Φορέων Τεχνικής & Τεχνολογικής Εκπαίδευσης

 


Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Τ.Ε.Ε. ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


ΚΩΝ. ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΤΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ-ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ

Email:Kadrian@freemail.gr

 

Η υποβαθμισμένη Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΤΕΕ) στην Ελλάδα είναι μια μόνιμη ανοιχτή πληγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία, την οικονομία την ανάπτυξη και την εργασία. Το φαινόμενο εμφανίζεται πολύ παλιά στους χρόνους της αρχαιότητας.

Στους αρχαίους ελληνικούς χρόνους (800-300 π.Χ.) η παιδεία γίνεται δικαίωμα και καθήκον όλων των ελεύθερων πολιτών με σκοπό τη γενική παιδεία και κατ΄ επέκταση την επαγγελματική εκπαίδευση. Κατά την περίοδο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, η παιδεία στη Σπάρτη αλλά κυρίως στην Αθήνα, είχε «αριστοκρατικό» χαρακτήρα, δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση των ατόμων για την εκτέλεση χειρωνακτικών εργασιών διότι τις θεωρούσαν «βάρβαρον και ου παιδεία», γι΄ αυτό το λόγο τις εκτελούσαν αποκλειστικά οι δούλοι.

Στους Ελληνιστικούς ή Αλεξανδρινούς χρόνους (300-31 π.Χ.) η παιδεία οργανώνεται πολύ καλύτερα και στο νέο σύστημα επαγγελματική μορφή είχε η στρατιωτική αγωγή και η ρητορική. Η υπόλοιπη επαγγελματική εκπαίδευση με τις κοινωνικά υποβαθμισμένες τέχνες γινόταν σε χώρους δουλειάς με τη μορφή μαθητείας. Η Ελληνιστική περίοδος με την καλύτερη οργάνωση της παιδείας ωφέλησε έμμεσα και την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.

Στη Ρωμαϊκή εποχή (100π.Χ. - 31μ.Χ.) η ελληνική παιδεία διαδόθηκε σε μεγάλο βαθμό και οργανώθηκε σε δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες αντίθετα η επαγγελματική εκπαίδευση προσφέρεται με τη μορφή της μαθητείας. Μπορούμε όμως να πούμε ότι για την εποχή εκείνη η τεχνική εκπαίδευση γνώρισε άνθηση αφού κατασκευάστηκαν πολλά μεγάλα τεχνικά έργα υποδομής όπως συγκοινωνιακά, αποχετευτικά, οικοδομικά κ.λ.π., τα οποία έμειναν στην ιστορία.

Στην Βυζαντινή εποχή η εκπαίδευση ήταν εστιασμένη στον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό και η ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης δεν παρουσίασε αξιόλογη πρόοδο. Αντίθετα στη Δύση την εποχή εκείνη η ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης υπήρξε σπουδαία και κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του Βυζαντίου. Στο Βυζάντιο οι περιορισμένες ανάγκες σε τεχνίτες καλύπτονταν από εκπαιδευόμενους σε αρκετά μοναστήρια και από επαγγελματικές συντεχνίες που αναπτύχθηκαν. Οι συντεχνίες αυτές με διάφορα ονόματα όπως αδελφότητα, σινάφι, συντεχνία κλπ. ήταν καλά οργανωμένες και πρόσφεραν επαγγελματική εκπαίδευση με μορφή μαθητείας.

Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, δεν αναπτύσσεται η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι επέβαλαν πολλούς περιορισμούς στην εκπαίδευση γενικότερα. Η βιοτεχνία είχε κάποια άνθηση και αναπτύχθηκαν ορισμένες ειδικότητες όπως υφαντική, βαφική, ναυπηγική, μεταλλοτεχνική κλπ. Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκαν διάφορες μορφές συντεχνιών που αντιστοιχούσαν σε ομάδες εργαζομένων όπως, καλαντζήδες (γανωτές), κουγιουμτζήδες (χρυσοχόοι), ταμπάκηδες (βυρσοδέψες), ταλιαδούροι (ξυλογλύπτες) κλπ.

Σε όλη αυτή την μακραίωνα περίοδο η Ελλάδα παρουσίασε σοβαρό έλλειμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης, σε σχέση με τις χώρες της Δύσης, λόγω αυτών των ιστορικών συγκυριών και επιπλέον η ελληνική κοινωνία ενστερνιστεί μια υποτιμητική αντίληψη για οτιδήποτε το χειρωνακτικό ή και τις χειρωνακτικές δεξιότητες γενικότερα. Ένας άλλος λόγος που η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση παρέμεινε περιθωριακή στην Ελλάδα είναι ότι, η χώρα μας δεν βίωσε την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, όπως οι άλλες χώρες της Δύσης, με αποτέλεσμα να μην αφομοιώσει όλο το τεχνολογικό φάσμα της εποχής εκείνης και να μείνει πίσω από τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι  στην Ελλάδα δεν παρατηρήθηκε το αντίστοιχο φαινόμενο της Δύσης όπου η αποδοχή της τεχνικής εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες υπήρξε πιο σαφής και οι εργαζόμενοι στην παραγωγή εξασφάλιζαν την υποστήριξη των κυβερνήσεων και την επαγγελματική τους κατοχύρωση.        

Το 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου η Ελλάδα κηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος. Από το έτος αυτό αρχίζει και η ιστορία της εκπαίδευσης στο νεοελληνικό κράτος. Οι λόγιοι της εποχής καθώς και ο πρώτος κυβερνήτης έχουν κοινή πεποίθηση ότι το έθνος μόνο με την εκπαίδευση θα μπορέσει να αποβάλλει τα ελαττώματα που του προσέδωσε η περίοδος της δουλείας. Έτσι από την πρώτη στιγμή είναι φανερός ο οραματισμός: Οι ραγιάδες πρέπει να γίνουν πολίτες και στη μεταμόρφωση αυτή η εκπαίδευση έχει να παίξει βασικό ρόλο. Ωστόσο υπήρχαν δυνάμεις που ήθελαν να παραστήσουν την εκπαίδευση « επιβλαβή εις τον κοινωνικόν βίον», στην πραγματικότητα οι δυνάμεις αυτές έβλεπαν με δυσπιστία τη διάδοση της εκπαίδευσης διότι απειλούσε τα ποικίλα συμφέροντά τους.

Οι πρώτες προσπάθειες για την ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, καταβλήθηκαν από τον κυβερνήτη της Ελεύθερης Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος υποστήριξε σθεναρά τη γενική στοιχειώδη εκπαίδευση, καθώς επίσης και την πρακτική εκπαίδευση.

Έτσι το 1828, ιδρύθηκε στην Αίγινα το πρώτο Τεχνικό Σχολείο με ειδίκευση στις οικοδομικές τέχνες, επειδή η ανοικοδόμηση της χώρας ήταν και η αμεσότερη ανάγκη εκείνης της περιόδου. Πρώτοι καθηγητές του Τεχνικού Σχολείου ήταν οι περίφημοι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ, που μόλις είχαν έλθει από τη Γερμανία για να προσφέρουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους και να βοηθήσουν το έργο της Κυβέρνησης.

Το 1829 ιδρύθηκε στην Αίγινα και το Στρατιωτικό Σχολείο που λειτούργησε ως μέση στρατιωτική και τεχνική σχολή, επειδή τα πρώτα τεχνικά έργα της χώρας κατασκευάζονταν από το στρατό και η τεχνική εκπαίδευση, όπως ήταν φυσικό, ήταν κατ’ εξοχήν στρατιωτική.

Η μέση στρατιωτική και τεχνική αυτή σχολή το 1834 αναδιοργανώθηκε και αποτέλεσε την Ανώτερη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Την ίδια περίοδο ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε και μερικά σχολεία για την επαγγελματική εκπαίδευση των νέων, όπως ήταν η Αγροτική Πρότυπη Σχολή στην Τίρυνθα, η Στρατιωτική και Ναυτική Σχολή στο Ναύπλιο και η Πνευματική Σχολή στον Πόρο.

Με την εγκαθίδρυση του Όθωνα και των Βαυαρών, επικράτησε το εκπαιδευτικό σύστημα κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας, καθώς και η θεωρητική παιδεία. Έτσι με τη νομοθεσία των Βαυαρών του 1834 (για τη δημοτική εκπαίδευση και του 1836 (για τη μέση εκπαίδευση) η εκπαίδευση είχε το σχήμα: Δημοτικό 4 χρόνια, Ελληνικό σχολείο ή σχολαρχείο (μίμηση του γερμανικού Lateinische Schule) 3 χρόνια και γυμνάσιο (κατά το Gymnasium) 4 χρόνια. Το γυμνάσιο είχε ως σκοπό να προετοιμάσει τα παιδιά ηγετικών τάξεων για το πανεπιστήμιο, το οποίο ιδρύθηκε το 1837, ενώ συγχρόνως τα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης, (Ελληνικό σχολείο και γυμνάσιο) στελέχωναν ικανοποιητικά τη δημόσια διοίκηση και την εκκλησία στα πρώτα της βήματα, αφού προετοίμαζαν τους γραφείς και τους γραμματείς των δημοσίων υπηρεσιών και τα στελέχη της εκκλησίας. H νομοθεσία της μέσης εκπαίδευσης συμπληρώνεται με κάποιες διατάξεις το 1857 και για εβδομήντα δυο χρόνια (ως το 1929) παραμένει η ίδια. Σε όλο αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα η εκπαίδευση αποκτά δυο βασικά χαρακτηριστικά:Την αυστηρά συγκεντρωτική οργάνωσή της και τον κλασικιστικό της χαρακτήρα, χαρακτηριστικά που, δυστυχώς, διατηρεί σε βασικές γραμμές μέχρι σήμερα.

Το 1836 όταν στη χώρα μας οργανώθηκε η γενική εκπαίδευση, καταβλήθηκε συγχρόνως κάποια προσπάθεια για την ανάπτυξη και της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Οι νόμοι, όμως, του 1834 και του 1836 και κυρίως ο νόμος του 1895 έδωσαν μεγάλη έμφαση και υπερτόνιζαν μόνο την αξία της κλασικής εκπαίδευσης. Η έμφαση στην κλασική εκπαίδευση, με παράλληλη αδιαφορία προς την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση είχαν σαν αποτέλεσμα να ιδρύονται αρκετά κλασικά γυμνάσια ακόμη και σε καθαρά αγροτικές περιοχές με αρνητικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη και την κοινωνία γενικότερα.

Οι απόφοιτοι του γυμνασίου δεν είχαν καμία πρακτική εξάσκηση, υποτιμούσαν την χειρωνακτική εργασία και προσπαθούσαν να αποκτήσουν μια θέση στις δημόσιες υπηρεσίες των πόλεων.

Για την εκπαίδευση στην αρχιτεκτονική και την οικοδομική τέχνη ιδρύθηκε το 1836 στην Αθήνα το δεύτερο τεχνικό σχολείο, που λειτουργούσε μόνο τις Κυριακές και τις Εορτές και ονομαζόταν Πολυτεχνικό Σχολείο. Το 1839 το σχολείο αυτό λειτούργησε ως καθημερινό τεχνικό σχολείο με την ονομασία Ελληνικό Βασιλικό Σχολείο Οικοδομικών Τεχνών και Επαγγελμάτων και στο πρόγραμμά του περιλάμβανε οικοδομικές και καλές τέχνες. Το 1863 το σχολείο αυτό έγινε ισότιμο προς τη μέση εκπαίδευση και μετονομάσθηκε σε Σχολείο Τεχνών και αναφέρεται πλέον ως Πολυτεχνείο. Στο ίδιο σχολείο ιδρύθηκε και βιοτεχνικό τμήμα, καθώς και μηχανουργείο και τηλεγραφείο. Το 1887 το Σχολείο Τεχνών – Πολυτεχνείο πλέον –εντάσσεται ανεπίσημα στη μέση και ανώτερη βαθμίδα και μετονομάζεται σε Σχολείο Βιομηχανικών Τεχνών με τέσσερα τμήματα: πολιτικών μηχανικών, μηχανουργών, γεωμετρών και εργοδηγών. Στα δύο πρώτα τμήματα η φοίτηση ήταν τετραετής και μεταγυμνασιακή, ενώ στα δύο άλλα διετής και μετά από τη δεύτερη τάξη του τετραταξίου γυμνασίου. Το 1888 ιδρύεται και μια μέση σχολή μηχανουργών και το Σχολείο μετονομάζεται Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ύστερα από επιθυμία των σημαντικότερων ευεργετών του που κατάγονταν από το Μέτσοβο.

