο για την έλλειψη παιδείας...



Πηγή: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 26.07.2009 13:30:01
 
Αναγνώσθηκε 565 φορές