Διαφόρων Φορέων

Διαχρονικά χαρακτηριστικά των επαγγελματικών σχολείων


και το ενιαίο σχολείο


 


Το ζήτημα του διαχωρισμού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε γενική και επαγγελματική είναι από τα δυσκολότερα και σημαντικότερα ζητήματα στα οποία καλούμαστε ως εκπαιδευτικοί να απαντήσουμε, διότι άπτεται του ρόλου της εκπαίδευσης συνολικά και της κοινωνίας που οραματιζόμαστε.


Η κατανομή των μαθητών μιας γενιάς σε διαφορετικά και άνισα μεταξύ τους είδη σχολείων, που σε όλες τις περιπτώσεις αντικατοπτρίζει την κοινωνική τους διαίρεση, γίνεται με τρόπο κοινωνικά άδικο διότι θυσιάζει συστηματικά τα παιδιά των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων.


Ο μαθητής «επιλέγει» με βάση την κοινωνική του προέλευση∙ τις δυνατότητες που αυτή του παρέχει ή τους περιορισμούς που του επιβάλλει.


Τα επαγγελματικά σχολεία είναι πιο προσιτά για τα παιδιά από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα τα οποία προσπαθούν να συγκεράσουν επιτακτικές οικονομικές ανάγκες με το σχολείο. Κι αυτό διότι είναι λιγότερο απαιτητικά από εκπαιδευτικής πλευράς, ενώ ταυτόχρονα παρέχουν ένα πιστοποιητικό ολοκλήρωσης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ένα κάποιο επαγγελματικό εφόδιο σε διάστημα συντομότερο από εκείνο που προϋποθέτει η φοίτηση στη γενική εκπαίδευση. Έτσι, αποτελούν μια διέξοδο γι’ αυτά.


Σε όλες τις μορφές που έχουν πάρει στη διάρκεια της ιστορίας τους μέσω πολυάριθμων νομοθετικών ρυθμίσεων -που η αλήθεια είναι ότι έχουν πραγματοποιηθεί και συνεχίζουν να πραγματοποιούνται με περισσή ευκολία και χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό προς τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνονται- τα επαγγελματικά σχολεία ενσωματώνουν ένα σύνολο γνωρισμάτων, τα οποία εκτιμώ ότι τους προσδίδουν και τον πραγματικό τους χαρακτήρα.


Σε μια προσπάθεια κωδικοποίησης -παρά τις κατά περίπτωση και εποχή αποκλίσεις και εξαιρέσεις, αλλά χωρίς βλάβη της γενικότητας- οι διαχρονικές αυτές διακριτικές ιδιότητες των επαγγελματικών σχολείων είναι οι εξής:


·              Ευκολότερη πρόσβαση των μαθητών (ελεύθερη πρόσβαση ή ευκολότερες εξετάσεις, όταν η πρόσβαση στην αντίστοιχη βαθμίδα δεν είναι συνολικά ελεύθερη)


·              Συχνά μικρότερη διάρκεια σπουδών – δυνατότητα αποφοίτησης σε συντομότερο χρονικό διάστημα από τα αντίστοιχα γενικά σχολεία


·              Ελαστικότερο σύστημα αξιολόγησης (τυπικό-θεσμοθετημένο αλλά και άτυπο) που οδηγεί σε


·              Ευκολότερη προαγωγή και αποφοίτηση των μαθητών.


Παράλληλα με:


·              Μικρή έως καμία συμμετοχή των μαθημάτων γενικής παιδείας στο πρόγραμμα σπουδών τους και


·              Ουσιαστική στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης των αποφοίτων τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην πανεπιστημιακή.


Έτσι, σε όλες τις περιπτώσεις, απευθύνθηκαν σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού και προσείλκυσαν κατά κανόνα μαθητές με τα ακόλουθα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα:


·              Χαμηλή κοινωνική και μορφωτική προέλευση


·              Επαγγελματική δραστηριοποίηση παράλληλα με τη φοίτηση στο σχολείο


·              Έλλειμμα στήριξης από την οικογένεια στη σχολική μάθηση (οικονομικής και μορφωτικής, άμεσης ή έμμεσης)


·              Χαμηλή σχολική επίδοση


·              Έλλειψη μαθητικής κουλτούρας


·             Χρονική καθυστέρηση στη σχολική καριέρα (διακοπή φοίτησης, επανάληψη τάξης, αλλαγή κατεύθυνσης, μεγαλύτερη ηλικία εισόδου στο σχολείο-αλλοδαποί κλπ) και κατά συνέπεια


·              Μεγαλύτερη σχολική ηλικία από την προσιδιάζουσα στην τάξη φοίτησης.


Για τους μαθητές των επαγγελματικών σχολείων:


·              Η δυνατότητα μακροχρόνιων σπουδών είναι περιορισμένη


·              Η γρήγορη ένταξη στην αγορά εργασίας είναι επιβεβλημένη


·              Η αυτοεκτίμηση είναι χαμηλή και


·              Οι φιλοδοξίες κοινωνικής επιτυχίας περιορισμένες.


Πρόκειται για μαθητές οι οποίοι οδηγούνται από τους όρους και τις συνθήκες ύπαρξής τους στο να συμβιβαστούν με ένα κατώτερο σχολικό πεπρωμένο.


Οι κυριαρχημένοι, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Pierre Bourdieu, ρυθμίζουν τις προσδοκίες με βάση τις προοπτικές τους [...] αναπαράγοντας στην ετυμηγορία που εκφέρουν για τους ίδιους την ετυμηγορία που εκφέρει γι’ αυτούς η οικονομία...