Το 1914 με το νόμο 388/1914 (ΦΕΚ 307Α΄/20-11-1914) το Μετσόβιο Πολυτεχνείο αποχωρίζεται οριστικά από τη μέση τεχνική εκπαίδευση, εντάσσεται στην ανώτατη εκπαίδευση, ονομάζεται Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και του παραχωρείται αποκλειστικά το προνόμιο της παροχής Ανώτατης Τεχνικής Εκπαίδευσης.

Για δεκαετίες, μετά τον τουρκικό ζυγό, το πρόβλημα της έλλειψης καταρτισμένων τεχνιτών και της μη οργανωμένης τεχνικής εκπαίδευσης παραμένει οξύ. Εμφανίζεται έντονο την περίοδο μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Αθήνα και την περίοδο των προσπαθειών του Τρικούπη για συνολική ανόρθωση, πρόοδο και ανάπτυξη της χώρας.

Το ζήτημα της κατάρτισης των τεχνικών στελεχών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, σε συνδυασμό με την έλλειψη διαθέσιμων εργατικών χεριών, θίγει σαφώς έναν από τους καίριους παράγοντες στη διαδικασία ανάπτυξης της βιομηχανίας, ο οποίος και προσδιορίζει τον ρυθμό εξέλιξης των παραγωγικών σχέσεων. Οι βιομήχανοι και οι τεχνοκράτες της εποχής καταγγέλλουν όχι μόνον την έλλειψη οικονομικής πολιτικής και προγραμματισμού, αλλά και την έλλειψη τεχνικών και επαγγελματικών σχολών καθώς και την έλλειψη ειδικευμένων σπουδών. Απέναντι στο περιορισμένο ενδιαφέρον του Κράτους, που τεκμαίρεται από τον ελλιπή τρόπο οργάνωσης σχολείων επαγγελματικής κατεύθυνσης και τη δυσκολία ένταξης στα ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων παραδοσιακού τύπου τεχνογνωστικών και εφαρμοσμένων μαθημάτων, η ιδιωτική πρωτοβουλία πρωτοστατεί σε μία προσπάθεια αυτοοργάνωσης και αυτορύθμισης των αιτημάτων της αναλαμβάνοντας η ίδια την εκπαίδευση των εργατών και των υπαλλήλων.

Έτσι το 1886 αρχίζουν να λειτουργούν και οι πρώτες ιδιωτικές τεχνικές σχολές, κυρίως στον Πειραιά καταγράφοντας έναν διαφορετικό προσανατολισμό της εκπαίδευσης με υποχώρηση της θεωρητικής κατεύθυνσης και ανάδειξη της πρακτικής γνώσης με στόχο την προσέγγιση της νέας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας του τόπου (Σαπουνάκη – Δρακάκη, η εκπαίδευση της εργατικής τάξης στον Πειραιά τον 19ο αιώνα, σ. 387-415). Ωστόσο, αν και την περίοδο αυτή πολλαπλασιάζονται οι εκδηλώσεις μιας αντίληψης που πριμοδοτεί την τεχνική εκπαίδευση ως φορέα του τεχνικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, εν τούτοις το αυξανόμενο ενδιαφέρον δεν φαίνεται να ξεπερνά τα όρια μιας δευτερεύουσας στροφής στα εκπαιδευτικά δρώμενα, αφού ο κύριος προσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος προς τα κλασικισμό και τον εγκυκλοπαιδισμό παρέμενε σταθερός.

 

Το 1894 αναπτύσσεται παράλληλα και η ιδιωτική επαγγελματική εκπαίδευση (Ακαδημία Ρουσσοπούλου, Πειραϊκός Σύνδεσμος, Προμηθέας). Η σπουδαιότερη ιδιωτική επαγγελματική σχολή της εποχής εκείνης υπήρξε η Ακαδημία Ρουσοπούλου, η οποία λειτούργησε δυο χρόνια στον Πειραιά και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου λειτούργησε μέχρι το 1923. Αρχικά η Ακαδημία διέθετε ένα διετή κύκλο σπουδών, κοινό για όλους τους σπουδαστές (Προπαιδευτικόν Σχολείον) και στη συνέχεια οι σπουδαστές επέλεγαν για τις περαιτέρω σπουδές τους τη Βιομηχανική ή την Εμπορική Σχολή, όπου η φοίτηση ήταν επίσης διετής. Η ακαδημία περιελάμβανε άρτιο και σύγχρονο εργαστηριακό εξοπλισμό και δίδασκαν μεταξύ των άλλων και πανεπιστημιακοί καθηγητές πολλοί από τους οποίους αρθρογραφούσαν και στο Δελτίο της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας που εκδίδεται από το 1895 πάνω σε θέματα επιστημονικά και οικονομικά. Το 1905 η ακαδημία με διάταγμα αναγνωρίζεται ως «ίδρυμα ανωτέρας τεχνικής εκπαιδεύσεως» και οι απόφοιτοί τους θα είχαν τα ίδια τυπικά προσόντα με τους απόφοιτους του πολυτεχνείου. Το διάταγμα αυτό ανακλήθηκε 15 μέρες μετά τη δημοσίευσή του, έπειτα από σφοδρή αντίδραση του πολυτεχνικού συλλόγου, που αποτελούσε το επίσημο όργανο των αποφοίτων του πολυτεχνείου.

Με την πάροδο των δεκαετιών οι ιδιωτικές τεχνικές και επαγγελματικές σχολές συνέχισαν να αυξάνονται με εντυπωσιακό ρυθμό. Δημιουργούνται οι σχολές Σιβιτανίδειος, Διπλάρειος, Σεβαστοπούλειος, Βαλλιάνειος, Ήφαιστος, Όμηρος, Θαλής ο Μιλήσιος, Ευκλείδης κλπ. ενώ το επίσημο κράτος ήταν αποστασιοποιημένο από την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.

Το έτος 1958 υπάρχουν 360 τεχνικές και επαγγελματικές σχολές κυρίως ιδιωτικές. Τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση παρείχε και το Εθνικό Ίδρυμα. Το Εθνικό Ίδρυμα ιδρύθηκε στο τέλος του εμφυλίου και είχε ως σκοπό « την πνευματική και βιοτική ανάπτυξη του λαού». Το Ε.Ι. είχε τη μορφή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με Δ.Σ. αποτελούμενο από καθηγητές ανωτάτων ιδρυμάτων και ακαδημαϊκών, με πρόεδρο «την Α.Μ. τον Βασιλέα». Οι ειδικότητες ήταν πολλές και η φοίτηση 8 έως 18 μήνες, οι απόφοιτοι των σχολών αυτών εργαζόταν ως δόκιμοι τεχνίτες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ελ. Βενιζέλος έκανε αρκετές προσπάθειες για να δώσει ώθηση στην εκπαίδευση ένα σύγχρονο προσανατολισμό και να προωθήσει την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.

Το 1913, ύστερα από πρόσκληση του Υπουργού Παιδείας Ι. Τσιριμώκου της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, ο Δημήτρης Γληνός συντάσσει την εισηγητική του έκθεση και το κείμενο των νομοσχεδίων, που έμειναν στην Ιστορία της Εκπαίδευσης ως «Νομοσχέδια του 1913», εκφράζοντας τις προοδευτικές τάσεις του αστικού φιλελευθερισμού αυτής της εποχής. Στόχος της μεταρρύθμισης του 1913 ήταν ο εξορθολογισμός της εκπαίδευσης και η σύνδεςή της με την παραγωγική διαδικασία.

Ο Δ. Γληνός στην εισηγητική έκθεση των νομοσχεδίων επικρίνει τον ψευτοκλασικισμό, την έλλειψη πρακτικού προσανατολισμού του σχολείου που παράγει πτυχιούχους οι οποίοι «ή συνωθούνται περί το δημόσιον ταμείον ή ρίπτονται εις την κοινωνίαν πνευματικοί προλετάριοι, επιστήμονες άνεργοι». Υποστηρίζει ότι, «είναι ανάγκη να οργανωθή και η καλούμενη πραγματική εκπαίδευσις, ήτις, θα προπαρασκευάζει συστηματικώτερον δια της καλλιέργειας των γενικών δεξιοτήτων και της παροχής καταλλήλων γνώσεων δια τα ειδικά επαγγελματικά σχολεία ή και δια τα τεχνικά επαγγέλματα». Στο ίδιο κείμενο γινόταν πρόταση για αναδιάρθρωση των αναλυτικών προγραμμάτων και εισαγωγή της δημοτικής.

Οι αντιδράσεις που ξεσήκωσαν συντηρητικοί κύκλοι, αλλά και η μη σθεναρή υποστήριξη των νομοσχεδίων από τη μεριά της κυβέρνησης οδήγησαν στην καταψήφιση των νομοσχεδίων.

Το 1917 ο Ελ. Βενιζέλος γίνεται πρωθυπουργός, ο Αβέρωφ υπουργός παιδείας και ο Δ. Γληνός γενικός γραμματέας του υπουργείου παιδείας. Τα τρία χρόνια της κυβέρνησης Βενιζέλου (1917 - 1920) ο Δ. Γληνός αγωνίζεται για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.  Όμως, η μεταρρύθμιση συναντά αντιδράσεις ακόμη και μέσα στη βενιζελική παράταξη. Το 1918 ο «βενιζελικός» αρχιεπίσκοπος επιτίθεται στη μεταρρύθμιση. Το πανεπιστήμιο Αθηνών παραμένει το κέντρο της αντίδρασης. Στις εκλογές του 1920 τα φιλοβασιλικά κόμματα παίρνουν την πλειοψηφία και καταργούν την μεταρρύθμιση του 1917. Τα αναγνωστικά της μεταρρύθμισης χαρακτηρίζονται αντεθνικά και καίγονται ύστερα από απόφαση επιτροπής με πρόεδρο τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Εξαρχόπουλο. Η καθαρεύουσα επικρατεί και πάλι και μαζί μ΄ αυτή το παλιό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Η οπισθοδρόμηση θίγει καίρια την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.

1929-1931.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1929-1931 είναι η σημαντικότερη στην προπολεμική ιστορία της χώρας. Η μεταρρύθμιση αυτή ήταν έργο της κυβέρνησης Βενιζέλου και περιλαμβάνει τα νομοσχέδια που κατατέθηκαν από τους υπουργούς Παιδείας Κ. Γόντικα (Ν. 4397/16-8-1929) και Γ. Παπανδρέου (Ν. 4799/1930). Με το νόμο του 1931 «περί επαγγελματικής εκπαίδευσης» ιδρύθηκαν οι κατώτερες τεχνικές επαγγελματικές σχολές οι οποίες, με κάποιες παραλλαγές, λειτούργησαν μέχρι το 1977 οπότε και καταργήθηκαν με το Ν. 576/1977.

Ο νομοθέτης του 1929 έχει τη συνείδηση ότι πραγματοποιεί την αλλαγή που δεν έγινε το 1913 λέγοντας ότι η κυβέρνηση των φιλελευθέρων «ζητεί και πάλιν», μετά από 15 χρόνια, τη ριζική μεταμόρφωση της παιδείας και την εντάσσει στη γενικότερη ανορθωτική της πολιτική.

Η νέα μεταρρύθμιση, εκτός των άλλων, προσπάθησε να προσαρμόσει την εκπαίδευση στις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες κρατώντας αποστάσεις από τον κλασικό προσανατολισμό της. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλος το 1929, στα εγκαίνια της Σιβιτανιδείου σχολής, και εν μέσω πλήθους επισήμων εκφωνεί έναν εντυπωσιακό λόγο με την εξής πιο εντυπωσιακή κατακλείδα: «Όσες περισσότερες σχολές του τύπου αυτού (σ.σ. της Σιβιτανιδείου) ιδρύονται, τόσα περισσότερα κλασικά σχολεία κλείνουν. Κλασικά σχολεία από τα οποία εξέρχονται ως επί το πολύ άχρηστοι για το έθνος πολίτες». ( Αλίκη Βαξεβάνογλου, Σιβιτανίδειος Σχολή, σελ. 59).

Στην πορεία της μεταρρύθμισης φάνηκε όμως ότι η έλλειψη ειδικευμένων εκπαιδευτικών για να διδάξουν τα μαθήματα ειδικοτήτων, καθώς και τα διατεθέντα ανεπαρκή κονδύλια είχαν ως αποτέλεσμα η μεταρρύθμιση αυτή να μη φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα στο χώρο της τεχνικής εκπαίδευσης.

Ο Δημήτρης Γληνός άσκησε κριτική στη μεταρρύθμιση του 1929-1931 επισημαίνοντας: «η πρακτικοποίηση της εκπαίδευσης είναι θεωρητικός λόγος παρά πραγματικότητα καθώς υπονοείται και πουθενά δεν πραγματώνεται...Είχαν αναγγείλει πως θα δώσουνε πρακτικό χαρακτήρα στη μέση εκπαίδευση και απεναντίας δυνάμωσαν τον κλασικισμό. Τα άχρηστα και βλαβερά ελληνικά σχολεία τα μετατρέψανε στα πιο άχρηστα και πιο βλαβερά ημιγυμνάσια».

Η μεταρρύθμιση του 1929 προσπαθούσε να καθιερώσει το διπλό σχολικό δίκτυο στη δημόσια εκπαίδευση. Η μεταρρύθμιση αυτή συνάντησε και πάλι, τη σφοδρή αντίδραση συντηρητικών κύκλων στην εκπαίδευση και την πολιτική και δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η ελληνική κοινωνία ήταν ανώριμη να δεχτεί ριζοσπαστικές αλλαγές στην εκπαίδευση. Τότε, αρκούσε να υποστήριζε κανείς τη δημοτική γλώσσα, την εισαγωγή περισσότερων ωρών των θετικών μαθημάτων, την ανάγκη συγκρότησης της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης, για να χαρακτηριστεί ως αριστερός.

Η μεταρρύθμιση του 1929-1931 δεν προχώρησε, όχι μόνο εξαιτίας των αντιδράσεων, αλλά και γιατί την πρόλαβε η δικτατορία του Κονδύλη (1935) κι έπειτα η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 του Ι. Μεταξά ο οποίος ανέλαβε και καθήκοντα υπουργού παιδείας.

Κατά τις περιόδους της μεταξικής δικτατορίας, της κατοχής και του εμφυλίου, δεν επιτεύχθηκε καμία πρόοδος στην τεχνική εκπαίδευση όπως και σε ολόκληρη την εκπαίδευση. Η όποια τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών. Τα σχολεία της ΤΕΕ υπάγονταν ως προς την εποπτεία τους στο υπουργείο εθνικής οικονομίας και αργότερα σε πολλά υπουργεία, με αποτέλεσμα αυτή η διασπορά της ευθύνης και της λειτουργίας να σταθεί εμπόδιο στην όλη ανάπτυξή της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η έλλειψη σταθερού πολιτικού περιβάλλοντος δεν κατόρθωσε να εδραιώσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα με σταθερές δομές, πράγμα βεβαίως που είχε αρνητικές συνέπειες για την ΤΕΕ.

Το 1949 γίνεται άλλη προσπάθεια πάλι με τους ίδιους στόχους. Ανατίθεται από το υπουργείο συντονισμού στον Ε. Παπανούτσο η σύνταξη υπομνήματος για τις δυνατότητες εκπαιδευτικής ανασυγκρότησης της χώρας. Για το δημοτικό προτείνει: «Να αναμορφώσωμεν το πρόγραμμα μαθημάτων του δημοτικού μας σχολείου κατά τρόπον ώστε και η όλη εργασία να αποκτήσει πρακτικότερον χαρακτήρα και να δίδονται εις τους μαθητές του λαϊκού σχολείου τα πρώτα στοιχεία προσανατολισμού προς τα πρακτικά επαγγέλματα. Για το γυμνάσιο προτείνει δυο κύκλους σπουδών καθώς η πρόοδος του τεχνικού πολιτισμού δημιουργεί νέες απαιτήσεις. Τον ένα ενιαίο και τριετή που θα παρέχει γενική μόρφωση και θα δίνει στο μαθητή «την ευκαιρία να αποκτήσει συνείδηση των κλίσεων και των ικανοτήτων του, ώστε να προσανατολισθεί προς ορισμένην επαγγελματική κατεύθυνση». Και το δεύτερο επίσης τριετή που θα περιλαμβάνει το «ανθρωπιστικό» γυμνάσιο και τας «ποικίλας μέσας επαγγελματικάς σχολάς».

Άλλη μια προσπάθεια γίνεται το 1952, όταν ο Ε. Παπανούτσος ήταν ακόμη γενικός διευθυντής του υπουργείου παιδείας. Συντάσσεται νομοσχέδιο, που υπογράφει ο υπουργός παιδείας Ι. Μιχαήλ της κυβέρνησης Πλαστήρα- Σ. Βενιζέλου.. Στην εισηγητική έκθεσή του αναφέρεται ότι οι επαγγελματικές σχολές είναι απαραίτητες για πολλούς λόγους και ο σπουδαιότερος είναι τούτος: «Ο σπουδαιότερος όμως λόγος είναι ότι δια του συστήματος τούτου ανακόπτεται ο δια την ιδιωτικήν και εθνική μας οικονομία επιζήμιος σήμερον δρόμος προς το γυμνασιακόν απολυτήριον, την θεσιθηρίαν και τον παρασιτισμόν, καθώς και η συρροή νέων διαγωνιζομένων να εισαχθούν εις τα πανεπιστήμια και δι΄ αυτών σε επαγγέλματα, τα οποία παρουσιάζουν ήδη υπερκορεσμόν» (Παιδεία και ζωή 20-21 Σεπτ. 1953 σελ. 278). Η αντιπολίτευση όμως δεν θέλησε να συμβάλει στην ψήφισή του και το νομοσχέδιο θάφτηκε στα ντουλάπια του υπουργείου. Με τις «εκκαθαρίσεις» του 1953 ο τότε υπουργός παιδείας απολύει τον Ε. Παπανούτσο από γενικό διευθυντή του υπουργείου παιδείας καταργώντας τη θέση που κατείχε.

1959

Κατά τη δεκαετία του 1950, εποχή που η χώρα είχε απόλυτη ανάγκη ειδικευμένων εργατών, τεχνικών στελεχών και γενικά νέων ατόμων που να σκέπτονται «τεχνικά και παραγωγικά», το μαθητικό δυναμικό της ΤΕΕ κατά το έτος 1958-1959 ήταν απογοητευτικό: Γυμνάσια 239.648, εμπορικές σχολές 7.975 και τεχνικά σχολεία 39.824.

Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ως πρωθυπουργού, ο Κ. Καραμανλής έδειξε ότι είχε τη βούληση να αναδείξει και να αναβαθμίσει την επαγγελματική εκπαίδευση, το κλίμα ήταν κατάλληλο διότι στο θέμα αυτό συμφωνούσε και η τότε αντιπολίτευση. Σε δήλωσή του στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 24/4/1957 ανέφερε: «η ανθρωπιστική παιδεία είναι απαραίτητος δια κάθε πολιτισμένον άνθρωπον. Είναι ακόμη περισσότερον αναγκαία δι΄ ημάς τους Έλληνας. Αλλ΄ αποτελεί σφάλμα η εν ονόματι δήθεν της ανθρωπιστικής παιδείας κατάπνιξις της συγχρόνου τάσεως προς τας θετικάς επιστήμας και την τεχνικήν κατάρτισην των νέων».

Για να αντιμετωστούν τα γενικότερα εκπαιδευτικά προβλήματα συστήθηκε, με το Ν.Δ. 3439/1955 στο υπουργείο παιδείας, ειδική υπηρεσία μελετών και συντονισμού, για να προετοιμάσει τις μελέτες και τα σχέδια για την υλοποίηση της νέας πολιτικής και για το συντονισμό της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Στις 14 Ιουλίου 1957, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής συγκρότησε επιτροπή, που πρότεινε η υπηρεσία μελετών και συντονισμού, από ειδικούς για τη μελέτη των προβλημάτων της παιδείας γνωστή ως «Επιτροπή Παιδείας». (Ε. Παπανούτσου «Απομνημονεύματα», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1982, σελ. 92).

Στα πορίσματα της «Επιτροπή Παιδείας» τονίζεται εμφαντικά η ανάγκη ανάπτυξης της ΤΕΕ και μάλιστα μεταξύ των άλλων κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «…Δια τους εκτεθέντας λόγους επιβάλλεται τόσον το κράτος όσον και η κοινωνία να καταβάλλουν πάσαν προσπάθειαν προς ανάπτυξιν της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως. Πάσα καθυστέρησις προς λήψιν των αναγκαίων προς τούτο μέτρων εγκλείει σοβαρούς κινδύνους δια την επιβίωσιν του λαού μας» (Αθήνα 1958, σελ. 58).

Σε όλο το κείμενο των πορισμάτων δίνεται ένα σαφές μήνυμα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην επαγγελματική εκπαίδευση. Από την άλλη εμπεριέχει ένα καταφανή φόβο για τις αντιδράσεις που θα προκαλέσουν οι αλλαγές. Η κλασικιστική κατεύθυνση της παιδείας με το «΄Ελληνοχριστιανικό» της περιεχόμενο φαίνεται και πάλι ότι έχει ακόμη ισχυρές βάσεις και πολλούς υποστηρικτές. Η Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων (ιδρύθηκε το 1948 και στάθηκε πάντα το οχυρό της συντήρησης, πολέμησε κάθε μεταρρυθμιστική απόπειρα και κυρίως τη μεταρρύθμιση του 1964), κρίνοντας τα πορίσματα της Επιτροπής του 1958, θεωρεί ότι οι μεταρρυθμιστικές απόπειρες, εκτός από εκείνες που έχουν οργανωτικό-διοικητικό χαρακτήρα κινδυνεύουν να «αναζωογονήσουν πάθη και μίση δυνάμενα να διαταράξουν την ψυχικήν ενότητα όχι μόνον των εκπαιδευτικών λειτουργών αλλά και του ελληνικού λαού» και προτείνει: Ν΄ αποφευχθή η κολόβωσις της γλωσσικής παιδεύσεως των μαθητών, ν΄ αποφευχθή η διδασκαλία των αρχαίων από μεταφράσεις, όσο για τον τεχνικό προσανατολισμό, η εταιρεία συγκατατίθεται να γίνει προσέχοντας μήπως «ατροφήση το θεμελιωτικόν φρονηματιστικόν του προγράμματος τμήμα». (Αλ. Δημαράς, η μεταρρύθμιση που δεν έγινε τόμος Β΄ σελ. 234 και 235).

Η Επιτροπή Παιδείας αφού μελέτησε διεξοδικά τα εκπαιδευτικά προβλήματα της ΤΕΕ, διαπίστωσε:

α) Παντελή έλλειψη δημόσιας επαγγελματικής εκπαίδευσης.

β) Ανυπαρξία συντονισμού στο χώρο αυτό.

γ) Απουσία ειδικού και κατάλληλα καταρτισμένου στα παιδαγωγικά θέματα διδακτικού προσωπικού.

Οι προτάσεις της επιτροπής βρίσκουν μερική εφαρμογή στα τρία από τα οκτώ εκπαιδευτικά νομοθετικά διατάγματα της μεταρρύθμισης του 1959. Τα Ν.Δ. αυτά αποτελούν σταθμό στην ιστορία της ΤΕΕ και είναι:

α) Ν.Δ. 3971/1959. Με το διάταγμα αυτό ιδρύθηκαν οι σχολές υπομηχανικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, οι πρώτες έξι μέσες δημόσιες τεχνικές επαγγελματικές σχολές , οι κατώτερες επαγγελματικές σχολές, το Ζάνειο πειραματικό τεχνικό γυμνάσιο και η Σχολή Εκπαιδευτικών Λειτουργών Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΣΕΛΕΤΕ). Με το ίδιο Ν.Δ.:

1) Ιδρύεται στην Κ.Υ. του ΥΠΕΠΘ, Γενική Διεύθυνση Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.

2)Συστήνεται στην Κ.Υ. του ΥΠΕΠΘ θέση Γενικού Επιθεωρητή Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.

3) Ιδρύεται στην Κ.Υ του ΥΠΕΠΘ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο που απαρτίζονταν από δυο ειδικά συμβούλια. Το ένα ήταν αρμόδιο για τα προγράμματα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και το άλλο για τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

4) Συστήνεται Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης για τα θέματα της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

5) Δίνεται η δυνατότητα ίδρυσης, στις τρεις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου νέων τμημάτων με κατευθύνσεις: τεχνικής, αγροτικής, ναυτικής, ξένων γλωσσών, και οικιακής οικονομίας, πέρα από τα τμήματα κλασικής και πρακτικής κατεύθυνσης που λειτουργούσαν από πριν.