Η υποταγή στην ανάγκη ωθεί τους νέους των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων να επιλέγουν με ρεαλισμό ένα σχολείο που ευκρινώς αναγνωρίζουν ως «δεύτερης κατηγορίας» εναποθέτοντας, μάλιστα, αποκλειστικά σε αυτό τις ελπίδες τους για το μέλλον. Το γεγονός αυτό πολλαπλασιάζει τις ευθύνες όσων με τις αποφάσεις και τη στάση τους καθορίζουν το είδος και την ποιότητα της παρεχόμενης στους μαθητές αυτούς γνώσης.


Το τίμημα όμως αυτής της «επιλογής» είναι βαρύ για τους νέους αυτούς και πρόκειται αφενός για την παγίωση του αισθήματος μειονεξίας –με την ένταξή τους σε σχολεία μικρής κοινωνικά αξίας- και αφετέρου για τον ουσιαστικό αποκλεισμό τους από τις ανώτερες σπουδές και την κοινωνική κινητικότητα στην οποία αυτές συντελούν.


Ο διαχωρισμός των μαθητών σε δύο άνισα είδη σχολείων εμπεδώνει και πολλαπλασιάζει τις ταξικής αφετηρίας αρχικές κοινωνικές, οικονομικές και μορφωτικές ανισότητες των μαθητών, συντελώντας στην αναπαραγωγή του άδικου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Θυσιάζει συστηματικά, όπως προανέφερα, τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων, διότι τοποθετώντας τα σε σχολεία που έχουν υποβαθμισμένο χαρακτήρα, χαμηλό κοινωνικό γόητρο, παρέχουν χαμηλής ποιότητας εκπαίδευση, περιορίζουν τις εκπαιδευτικές επιλογές και διεξόδους και λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένα από το κράτος, η αρχική διαφορά μεγαλώνει και επικυρώνεται από το σχολικό θεσμό, με το ιδιαίτερο μάλιστα βάρος της εγκυρότητάς του.


Έτσι, συνεχίζουν να ευνοούνται οι ήδη ευνοημένοι και να αδικούνται οι ήδη αδικημένοι, σύμφωνα με τη διατύπωση του Bourdieu ή όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Basil Bernstein οι «καλύτεροι» απολαμβάνουν περισσότερα και γίνονται ακόμα «καλύτεροι», ενώ οι κοινωνικά οριζόμενοι ως «χειρότεροι» απολαμβάνουν λιγότερα και γίνονται ακόμα «χειρότεροι».


Όμως, η κατάργηση των επαγγελματικών σχολείων ή η απλή συνύπαρξη και συλλειτουργία τους με τα γενικά, χωρίς τη διαμόρφωση ενός ενιαίου σχολείου για όλους τους μαθητές, δεν θα είχε από μόνη της σημαντικές θετικές επιπτώσεις στους μαθητές των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων.


Το μέλλον της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι ένα πραγματικά ενιαίο σχολείο που θα χωράει όλα τα παιδιά και όλη τη γνώση χωρίς διαχωρισμούς και αποκλεισμούς με ένα δάσκαλο σύντροφο και οδηγητή, σύμφωνα με τη ρήση του συναγωνιστή Θανάση Τσιριγώτη.


Ένα Ενιαίο Σχολείο το οποίο:


·              Θα ενώνει τη θεωρία με την πράξη


·              Θα συνδέει την επιστημονική γνώση με την εφαρμογή της στη ζωή


·              Θα ενσωματώνει στοιχεία τεχνολογίας και βασικών επαγγελματικών γνώσεων χωρίς να εξειδικεύει και να διαχωρίζει αλλά σαν αναγκαία γενική προετοιμασία όλων για τη ζωή


·              Θα παίρνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να χωράει και να κρατάει όλους τους μαθητές στους κόλπους του:


  Θα στηρίζει οικονομικά αλλά και μορφωτικά διδάσκοντας συστηματικά σε όλους τις ικανότητες που απαιτεί από όλους ενώ τις διαθέτουν μόνο λίγοι κληρονόμοι από το προνομιούχο περιβάλλον τους, χωρίς να θεωρεί τίποτα εκ των προτέρων δεδομένο


  Θα δίνει έμφαση στη μάθηση και όχι στην αξιολόγηση και κατάταξη των μαθητών


  Θα μειώνει τα εξεταστικά πλέγματα, θα προωθεί και θα στηρίζει διδακτικές και παιδαγωγικές προσεγγίσεις που αυξάνουν το εκπαιδευτικό όφελος των μαθητών οι οποίοι σήμερα μειονεκτούν στο σχολείο.


Ένα σχολείο που θα στοχεύει στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και σε μια δικαιότερη τελικά κοινωνία.


Ίσως φαίνεται ουτοπικό μια και η διαίρεση του σχολείου αντανακλά τη διαίρεση της κοινωνίας σε ανταγωνιστικές τάξεις, κοινωνίας η οποία γεννά το διχασμένο και ανταγωνιστικό σχολείο, αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε απαθείς την αλλαγή της...


Εξάλλου, οι επεξεργασίες και η δράση μας σήμερα δίνουν το στίγμα του οράματός μας για το αύριο.


 


Γιούλη Παπαλεωνίδα


μέλος της Αγωνιστικής Παρέμβασης της ΣΤ΄ ΕΛΜΕ Αθήνας


 


 


23 Μαΐου 2008



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 11.06.2008 13:11:42
 
Αναγνώσθηκε 331 φορές