Η μεγαλύτερη, ίσως, προσφορά του Ν.Δ. 3971/1959 στο χώρο της ΤΕΕ είναι η ίδρυση της ΣΕΛΕΤΕ. Για την οργάνωση και λειτουργία της σχολής βοήθησαν και ειδικοί επιστήμονες, που μετακλήθηκαν από την Αμερική με τη φροντίδα του ΟΟΣΑ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρόσφερε μεγάλη δωρεά για τις δαπάνες των κτιριακών εγκαταστάσεων, ενώ η UNESCO βοήθησε σημαντικά στον εξοπλισμό της σχολής με μηχανήματα και εργαλεία των εργαστηρίων και με εποπτικά μέσα διδασκαλίας. Στα πλαίσια των διεθνών μορφωτικών συνεργασιών, τη δεκαετία του 1960, ο ΟΟΣΑ προσέφερε υποτροφίες για το διδακτικό προσωπικό της ΣΕΛΕΤΕ για την Αμερική όπου έγινε εξειδίκευση σε θέματα που αφορούν, τα παιδαγωγικά της επαγγελματικής εκπαίδευσης, την οδηγητική, τα τεχνικά μέσα διδασκαλίας και την οργάνωση μαθήματος. Το αποτέλεσμα της προσφοράς του ΟΟΣΑ ήταν το 1972 οι εκπαιδευτικοί της ΠΑΤΕΣ/ΣΕΛΕΤΕ να έχουν σπουδάσει στις ΗΠΑ το 80% και το υπόλοιπο 20% σε Γερμανία, Αγγλία και Ιταλία.

Μέχρι σήμερα είναι η μοναδική σχολή Εκπαιδευτικών Λειτουργών για το χώρο της ΤΕΕ.

β) Ν.Δ. 3973/1959. Βασική επιδίωξη του Ν.Δ. 3973 ήταν ο συντονισμός των προσπαθειών των διαφόρων φορέων του δημοσίου τομέα στο χώρο της ΤΕΕ. Με το Ν.Δ. αυτό, βρήκε λύση εν μέρει το πρόβλημα της ενιαίας διοίκησης των σχολείων της ΤΕΕ που υπάγονται σε διάφορα υπουργεία. Με το άρθρο 4 του ίδιου Ν.Δ. συστήθηκε Συντονιστικό (γνωμοδοτικό) Συμβούλιο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΣΣΕΕ), στη Γενική Διεύθυνση Επαγγελματικής Εκπαίδευσης του ΥΠΕΠΘ, με διετή θητεία. Πρόεδρος ήταν ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΕΠΘ, που αναπληρώνονταν από το Γεν. Δ/ντή Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και μέλη του ΣΣΕΕ, εκπρόσωποι των υπουργείων, των επιμελητηρίων και όλων των ενδιαφερομένων Ενώσεων Ομοσπονδιών και Συνεταιρισμών.

γ) Ν.Δ. 3970/1959. Με το διάταγμα αυτό έγιναν ρυθμίσεις, που αφορούσαν στην αύξηση των θέσεων του διδακτικού και εποπτικού προσωπικού της ΤΕΕ. Επίσης προβλέφτηκε ότι στο εξής αύξηση των θέσεων του διδακτικού προσωπικού θα επέρχεται ταυτόχρονα με την ίδρυση κάθε νέου σχολείου.

Η μεταρρύθμιση του 1959 θεωρείται ότι έθεσε για πρώτη φορά την Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση στον κύριο εκπαιδευτικό κορμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ουσιαστικά τότε άρχισε να καθιερώνεται στο δημόσιο σχολείο το διπλό δίκτυο (γενικό σχολείο-επαγγελματικό σχολείο) το οποίο ακολουθεί μέχρι σήμερα η χώρα μας καθώς και όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εάν κάνουμε μια σύγκριση με την σημερινή κατάσταση στην ΤΕΕ, τουλάχιστον σε ότι αφορά την διοικητική της πυραμίδα, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχει σαφής υποβάθμιση. Δεν υπάρχει πλέον Γενική Διεύθυνση Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στην Κ.Υ. του ΥΠΕΠΘ, ούτε καν Διεύθυνση, αλλά ένα τμήμα Διεύθυνσης το οποίο φυσικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Κρίνοντας συνολικά την μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έγινε στο τέλος της δεκαετίας του 1950, παρατηρούμε ότι απέτυχε του κύριου στόχου της που ήταν ο εκπαιδευτικός αναπροσανατολισμός και κυρίως η στροφή προς την τεχνική εκπαίδευση παρά την πολιτική βούληση που υπήρχε και τις διοικητικές αλλαγές που έγιναν.

Μεταξύ των λόγων που οδήγησαν σε αποτυχία την προσπάθεια αυτή συγκαταλέγεται το πολιτικό-κοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 1950 το οποίο στάθηκε αρνητικά για την ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα στη μεταρρύθμιση του 1959 η αντίδραση στην καθιέρωση τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης προήλθε από τις συντηρητικές δυνάμεις  μέσα στο κόμμα της ΕΡΕ αλλά και από την αριστερά. Οι λόγοι αντίδρασης είναι διαφορετικοί. Για τους συντηρητικούς η ανάπτυξη τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης θα επηρέαζε το περιεχόμενο μάθησης υπέρ των τεχνικών μαθημάτων και εις βάρος της ανθρωπιστικής παιδείας. Aπό την άλλη πλευρά η αριστερά, η οποία κατά βάση ήθελε την ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης, εστίασε όμως την κριτική της κυρίως στην πρόθεση της κυβέρνησης να καθιερώσει βραχύχρονες τεχνικές σχολές για την προετοιμασία των μεταναστών. (Α. Προβατά, Ιδεολογικά Ρεύματα, Πολιτικά Κόμματα και Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (1950-1965), Αθήνα, 2002, εκδ. Gutenberg, σ.134-138)

Μια άλλη αιτία αποτυχίας αποτέλεσε το γεγονός ότι το σχολείο τη δεκαετία του 1950 χρησιμοποιήθηκε και σα μηχανισμός αστυνομικής περιφρούρησης μιας κοινωνικής ισορροπίας. Την ίδια εποχή τα συνθήματα «ελευθερία» ή «δημοκρατία» θεωρούνται ανατρεπτικά. Υπήρχε ο φόβος μπροστά στη μεταρρύθμιση, ο φόβος των κοινωνικών κινδύνων που απορρέουν από τη δημοτική γλώσσα, ο φόβος για την «ηθική διάβρωση» των πολιτών που μπορεί να προκαλέσει η στροφή προς τις θετικές επιστήμες και την τεχνική εκπαίδευση. Μέσα σε αυτό το κλίμα η δημοτική γλώσσα και η τεχνική εκπαίδευση (που απαιτεί οπωσδήποτε διδασκαλία στη δημοτική για λόγους αποτελεσματικότητας), θεωρούνται αλλαγές ανατρεπτικές, αλλαγές που απειλούν την κοινωνική ισορροπία.

 

1964-65

Το 1964 έρχεται στην εξουσία η «Ένωσις Κέντρου» με αρχηγό και πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για την παιδεία αναλαμβάνοντας και το Υπουργείο Παιδείας. Παίρνει ως συνεργάτες του το λογοτέχνη Λουκή Ακρίτα (υφυπουργό Παιδείας) και τον Ε. Παπανούτσο (Γενικό Γραμματέα).

Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου θα υποβάλει στη Βουλή τρία σχέδια νόμου: Το νομοσχέδιο «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής (Στοιχειώδους και Μέσης) Εκπαιδεύσεως» (μετέπειτα Ν.Δ. 4379) και το Μάιο του 1965 τα νομοσχέδια «Περί Τεχνικής Εκπαιδεύσεως» και «Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίων».
Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου για την τεχνική εκπαίδευση τονίζεται ότι «η οικονομική πρόοδος της χώρας ευρίσκεται εις στενήν συνάρτησιν προς την ανάπτυξιν της επαγγελματικής, ιδία της τεχνικής εκπαιδεύσεως η οποία αποτελεί μιαν από τις βασικές της προϋποθέσεις». Το νομοσχέδιο αυτό (εφόσον ψηφιζόταν) θα αποτελούσε για την Ελλάδα τον πρώτο καταστατικό χάρτη για τη διάρθρωση και ανάπτυξη της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα. Το παραπάνω νομοσχέδιο προέβλεπε τη διάρθρωση της τεχνικής εκπαίδευσης σε τρεις βαθμίδες: τη βασική των ειδικευμένων τεχνιτών, τη μέση των τεχνιτών εφαρμογής, και την ανώτερη των υπομηχανικών.

Το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί την πρώτη συγκεκριμένη προσπάθεια να καθιερωθεί νομοθετικά η λεγόμενη ανώτερη βαθμίδα στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και περιέγραφε, μεταξύ άλλων, το ρόλο του υπομηχανικού τονίζοντας τα επαγγελματικά του δικαιώματα. Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο ανέφερε ότι «ο υπομηχανικός ίσταται υψηλότερον εις την κλίμακα της ιεραρχίας από τον τεχνικό εφαρμογής της προηγούμενης μέσης βαθμίδας ΤΕΕ. Είναι ο άμεσος βοηθός του μηχανικού, μελετά και κατασκευάζει μικρά τεχνικά έργα, έχει ηυξημένας ευθύνας εις της εφαρμογήν των μελετών και αναλαμβάνει λεπτοτέρας και σοβαρωτέρας εργασίας απαιτούσας περισσοτέραν ενημέρωσιν εις τα τεχνικά προβλήματα και μεγαλυτέρας πρωτοβουλίας».

Παράλληλα με την καθιέρωση της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης (εξάχρονο δημοτικό και τρίχρονο γυμνάσιο) στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχουμε την εξής δομή και διάρθρωση:

α) Τρεις τύπους σχολείων το γενικό λύκειο, το τεχνικό επαγγελματικό λύκειο, και τις σχολές εξειδικεύσεως τεχνικών. Στους δυο τύπους λυκείων η εγγραφή γίνεται μετά από επιτυχή συμμετοχή σε εισαγωγικές εξετάσεις.

β) Καθιερώνονται δυο τύποι «ακαδημαϊκού απολυτηρίου». Ο ένας οδηγεί κατά βάση προς τις «θεωρητικές» πανεπιστημιακές σχολές και ο άλλος προς τις θετικές. Συγχρόνως πραγματοποιούνται εκπαιδευτικές αλλαγές που συνιστούν την αντίστοιχη εσωτερική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Οι πιο σημαντικές είναι οι εξής:

1) Επιχειρείται αναπροσανατολισμός και εκσυγχρονισμός των προγραμμάτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στο λύκειο ειδικότερα εισάγονται μαθήματα επιλογής, όπως επίσης νέα διδακτικά αντικείμενα (φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχολογία, οικονομικά).

2) Καθιερώνεται η δημοτική γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες.

3) Καθιερώνεται η δωρεάν παιδεία από 6-12 ετών, μαθητικά συσσίτια κλπ.

4) Ιδρύεται το παιδαγωγικό ινστιτούτο, παίρνονται μέτρα για την προώθηση της επιστημονικής έρευνας, τη μετεκπαίδευση-επιμόρφωση των εκπαιδευτικών κ.ά.

Είναι φανερό ότι βασικό στόχο της μεταρρύθμισης του 1964 αποτέλεσε ο εκδημοκρατισμός της παιδείας και η θεσμοθέτηση ενός ισχυρού κρατικού διπλού σχολικού δικτύου. Αυτή η επιδίωξη στο μεν γυμνάσιο εκφράστηκε με τη διχοτόμησή του σε γενικό και πρακτικό-τεχνικό, ενώ στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με τη νέα δομή που περιλάμβανε το γενικό λύκειο το τεχνικό επαγγελματικό λύκειο και τις σχολές εξειδικεύσεως τεχνικών. Η μεταρρύθμιση αυτή εκφράζεται με αλλαγές τόσο των εξωτερικών όσο και εσωτερικών χαρακτηριστικών της και έχει χαρακτηριστεί ως « η πιο ολοκληρωμένη και πειστική μέχρι τώρα πρόταση αστικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης» (Σ. Μπουζάκης, ό.π., σελ. 105-108).

Είναι γεγονός ότι η μεταρρύθμιση του 1964 είναι η πιο σοβαρή κι ολοκληρωμένη προσπάθεια για τη μεταβολή του πνεύματος που κυριαρχεί στη νεοελληνική εκπαίδευση (ψευτοκλασικισμός, εγκυκλοπαιδισμός, τυπολατρία, αρχαϊσμός κλπ.) από καταβολής του ελληνικού κράτους.
Συνοπτικά τα κύρια σημεία των τριών νομοσχεδίων που χαρακτήρισαν τη μεταρρύθμιση του 1964-1965 είναι τα εξής:

  • Επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης ως το 15ο έτος.
  • Κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα γυμνάσια.
  • Ελεύθερη χρήση της δημοτικής γλώσσας στο σχολείο.
  • Διδασκαλία των αρχαίων κειμένων από μεταφράσεις.
  • Καθιέρωση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου (πανελλήνιες εξετάσεις αντί χωριστές εξετάσεις ανά σχολή).
  • Επέκταση της εκπαίδευσης των δασκάλων στα τρία χρόνια. Ίδρυση του παιδαγωγικού ινστιτούτου.
  • Ίδρυση νέων πανεπιστημιακών μονάδων.

Για την υλοποίηση όλων αυτών προβλεπόταν και σημαντική αύξηση των κονδυλίων για την παιδεία, πάγιο αίτημα ετών.

Παρά τις προοδευτικές καινοτομίες της η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις (από τη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, την Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, την Ο.Λ.Μ.Ε. κλπ.) (Α. Δημαρά, η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τόμος Β΄ σελ. 275-281).

Η κριτική εστιαζόταν στα παρακάτω:

Η μεταρρύθμιση υπονομεύει τα θεμέλια του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.

Μελλοντικά τα αρχαία ελληνικά θα απομακρύνονταν απ’ το σχολείο, γιατί η αρχαία ελληνική κληρονομιά διδασκόταν τώρα σε νεοελληνικές μεταφράσεις.

Επικρίθηκε η μείωση ή η κατάργηση των Λατινικών στο γυμνάσιο.

Επικρίθηκε επίσης η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο σχολείο.

Η τόσο σπουδαία, για την εποχή, μεταρρυθμιστική προσπάθεια αναχαιτίστηκε από τα πολιτικά γεγονότα (Ιουλιανά, αποστασία, και δικτατορία).

Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου 1964-1965 η κατάσταση στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, όπως περιγράφεται σε έκθεση του Organization for Economic Co-operation and development, “Manpower Policy and Problems in Greece, Παρίσι 1965, σελ. 43 έχει ως εξής: «…Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι παρά την εμφανέστατη έλλειψη τεχνιτών στην ελληνική αγορά εργασίας, η τεχνική εκπαίδευσις εξακολουθεί να παίζει στη χώρα αυτή ένα ρόλο πολύ λιγότερο σημαντικό από ότι θα έπρεπε. Παρόλο που σημειώθηκε μια βελτίωση κατά 65% από το 1955 ως το 1962, ο δείκτης εγγραφών στη δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι ο χαμηλότερος στην Ευρώπη. Αυτό οφείλεται ασφαλώς στην υψηλή κοινωνική σημασία που εξακολουθεί να αποδίδεται στις κλασικές σπουδές, αλλά η έλλειψη ειδικευμένου διδακτικού προσωπικού είναι ίσως ένας ακόμη πιο σημαντικός παράγοντας του φαινομένου. Κάτω από την πίεση των περιστάσεων χρειάστηκε να ανατεθούν διδακτικά καθήκοντα, ως μερική απασχόληση με ωραία αποζημίωση, σε μηχανικούς και τεχνικούς που ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένοι για την εργασία αυτή».

Με την επιβολή του της δικτατορίας του 1967 η μεταρρύθμιση του 1964-1965 καταργείται και με τον Αναγκαστικό Νόμο Α.Ν. 129/1967 καθιερώνεται η απλή καθαρεύουσα ως όργανο έκφρασης διδασκόντων και μαθητών στις Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ τάξεις του δημοτικού, στο γυμνάσιο, στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες και τις Ανώτερες γενικά σχολές. Έχουμε ακόμα, επιστροφή στην 6/χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και εισιτήριες εξετάσεις για την εισαγωγή στο γυμνάσιο. Νωρίτερα με τον Α.Ν. 59/1967 καταργείται και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Η οπισθοδρόμηση της παιδείας μας και συντηρητισμός είναι προφανής. Το ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων του εξατάξιου γυμνασίου, σύμφωνα με διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου 1967, διαμορφώνεται ως εξής:

ΜΑΘΗΜΑΤΑ

Α

Β

Γ

Δ

Ε

ΣΤ

ΣΥΝΟΛΟ

Θρησκευτικά

2

2

2

2

2

2

12

Αρχαία Ελληνικά

7

7

7

7

8

8

44

Νέα Ελληνικά

4

4

4

4

4

4

24

Λατινικά

-

-

-

3

3

3

9

Ξένη γλώσσα

3

3

3

3

3

3

18

Μαθηματικά

4

4

4

4

5

5

26

Κοσμογραφία

-

-

-

-

-

-

1

Φυσικά

3

3

4

4

4

5

23

Γεωγραφία

2

2

2

1

1

-

8

Ιστορία

3

3

3

3

3

3

18

Φιλοσοφικά

-

-

-

-

2

2

4

Γυμναστική αρρένων

3

3

3

3

3

2

17

Γυμναστική θηλέων

2

2

2

2

2

2

12

Οικοκυρικά (δια τα θήλεα)

1

1

1

1

1

-

5

Τεχνικά

2

2

1

1

-

-

6

Μουσική

2

2

1

1

1

-

5

Υγιεινή

-

1

-

1

-

-

2

Αγωγή του πολίτου

-

-

1

1

-

-

2

Επαγγελμ. Προσανατολισμός

-

-

1

1

-

-

2

Σύνολο

35

36

36

38

38

38

221


Σε ότι αφορά την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, προς γενική έκπληξη, , γίνεται οργανωμένη προσπάθεια ενίσχυσης της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης. Το Νομοθετικό Διάταγμα Ν.Δ. 580/1970 υπήρξε πολύ σημαντικό για την οικοδόμηση της τεχνικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Συνολικά η παρέμβαση στην τεχνική εκπαίδευση γίνεται με τέσσερα Ν.Δ.

1) Ν.Δ. 580/1970 «περί του προσωπικού των κατωτέρων και μέσων επαγγελματικών σχολών»

2) Ν.Δ. 581/1970 «περί της διοικήσεως της ΣΕΛΕΤΕ»

3) Ν.Δ. 789/1970 «περί νέας οργανώσεως της ΣΕΛΕΤΕ και του προσωπικού αυτής.

4) Ν.Δ. 450/1970 «διατάξεις για την ιδιωτική εκπαίδευση»

Το Ν.Δ. το 580/1970 ιδρύει τις Κατώτερες Τεχνικές Επαγγελματικές Σχολές με τριετή φοίτηση μετά το δημοτικό και τις Μέσες Τεχνικές Επαγγελματικές Σχολές με τριετή φοίτηση μετά το γυμνάσιο. Επίσης καθιερώνονται:

1. Οργανικές θέσεις διδακτικού και εργαστηριακού προσωπικού

2. Βοηθητικού εργαστηριακού προσωπικού

3. Εποπτικού προσωπικού ( επιθεωρητές-γενικός επιθεωρητής)

4. Συμβούλιο Εποπτικού προσωπικού (Σ.Ε.Π.)

5. Κεντρικό Συμβούλιο Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (ΚΣΤΕΕ)

6. Περιφερειακά Συμβούλια Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (ΠΣΤΕΕ)

7. Διοικητικό και εκπαιδευτικό προσωπικό.

Επίσης γίνονται ρυθμίσεις και καθιερώνονται: Επιμόρφωση όλου του διδακτικού προσωπικού (και των καθηγητών γενικών μαθημάτων) στην ΠΑΤΕΣ/ΣΕΛΕΤΕ), οι αποδοχές των καθηγητών «τεχνικών ειδικοτήτων» διαφοροποιούνται από εκείνες των καθηγητών γενικών μαθημάτων και εξομοιώνονται με εκείνες των τακτικών υπαλλήλων του υπουργείου δημοσίων έργων , που είναι ανώτερες των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης. Η επίβλεψη και συντήρηση των εγκαταστάσεων γίνεται από το εκπαιδευτικό προσωπικό με πρόσθετη αμοιβή. Προβλέπονται μετατάξεις κατά παρέκκλιση και μετά από μια τετραετία από τη μέση γενική εκπαίδευση, τα ΑΕΙ, Ν.Π.Δ.Δ., και το υπόλοιπο δημόσιο. Η διοικητική διάρθρωση των σχολείων περιλαμβάνει τους διευθυντές, προϊσταμένους τμημάτων και προϊσταμένους εργαστηρίων. Τέλος η Γενική Διεύθυνση Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, που λειτουργούσε στην Κ.Υ. του ΥΠΕΠΘ από το 1959, αναβαθμίζεται. Μέσα στο νέο αυτό τοπίο για την ΤΕΕ γίνονται χιλιάδες διορισμοί ή μετατάξεις μέχρι το 1977 που ίσχυσε το Ν.Δ. 580/1970. Το μαθητικό δυναμικό της ΤΕΕ αυξήθηκε κατακόρυφα, έγιναν δημόσια τεχνικά σχολεία σε μέρη της Ελλάδας που δεν υπήρχαν ποτέ. Οι κατώτερες επαγγελματικές σχολές απορροφούσαν μαθητές, που ούτως ή άλλως δεν θα συνέχιζαν σπουδές στο γυμνάσιο. Οι μέσες επαγγελματικές σχολές εργοδηγών ήταν τριετούς φοίτησης με πτυχίο ισότιμο του απολυτηρίου λυκείου. Την εποχή εκείνη από τους 155.000 μαθητές που γράφονται κάθε χρόνο στο δημοτικό, το 45% χάνεται και δε βρίσκεται ούτε στο γυμνάσιο ούτε στην κατώτερη τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση. Από το σύνολο των μαθητών της ΤΕΕ η μεγάλη πλειοψηφία, το 60%, βρίσκεται σε ιδιωτικά τεχνικά επαγγελματικά σχολεία. Τέλος το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται μετά το δημοτικό μέσα στο σχολείο μοιράζεται με τον ακόλουθο τρόπο: 80% στη γενική εκπαίδευση και μόνο 19% στην επαγγελματική εκπαίδευση (κατώτερη και μέση) και 1% στην εκκλησιαστική.

1976-1977

Τα γενικά πλαίσια αυτής της μεταρρύθμισης καθόρισε το νέο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 16). Μεταξύ των άλλων προβλέπει, ότι η Παιδεία « …αποτελεί βασικήν αποστολήν του κράτους, έχει δε σκοπόν της την ηθικήν, πνευματικήν, επαγγελματικήν και φυσικήν αγωγήν των Ελλήνων, την ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και την διάπλασιν αυτών ως ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών». Επίσης αναφέρει, ότι «τα έτη υποχρεωτικής φοιτήσεως δεν δύναται να είναι ολιγότερα των εννέα», και ακόμη «πάντες οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας». Στο σύνταγμα αυτό για πρώτη φορά περιλαμβάνεται μέσα στους σκοπούς της παιδείας και η «επαγγελματική αγωγή» των Ελλήνων.

Η μεταρρύθμιση αυτή γνωστή και ως «μεταρρύθμιση Ράλλη» εκφράστηκε με τους νόμους 309/1976 για τη γενική εκπαίδευση και 576/1977 για την τεχνική επαγγελματική. Οι βασικοί άξονες των αλλαγών της περιόδου είναι: Η επαναφορά του εννιάχρονου σχολείου υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η στροφή προς την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, ο εκσυγχρονισμός των προγραμμάτων, η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας κλπ. Με τους νόμους 309/1976 και 576/1977 η εξωτερική δομή της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαμορφώνεται πλέον ως εξής:

1) Λειτουργούν τρεις τύποι λυκείου το γενικό το τεχνικό και το επαγγελματικό, που είναι σύμφωνα με το νόμο ισότιμα. Σκοπός του γενικού λυκείου είναι η παροχή πιο ολοκληρωμένης μόρφωσης στους αποφοίτους του γυμνασίου, που επιδιώκουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή σε επαγγέλματα υψηλής μορφωτικής στάθμης. Το τεχνικό και το επαγγελματικό λύκειο αποσκοπούν στην καλλιέργεια των τεχνικοεπαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, που απαιτούνται για επιτυχή ενασχόληση σε ορισμένο τεχνικό ή επαγγελματικό κλάδο. Η εισαγωγή στο λύκειο γίνεται με εξετάσεις πανελλαδικής κλίμακας, που διατηρήθηκαν μέχρι το 1981. Το πρόγραμμα σπουδών στην Α΄ τάξη είναι κοινό, ενώ στις Β΄ και Γ΄ τάξεις προσφέρονται μαθήματα κορμού και επιλογής. Το γενικό λύκειο παρέχει δύο κατευθύνσεις τη θεωρητική και τη θετική. Μικρό ποσοστό φοιτά στα κλασικά λύκεια. Στο χώρο της ΤΕΕ ο Ν. 576/1977 κατάργησε τις κατώτερες και μέσες τεχνικές επαγγελματικές σχολές (εργοδηγών) και καθιέρωσε τα τεχνικά λύκεια τα επαγγελματικά λύκεια και τις μέσες τεχνικές επαγγελματικές σχολές νέου τύπου διετούς φοίτησης. Όπου στην ίδια πόλη λειτουργούσαν περισσότερες από μια σχολικές μονάδες ΤΕΕ λειτουργούσαν τα Κέντρα Επαγγελματικής Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΚΕΤΕ), που ήταν ενιαίες διοικητικές μονάδες.

Οι τεχνικές σχολές νέου τύπου λειτουργούσαν απόγευμα ή βράδυ και είχαν περιορισμένο αριθμό μαθητών, κυρίως εργαζομένων. Το τεχνικό και το επαγγελματικό λύκειο ήλθαν για να αντικαταστήσουν τις σχολές εργοδηγών που είχαν θεωρηθεί ως πετυχημένες. Βασικό μειονέκτημα των δύο αυτών λυκείων ήταν η επέρμετρη αύξηση των γενικών μαθημάτων εις βάρος των μαθημάτων ειδικότητας, με αποτέλεσμα τα σχολεία αυτά να μην παρέχουν ούτε ικανοποιητική γενική εκπαίδευση ούτε άρτια επαγγελματική εκπαίδευση. Η έλλειψη καθορισμού του «τεχνολογικού χαρακτήρα» του τεχνικού και του επαγγελματικού λυκείου οφείλεται στην επιβολή της εσφαλμένης άποψης ότι για να ισοτιμηθεί το λύκειο αυτό με το γενικό, πρέπει να έχει μεγάλο ποσοστό μαθημάτων γενικής παιδείας στο πρόγραμμα σπουδών του. Όμως το μεγάλο ποσοστό μαθημάτων γενικής παιδείας ακυρώνει την ιδιαιτερότητα του σχολείου αυτού που είναι ο «τεχνολογικός του χαρακτήρας» και το μετατρέπει σε σχολείο με στόχευση την «ολοκλήρωση» της γενικής παιδείας ή τη συνέχιση σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση με όρους γενικού λυκείου. Ένα τέτοιο σχολείο δεν είναι ελκυστικό στους μαθητές που επιθυμούν να σπουδάσουν μια ειδικότητα και να έχουν σύντομη επαγγελματική αποκατάσταση. Το αποτέλεσμα της «γενικοποίησης» του ΤΕΛ με την εφαρμογή του Ν. 576/1977, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήταν η μείωση του ποσοστού του μαθητικού δυναμικού της ΤΕΕ σε 18.5%, το χαμηλότερο από όλες τις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. (επισκόπηση του εκπαιδευτικού συστήματος της Ελλάδας, έκθεση εμπειρογνωμόνων, Αθήνα 1996).

Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται σήμερα το έτος 2008, με την περίπτωση του ΕΠΑΛ, όπου οι συνέπειες είναι ακόμη πιο τραγικές αφού το μαθητικό δυναμικό της ΤΕΕ έχει ελαχιστοποιηθεί και η ανεργία των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας είναι η μεγαλύτερη σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο νόμος 576/1977 που θέσπιζε τη «στροφή στην TEE» υποστηρίχθηκε όχι μόνο από το κυβερνητικό κόμμα αλλά και από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση την Ε.Κ.Ν.Δ. Ακόμα, οι κατευθυντήριοι άξονες της μεταρρύθμισης είχαν επικυρωθεί τουλάχιστον ένα χρόνο πριν την ψήφιση του νόμου, στη «μεγάλη σύσκεψη για την παιδεία», στην οποία προέδρευε ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και συμμετείχαν ο υπουργός και οι υφυπουργοί Παιδείας, οι πρυτάνεις των Πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, ο πρύτανης του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, οι πρόεδροι της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ, ορισμένες μεμονωμένες προσωπικότητες, με επιφανέστερο τον «εμπνευστή της εκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως του Γεωργίου Παπανδρέου» Ε. Παπανούτσο. (Καθημερινή 1 και 3/2/1976)

Στη «μεγάλη σύσκεψη για την Παιδεία» ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής έκανε την εξής χαρακτηριστική δήλωση: «Όλη αυτή ή προσπάθεια γίνεται για να δώσωμεν μίαν έντονον στροφήν προς την Τεχνική Έκπαίδευσιν. Σας λέγω δε ότι θα σας διαθέσω όλα τα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού» και με αποφασιστικότητα συνέχιζε: «να καταλήξωμεν εις ένα θετικόν συμπέρασμα και θα προχωρήσωμεν ασχέτως αντιδράσεων».

Ο Ε. Παπανούτσος σε άρθρο στο Βήμα (20/2/77) υποστήριζε ότι η  εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Ν.Δ. «επικυρώνει και συνεχίζει τη μεταρρύθμιση του 1964».

Εάν κάνουμε μια σύγκριση του τότε κυβερνητικού ενδιαφέροντος με το κυβερνητικό ενδιαφέρον της περιόδου 2006 που ψηφίστηκε ο Ν. 3475 (ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ) για την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση θα παρατηρήσουμε ότι τότε εκτός του υπουργού παιδείας ενδιαφέρθηκε και ασχολήθηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός ενώ την περίοδο 2006 το ενδιαφέρον και η ενασχόληση υπήρξε σε επίπεδο υφυπουργού.

Στη «μεταρρύθμιση Ράλλη» χρειάζεται να ριχτεί περισσότερο φως διότι η μεταρρύθμιση αυτή, σε έκπληξη όλων, «αντέγραψε» τη μεταρρύθμιση του 1964-1965 η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Πράγματι, η νομοθετική επίλυση του γλωσσικού ζητήματος, η επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης, η καθιέρωση της δημοτικής και η στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση αποτελούν τα κύρια σημεία και της μεταρρύθμισης του1964.

Η μεταρρύθμιση της περιόδου 1964-1965 δέχτηκε σφοδρή κριτική , όπως προαναφέραμε, από τη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, την Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, την Ο.Λ.Μ.Ε. κλπ. πολεμήθηκε όμως και από την ΕΡΕ. Η ίδια μεταρρύθμιση, με κάποιες μικροδιαφορές, έρχεται το 1977 να γίνει νόμος από την ίδια παράταξη που την πολέμησε.

Ο αρχηγός της ΕΔΑ κ. Η. Ηλιού παρατηρεί σχετικά: «φαίνεται σαν ειρωνεία της Ιστορίας το γεγονός ότι η δεξιά παράταξη εμφανίστηκε να προτείνει τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που τόσο λυσσαλέα είχε πολεμήσει μια δεκαετία πριν». (Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 116).

Η ίδια μεταρρύθμιση επανέρχεται αλλά αυτή τη φορά βρίσκει πολέμιους την αριστερά, το ΠΑΣΟΚ και την ΕΔΗΚ. Η εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι τα αντιδεξιά κόμματα είχαν συνηθίσει να αντιμάχονται μια δεξιά που καταπατούσε τις στοιχειώδεις αστικές ελευθερίες και κρατούσε, όπως έλεγαν, τα παιδιά του λαού στο σκοτάδι της άγνοιας, γιατί προφανώς έτσι τα εκμεταλλευόταν καλύτερα. Η αντίδραση του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ στα μέτρα που προτάθηκαν για την καθιέρωση της ΤΕΕ εστιάστηκε στο θέμα της εξάρτησης της χώρας από τα ξένα μονοπώλια. Δηλαδή  παρατηρούμε να γίνεται άμεση αναφορά  αλλά και αμφισβήτηση στο θέμα της σύνδεσης με την ΕΟΚ και την πολιτική που αυτή προωθεί προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.  Η κριτική της αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ δίνει, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Α. Καζαμίας, πολιτική και κοινωνική διάσταση στη μεταρρύθμιση. (Α. Καζαμίας, Η εκπαιδευτική κρίση στην Ελλάδα και τα παραδοξά της: μία ιστορική , συγκριτική θεώρηση, Ανάτυπον εκ των Πρακτικών της Ακαδημίας Αθηνών, 1983, σ.446). 

Η κριτική που ασκήθηκε ήταν εστιασμένη στο θέμα της εξάρτησης της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα ξένα μονοπώλια. Ο Δ. Γόντικας, βουλευτής του ΚΚΕ θα τονίσει κατά τη συζήτηση στη Βουλή  για τη ψήφιση του νομοσχεδίου: «βασικός στόχος της μεταρρύθμισης είναι όχι η στροφή των μαθητών προς την ΤΕΕ αλλά το βίαιο σπρώξιμο της πλειοψηφίας της νεολαίας στα εργοστάσια. Πρόγραμμα συγκεκριμένο δεν υπάρχει. Το μόνο πρόγραμμα που έχουμε είναι της Διεθνούς Τράπεζας, όπου εκεί καθορίζονται πόσα σχολεία θα γίνουν με γνωστούς και απαράδεκτους όρους». (Πρακτικά Βουλής, 23/2/1977).

Την χρονιά που ψηφιζόταν ο Ν. 576/1977 σε μια εποχή πού το 25% του πληθυσμού δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό και το 60% δεν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, το ΚΚΕ διακήρυττε ότι οι απόφοιτοι των Τεχνικών Λυκείων και των ΚΑΤΕΕ αποτελούν «φτηνό εργατικό δυναμικό για τα μονοπώλια» (Ριζοσπάστης 26-2-77),

Η αντίφαση των θέσεων της αριστεράς και της άλλης αντιπολίτευσης είναι καταφανής σε ότι αφορά τις παλαιότερες θέσεις τους. Στην περίοδο 1950-1964 ένα από τα βασικά αιτήματα της αριστεράς ήταν «η ανάπτυξη της τεχνικής παιδείας». (Οι απόψεις της ΕΔΑ για τη μεταρρύθμιση του 1964 είναι βασικά συγκεντρωμένες στον τόμο: Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, εκδ. Προοδευτική παιδεία, Αθήνα 1965).

Οι θέσεις της Ε.Κ. την εποχή του ανένδοτου αγώνα, όπως τον είχε βαφτίσει ο αρχηγός της Γ. Παπανδρέου, ήταν η «δωρεάν παιδεία», «η επιβολή της γλώσσας του λαού», «η ανάπτυξη της τεχνικής εκπαίδευσης» και η «αξιοκρατία» έγιναν συνθήματα και κινητοποιούσαν τις πλατιές μάζες.

Την περίοδο 1964-1965 οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αριστεράς συμμαχούν, βασικά, με τις φιλελεύθερες, δημοκρατικές δυνάμεις που προπαγανδίζουν την κυβερνητική αλλαγή στην εκπαίδευση

Η κριτική που απέρριπτε τη μεταρρύθμιση, του Ν. 576/1977, με πολιτικά επιχειρήματα μπορεί να χαρακτηριστεί δημαγωγική, κυρίως γιατί μιλούσε στο όνομα των «παιδιών του λαού» που η τεχνική παιδεία θα μετέτρεπε σε ειδικευμένους εργάτες για τα μονοπώλια. Σαν να ήταν τότε τα «παιδιά του λαού» σε καλύτερη μοίρα και πρόκειται να υποβιβαστούν σε ειδικευμένους εργάτες. Αποσιωπά η κριτική το γεγονός ότι «τα παιδιά του λαού» βρισκόταν στην αγορά εργασίας σαν ανειδίκευτοι εργάτες, με μόνο εφόδιο το απολυτήριο του δημοτικού χωρίς καμία κατοχύρωση.

Η αντιπολίτευση, με άλλα λόγια, θα υπερασπιζόταν πραγματικά τα «παιδιά του λαού» αν έκανε κριτική στην κυβέρνηση γιατί δεν αντιμετωπίζει τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, προτείνοντας συγκεκριμένες λύσεις.

Η παρέμβαση στη βουλή του τότε υπουργού παιδείας κ. Γ. Ράλλη στο συγκεκριμένο θέμα ήταν επιτυχής: «Δεν μου λέτε, κύριοι συνάδελφοι, όσοι σήμερον τελειώνουν τα γυμνάσια και δεν μπορούν να εισέλθουν εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ή τας Ανωτέρας Τεχνικάς Σχολάς και εκλιπαρούν μιάν οιανδήποτε εργασίαν, είναι εις καλλιτέραν μοίραν από τους αποφοίτους των Επαγγελματικών Σχολών; ( Πρακτικά της Βουλής 7/4/1976).

Τελικά, όπως αποδείχθηκε από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης αυτής, οι κύριοι στόχοι (πλην της καθιέρωσης της δημοτικής) δεν επιτεύχθηκαν.
Αυτό συνέβη γιατί περιορίστηκε σε εξωτερικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης (οργάνωση, διοίκηση) και παραμέλησε θέματα όπως τα βιβλία,

τα αναλυτικά προγράμματα, νέες μεθόδους κλπ. Από την άλλη πλευρά οι μαθητές και οι οικογένειές τους, δεν πείστηκαν και δικαιολογημένα, για τις δυνατότητες που έδινε η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και έτσι προτιμούσαν το γενικό λύκειο που οδηγούσε ασφαλέστερα στο πανεπιστήμιο.

Μια έρευνα με ερωτηματολόγιο που έκανε ο Μ. Κασσωτάκης σε 823 μαθητές από διάφορα γυμνάσια της χώρας με θέμα: «οι λόγοι του μη προσανατολισμού προς τα τεχνικά-επαγγελματικά λύκεια» αποδεικνύει: Το 72% των μαθητών δεν επιθυμούν να στραφούν στο τεχνικό λύκειο γιατί δεν αφήνει ανοιχτή την πόρτα προς τις ανώτατες σχολές, το 42% γιατί δεν τους αρέσουν τα επαγγέλματα για τα οποία προετοιμάζουν τα τεχνικά λύκεια και το 41% επειδή θεωρούν ότι «οι απόφοιτοι του τεχνικού λυκείου δεν έχουν κοινωνική εκτίμηση» (Το Βήμα, 26/1/1979).

Ένας άλλος λόγος αποτυχίας της είναι ότι ήρθε καθυστερημένα. Την εποχή εκείνη και μέχρι σήμερα η εκπαίδευση χρειαζόταν και χρειάζεται άμεσα επανακαθορισμό των στόχων και της φιλοσοφίας της.

Για πολλοστή φορά, λοιπόν, αποτύχαινε η μεταρρύθμιση και μάλιστα σε μια περίοδο που η αναγκαιότητά της ομολογείται από όλους σα να την εμπόδισε μια μυστηριώδης και αόρατη δύναμη.

1981-1985

 

Το 1981 αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου. Η κυβέρνηση αυτή λαμβάνει τα παρακάτω μεταρρυθμιστικά μέτρα κατά την περίοδο 1981-84.

  • Καθιερώνεται η δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους και το μονοτονικό σύστημα.
  • Καταργούνται οι επιθεωρητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. και καθιερώνεται ο θεσμός του σχολικού συμβούλου (Ν. 1304/1982).
  • Ιδρύονται διευθύνσεις και γραφεία εκπαίδευσης.
  • Καθιερώνεται η εσωσχολική βοήθεια για τους αδύνατους μαθητές των τάξεων Α΄ και Β΄ λυκείου.
  • Θεσμοθετούνται τα Μεταλυκειακά Προπαρασκευαστικά Κέντρα
  • Καταργούνται οι εισαγωγικές εξετάσεις του λυκείου.
  • Ψηφίζεται νέος κανονισμός μαθητικών κοινοτήτων.
  • Επιχειρείται αναβάθμιση των τεχνικών επαγγελματικών λυκείων (Ν. 1351/1983).
  • Γίνεται προσπάθεια αναμόρφωσης των προγραμμάτων των λυκείων και συγγραφής νέων βιβλίων για μαθητές και εκπαιδευτικούς.
  • Το 1983 αρχίζει η μελέτη και η πειραματική εφαρμογή του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου (ΕΠΛ).
  • Ψηφίζεται ο νόμος-πλαίσιο (1268/1982) για την λειτουργία των ΑΕΙ.
  • Καταργούνται τα ΚΑΤΕΕ και θεσμοθετούνται τα ΤΕΙ.
  • Αλλάζει το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στις 5-2-1985 ο υπουργός Παιδείας Απ. Κακλαμάνης καταθέτει στη Βουλή το σχέδιο νόμου «για τη δομή και λειτουργία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης». Ο νόμος αυτός (1566/1985) αποτελεί σταθμό στην ιστορία της εκπαίδευσης στην Ελλάδα και κυρίως πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Μέχρι και σήμερα το 2008 αποτελεί τον κορμό πάνω στον οποίο γίνονται επί μέρους τροποποιήσεις με νομοθετικές παρεμβάσεις.

Στο χώρο της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης το Τεχνικό και το Επαγγελματικό λύκειο γίνονται ενιαίο σχολείο, το Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο (ΤΕΛ). Σύμφωνα με το Ν. 1566/1985 τα ΤΕΛ επιδίωκαν να μεταδώσουν στους μαθητές, εκτός των γενικών γνώσεων, και τις απαιτούμενες τεχνικές ή άλλες επαγγελματικές γνώσεις για ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους, ώστε μετά την αποφοίτησή τους να μπορούν να απασχοληθούν με επιτυχία σε ορισμένο τεχνικό ή επαγγελματικό κλάδο. Στην πράξη ο διπλός στόχος δεν επιτυγχάνονταν και ο απόφοιτος του ΤΕΛ υστερούσε σε γενική παιδεία και σε επαγγελματική εκπαίδευση-κατάρτιση. Οι απόφοιτοι του ΤΕΛ είχαν μόλις 10% απορρόφηση στην αγορά εργασίας και εισαγωγή στα ΑΕΙ σε ποσοστό μικρότερο του 0,5%. Αντίθετα η εισαγωγή στα ΤΕΙ προβλεπόταν σε ποσοστό 25%, χωρίς την προϋπόθεση του βαθμού βάσης (10) και αυτό υπήρξε ένα κίνητρο προσέλκυσης μαθητών μετά το γυμνάσιο.

Με τον ίδιο νόμο ιδρύονται τα Σχολικά Εργαστηριακά Κέντρα (ΣΕΚ), που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν στη θεσμοθέτηση των ΣΕΚ ήταν η ανάγκη βελτίωσης της παρεχόμενης στους μαθητές εργαστηριακής άσκησης και η μεγαλύτερη δυνατή χρησιμοποίηση των εργαστηρίων. Έτσι με τη «συνένωση» των εργαστηρίων των σχολικών μονάδων, που εξυπηρετούνται από τα ΣΕΚ, τα εργαστήρια εξοπλίζονται καλύτερα και συστηματικότερα με λιγότερα χρήματα και επιπλέον ασκούνται περισσότεροι μαθητές. Τα ΣΕΚ σήμερα εκτός των μαθητών της ΤΕΕ εξυπηρετούν και πολλές δεκάδες χιλιάδες καταρτιζόμενους των δημοσίων ΙΕΚ. Παρά ταύτα ο θεσμός των ΣΕΚ μέχρι και σήμερα αντιμετωπίζει λειτουργικά προβλήματα, κυρίως σε σχέση με τις μονάδες που εξυπηρετεί, τα οποία θα μπορούσαν να λυθούν με απλές Υ.Α. ή Π.Δ. Δυστυχώς η έλλειψη διεύθυνσης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Κ.Υ. του ΥΠΕΠΘ που θα μπορούσε να επιληφθεί και επιλύσει τέτοιου είδους προβλήματα, καθώς και πολλά άλλα, δεν υπάρχει.

Με το νόμο 1566/1985 λειτούργησαν και οι Τεχνικές-Επαγγελματικές Σχολές (ΤΕΣ), οι οποίες ήταν διετούς φοίτησης μετά το γυμνάσιο, και χορηγούσαν στους αποφοίτους τους πτυχίο επιπέδου 2. Οι ΤΕΣ είχαν σαν κύριο στόχο την μετάδοση τεχνικών και επαγγελματικών γνώσεων και την καλλιέργεια δεξιοτήτων, ώστε ο απόφοιτος να μπορεί να ασκήσει με επιτυχία ορισμένο επάγγελμα και να συμβάλει στην ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της παραγωγής. Παράλληλα επιδίωκαν την εμπέδωση και τον εμπλουτισμό των γενικών γνώσεων των μαθητών. Το πρόγραμμα σπουδών των ΤΕΣ περιελάμβανε και γενικά μαθήματα σε ποσοστό 20% επί του συνόλου. Οι ΤΕΣ λειτουργούσαν σε απογευματινό ή εσπερινό ωράριο και εξυπηρετούσαν κυρίως εργαζόμενους μαθητές. Στις ΤΕΣ, όπως και στα ΤΕΛ, φοιτούσαν και απόφοιτοι γενικών λυκείων που δεν παρακολουθούσαν γενικά μαθήματα.

Η μεταρρύθμιση της ΤΕΕ με την ψήφιση του Ν. 3475/2006 και τη δημιουργία των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ, έκανε κακέκτυπη αντιγραφή των ΤΕΛ-ΤΕΣ και οδηγεί την ΤΕΕ σε αδιέξοδα. Για τα ΕΠΑΛ και τις ΕΠΑΣ θα επανέλθουμε πιο κάτω.

Στη μεταρρύθμιση που έγινε στην πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση με το Ν. 1566/1985 μεγάλο βάρος ρίχτηκε στο νέο θεσμό των Ενιαίων Πολυκλαδικών Λυκείων (ΕΠΛ). Τα ΕΠΛ ήταν σχολεία που έδιναν γενική εκπαίδευση και προεπαγγελματική εκπαίδευση, η οποία ανήκει και αυτή στη γενική εκπαίδευση (Πηγή: Eurostat, UOE, Eurydice, Αριθμοί κλειδιά της εκπαίδευσης στην Ευρώπη, 2002). Οι μαθητές της Γ΄ τάξης των ΕΠΛ ακολουθούσαν γενική ή προεπαγγελματική εκπαίδευση ανάλογα με τον κλάδο που επέλεγαν. Όσοι μαθητές ακολουθούσαν κλάδο προεπαγγελματικής εκπαίδευσης στα 3 χρόνια φοίτησής τους δεν έπαιρναν ΠΤΥΧΙΟ αλλά ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ. Για την απόκτηση πτυχίου ειδικότητας χρειαζόταν φοίτηση σε 4ο έτος ειδίκευσης στο οποίο φοιτούσαν ελάχιστοι μαθητές σε σχέση με εκείνους που γράφονταν στην Α΄ τάξη. Το πρόγραμμα σπουδών στο έτος ειδίκευσης του ΕΠΛ περιελάμβανε μόνο μαθήματα ειδικότητας και οι απόφοιτοι έπαιρναν πτυχίο επιπέδου 3.

Τα ΕΠΛ που ιδρύθηκαν συνολικά σε όλη την Ελλάδα δεν ξεπέρασαν τα 30 ενώ τα ΓΕΛ με τα ΤΕΛ ξεπερνούσαν τις 2000. Τα ΕΠΛ τα οποία αποτέλεσαν ένα πετυχημένο μοντέλο, κυρίως για τη γενική εκπαίδευση, κρίθηκαν όμως «δαπανηρά» και «δυσκίνητα» δεν υποστηρίχτηκαν από όλες τις πολιτικές ηγεσίες του ΥΠΕΠΘ και καταργήθηκαν με το Ν. 2525/1997.

1997-1998

Η μεταρρύθμιση αυτή γνωστή και ως «μεταρρύθμιση Αρσένη» περιλαμβάνει θεσμικό πλαίσιο 2 νόμων, ένας για τη γενική εκπαίδευση, ο Ν. 2525/1997 και ένας για την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, ο Ν. 2640/1998. Με το Ν. 2525/97 καταργήθηκαν όλοι οι τύποι λυκείων και δημιουργήθηκε ένα σχολείο γενικής παιδείας (στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) το Ενιαίο Λύκειο (Ε.Λ.). Με το Ν. 2640/98 καταργήθηκαν όλα τα “τεχνικά σχολεία” ( ΤΕΛ, ΤΕΣ, “τεχνικοί κλάδοι” ΕΠΛ, και τμήματα ειδίκευσης ΕΠΛ) και δημιουργήθηκε ένα σχολείο τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης το Τεχνικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο (Τ.Ε.Ε.). Το ΤΕΕ σα σχολείο εντάσσεται στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, λυκειακή βαθμίδα, ( άρθρο 2, παρ, 1) και εισάγει τις εξής καινοτομίες:

  • Ένωσε όλα τα επαγγελματικά σχολεία σε ένα ευέλικτο με τεχνολογικό χαρακτήρα.
  • Καθιέρωσε 2 κύκλους σπουδών, τον Α΄ με σπουδές διετούς διάρκειας και το Β΄ κύκλο με σπουδές ενός έτους. Οι απόφοιτοι του Α΄ κύκλου (τεχνίτες) λαμβάνουν πτυχίο επιπέδου 2 και οι απόφοιτοι του Β΄ κύκλου (εργοδηγοί) πτυχίο επιπέδου 3.
  • Καθιέρωσε με νόμο αναλογία μαθημάτων γενικής παιδείας (συνολικά 30%) και μαθημάτων ειδικότητας (συνολικά 70%) διασφαλίζοντας έτσι τον τεχνολογικό χαρακτήρα των ΤΕΕ.
  • Μείωσε τον αριθμό μαθητών ανά τμήμα από 35 σε 30.
  • Θεσμοθέτησε τους τομείς δίνοντας την ευκαιρία στους μαθητές να επιλέξουν ειδικότητα στο Β΄ έτος αφού προηγουμένως, στο Α΄ έτος, διδαχθούν αντιπροσωπευτικά μαθήματα των ειδικοτήτων που θα ακολουθήσουν.

Παλαιότερα οι μαθητές της ΤΕΣ επέλεγαν ειδικότητα από το Α΄ έτος και οι μαθητές του ΤΕΛ από το Β΄ έτος χωρίς όμως να έχουν διδαχθεί προηγουμένως αντιπροσωπευτικά μαθήματα του τομέα.

Ο νέος θεσμός των ΤΕΕ είχε αρχικά ευμενή απήχηση γεγονός που αποτυπώνεται με τη μεγάλη αύξηση του μαθητικού δυναμικού το οποίο έφτασε το 2001-2002 τους 133.918 αριθμός ρεκόρ στα χρονικά της ΤΕΕ στην Ελλάδα.

Το μαθητικό δυναμικό των ΤΕΕ από το σχολ. έτος 2002-2003 άρχισε να μειώνεται. Η εξήγηση που μπορεί να δώσει κανείς είναι ότι έγιναν μεν οι αρχικές ρυθμίσεις αλλά, μετά το 2000, δεν έγιναν αρκετές βελτιώσεις που ήταν απαραίτητες όπως:

  • Δεν έγινε διοικητική αναβάθμιση για την υποστήριξη της ΤΕΕ με τη δημιουργία διεύθυνσης επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Κ.Υ. του ΥΠΕΠΘ και το σχετικό σχέδιο προεδρικού διατάγματος που υπήρχε έτοιμο από το 2000 θάφτηκε σε κάποια συρτάρια του υπουργείου παιδείας. Σήμερα για τα θέματα της ΤΕΕ υπάρχει μόνο ένα τμήμα διεύθυνσης στην Κ.Υ. του ΥΠΕΠΘ ενώ παλαιότερα από το 1959 ( όταν τα θέματα της ΤΕΕ ήταν πολύ λιγότερα ) υπήρχε Γενική Διεύθυνση Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.
  • Το ποσοστό εισαγωγής αποφοίτων ΤΕΕ Β΄ κύκλου στα ΤΕΙ παρέμεινε καθηλωμένο στο 15%.
  • Καθιερώθηκε η βάση του 10 για την εισαγωγή στα ΤΕΙ ενώ αντίστοιχα η βάση του 10 δεν ίσχυε για τα Ε.Λ. με αποτέλεσμα η εισαγωγή στα ΤΕΙ, σε πολλές περιπτώσεις, να είναι δυσκολότερη μέσω των ΤΕΕ.
  • Δεν έγινε έγκαιρη ρύθμιση ώστε οι απόφοιτοι των ΤΕΕ να μπορούν να εισάγονται στις αστυνομικές σχολές στις σχολές των ενόπλων δυνάμεων ακόμη σε αυτές των υπαξιωματικών οι οποίες είχαν μετεξελιχτεί σε σχολές υψηλής ζήτησης.
  • Δεν έγινε επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της ΤΕΕ στα νέα βιβλία και προγράμματα με αποτέλεσμα το χρόνιο και ακανθώδες αυτό πρόβλημα να αποδειχθεί ιδιαίτερα αρνητικό.

Ανεξάρτητα με τις πολιτικές ευθύνες που βαρύνουν, ούτως ή άλλως, τις πολιτικές ηγεσίες του ΥΠΕΠΘ από το 1998 μέχρι το 2006, που άλλαξε ο νόμος, σοβαρές ευθύνες πρέπει να καταλογιστούν στα συνδικαλιστικά όργανα των καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης την ΟΛΜΕ και των καθηγητών της τεχνικής εκπαίδευσης την ΟΛΤΕΕ.

Η ΟΛΤΕΕ σαν καθ΄ ύλη αρμόδια για την τεχνική εκπαίδευση δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να προστατεύσει την τεχνική εκπαίδευση και τους καθηγητές της. Το οργανωτικό πρόβλημα που την διακατέχει από πολλά χρόνια δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Στη μισή Ελλάδα ακόμη και σήμερα δεν υπάρχουν πρωτοβάθμια όργανα (ΕΛΤΕΕ) με αρνητικές επιπτώσεις για το χώρο της ΤΕΕ και των καθηγητών της. Σήμερα η Τεχνική εκπαίδευση έχει ελάχιστους μαθητές, σε σχέση με τα ΤΕΕ αλλά και τα ΤΕΛ και τις ΤΕΣ, τα δε ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ αντιμετωπίζουν ακόμη και λειτουργικά προβλήματα. Ακόμη, η ΟΛΤΕΕ δεν πρόκειται να ανακάμψει εάν δεν αποδυθεί σε ένα σοβαρό οργανωτικό αγώνα, δεν ανανεώσει το στελεχιακό της δυναμικό, δεν λύσει το λειτουργικό πρόβλημα του Διοικητικού Συμβουλίου της στο οποίο τα μισά, περίπου, μέλη είναι κάτοικοι της επαρχίας και ο πρόεδρος της κατοικεί μόνιμα 500 χιλ. μακριά από την έδρα της ομοσπονδίας. Τα προβλήματα είναι πολλά και καθημερινά και δεν επιλύονται εξ΄ αποστάσεως.

Η ΟΛΜΕ που είναι κατά πολύ μεγαλύτερη ομοσπονδία φέρει και κατά πολύ μεγαλύτερη ευθύνη για την σημερινή κατάσταση της ΤΕΕ.

Η ΟΛΜΕ, όπως προαναφέρθηκε, αντέδρασε στην προοδευτική μεταρρύθμιση «Παπανούτσου», αντέδρασε στην μεταρρύθμιση «Ράλλη», που είναι η συνέχειά της, αντέδρασε στη διάδοση του θεσμού των ΕΠΛ, που ήταν η καινοτόμος έκφραση του Ν. 1566/1985, αντέδρασε στη μεταρρύθμιση «Αρσένη» και κυρίως αντέδρασε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στο νόμο 2640/1988 και το θεσμό των ΤΕΕ. Η ΟΛΜΕ με κινητοποιήσεις, ανακοινώσεις, συνεντεύξεις τύπου, ημερίδες κλπ. εξαπέλυσε μια πρωτοφανή στα εκπαιδευτικά και συνδικαλιστικά χρονικά της χώρας επίθεση εναντίον του θεσμού των ΤΕΕ, ακόμη και την εποχή που τα ΤΕΕ είχαν πολλούς μαθητές και γινόταν μαζικοί διορισμοί καθηγητών τεχνικών ειδικοτήτων. Η δυσφήμιση των ΤΕΕ πέρασε, δυστυχώς, στην εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και στην κοινωνία σαν δυσφήμιση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης γενικότερα. Σε δημοσίευση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ το 1998 στο Πληροφοριακό της Δελτίο (τεύχος 659) αναφέρονται τα εξής: «το λύκειο γίνεται ο μεγάλος ιεροεξεταστής που με δεκάδες εξετάσεις θα ξεχωρίζει τους αμνούς από τα ερίφια ξαποστέλνοντας τα δεύτερα που θα είναι φυσικά και τα περισσότερα σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους υγειονομικής ταφής κοινωνικών αποβλήτων που ονομάζονται ΤΕΕ ή προγράμματα κατάρτισης απασχολήσιμων».

2006…

Η μεταρρύθμιση που έγινε το 2006 με τη ψήφιση του νόμου 3475/2006 βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν μπορούμε να την κρίνουμε συνολικά. Τα πρώτα δείγματα γραφής εμφανίζονται, μέχρι στιγμής, εντελώς αρνητικά με σπουδαιότερη απόδειξη την εγκατάλειψη των μαθητών από την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση. Τα ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα από τα ΤΕΕ, τα ΤΕΛ και τις ΤΕΣ.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Α. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 1998

2. Κ. Αδριανουπολίτης, Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2000

3. Αλίκη Βαξεβάνογλου, Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων, Αθήνα 2005

4. Βαγγέλης Κωτσίκης, Εισαγωγή στην επαγγελματική εκπαίδευση, εκδόσεις «ΕΛΛΗΝ» Αθήνα 1997

5. Σ. Μπουζάκης, Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1985), Αθήνα, εκδ. Gutenberg

6. Μ. Κασσωτάκης & Α.Μ. Καζαμίας, Οι Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, Αθήνα 1986

7. Α. Φραγκουδάκη, Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης - Θεωρίες για την Κοινωνική Ανισότητα στο Σχολείο. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα1985

8. Α. Φραγκουδάκη, Η τεχνική εκπαίδευση και η κοινωνιολογία της, Σύγχρονα θέματα, Αθήνα 1979

9. Ε. Π., Παπανούτσος Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία, Ίκαρος, Αθήνα 1965

10. Γ. Βούτσινος, Σ. Παλαιοκρασάς, Σ. Σταύρου, Χ. Λαμπρόπουλος, , Κ. Ιθακήσιος, Πολιτική Ανάπτυξης Ανθρωπίνων Πόρων, Κέντρο Πολιτικής Έρευνας    και Επιμόρφωσης, Εκδόσεις Ίων, Αθήνα 1994

11. Φ. Βώρος,  Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης, Εκπαιδευτικός Σύνδεσμος, Αθήνα 1997

12. Eurostat, UOE, Eurydice, Αριθμοί κλειδιά της εκπαίδευσης στην Ευρώπη, 2002).

13. UNESCO, 50 χρόνια για την εκπαίδευση, UNESCO 1997

14. ΙΣΤΑΜΕ, Ανδρέας Παπανδρέου, Οι δρόμοι της ΟΝΕ, Αθήνα 2000

15. ΕΚΕΜ, Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή κοινότητα, η πρόκληση της προσαρμογής, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα1993

16. ΥΠΕΠΘ : Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, Αθήνα 1985

17. ΥΠΕΠΘ : Συμπλήρωμα Προγραμματισμού ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ, Αθήνα 2001

18. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σχολική αποτυχία, πρακτικά του Ευρωπαϊκού συμποσίου, Αθήνα 1997

19. ΥΠΕΠΘ: Η μαθητική διαρροή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, Αθήνα 2006

20. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο-Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σύνδεση δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πρακτικά πανελληνίου συνεδρίου, Βόλος 2005

21. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια- Ρόλος και προοπτικές, πρακτικά συνεδρίου στους Δελφούς 30-31/102000, Αθήνα 2001

22. Σ. Μπουζάκης, Γ. Παπανδρέου, ο πολιτικός της παιδείας, τόμος Β΄ (1933-1968), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1997



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 09.04.2008 10:20:01
 
Αναγνώσθηκε 3393 φορές