Φορέων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Ο « ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»

Συνέδριο της ETUCE, Βρυξέλλες 4-5 Ιούνη 2007

 

του Θέμη Κοτσιφάκη,

Ειδικού Γραμματέα του ΔΣ της ΟΛΜΕ,

μέλους της Ε.Ε. της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Εκπαιδευτικών

 (E.T.U.C.E. και E.I.E)

 

 

Πραγματοποιήθηκε στις 4 και 5 Ιουνίου 2007 στις Βρυξέλλες συνέδριο που οργανώθηκε από την  ETUCE  (Ευρωπαϊκή  Συνομοσπονδία Εκπαιδευτικών Οργανώσεων) με θέμα: «Ο κοινωνικός διάλογος στην Ευρώπη στο χώρο της Εκπαίδευσης».

            Το συνέδριο αυτό γίνεται στο πλαίσιο ενός προγράμματος που έχει αναλάβει η  ETUCE, με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή  Επιτροπή. Σύμφωνα με τους εμπνευστές του, το πρόγραμμα αυτό έχει ως στόχο την ανάπτυξη του «Κοινωνικού διαλόγου» ανάμεσα στις οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών στο πλαίσιο των χωρών της Ε.Ε. Στο συνέδριο αυτό συμμετείχαν εκπρόσωποι των συνδικάτων εκπαίδευσης και των οργανώσεων εργοδοτών (δημόσιοι  και ιδιωτικοί).

            Προηγήθηκε  του συνεδρίου  αυτού η οργάνωση 7 περιφερειακών σεμιναρίων  σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.

            Γενικότερος στόχος  του προγράμματος, σύμφωνα με την  ETUCE,  είναι η δημιουργία «Εθνικών  Επιτροπών  Κοινωνικού Διαλόγου» σε κάθε χώρα μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, αλλά και η δημιουργία μιας παρόμοιας επιτροπής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.           

Ο αποκλεισμός της Κύπρου

Η χώρα μας είχε οριστεί να συμμετάσχει στο 6ο σεμινάριο μαζί με τις χώρες  Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Πορτογαλία και Κροατία,  που πραγματοποιήθηκε στη Μάλτα στις 20/4/07. Όμως, μετά τον αποκλεισμό της Κύπρου από τα σεμινάρια  οι ελληνικές Συνδικαλιστικές οργανώσεις (ΟΛΜΕ και ΔΟΕ) αποφασίσαμε να μη συμμετέχουμε στο σεμινάριο αυτό  δηλώνοντας  τα εξής:

«Οι Ελληνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις αποφασίσαμε ομόφωνα ότι δεν θα συμμετάσχουμε στο σεμινάριο αυτό διαμαρτυρόμενες για την απόφαση του προεδρείου της Εκτελεστικής Επιτροπής της ETUCE να επιβάλλει ουσιαστικά τον αποκλεισμό της Κύπρου από τα σεμινάρια, ζητώντας από τις οργανώσεις των Ελληνοκυπρίων Εκπαιδευτικών να αποδεχθούν τη συμμετοχή και των εργοδοτών των Τουρκοκυπρίων συναδέλφων και μάλιστα σε ένα χωριστό σεμινάριο μόνο για την Κύπρο.

Απορούμε πραγματικά για αυτή την απόφαση,  μιας και τόσο η EUCE όσο και η EI έχουν επανειλημμένα δηλώσει πως αποδέχονται το στάτους που ισχύει στην ΕΕ. Άρα ως εργοδότες στην περίπτωση της Κύπρου πρέπει να κληθεί μόνο το επίσημο Υπουργείο Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αναγνωρίζονται, έστω και έμμεσα, και να καλούνται αρχές που δεν είναι αναγνωρισμένες για κανένα επίσημο διεθνή οργανισμό.

Η δήλωσή μας αυτή δεν αμφισβητεί, σε καμιά περίπτωση, το δικαίωμα συμμετοχής των Τουρκοκυπρίων συναδέλφων μας και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων, τους οποίους οι ελληνικές ομοσπονδίες θεωρούν συνάδελφους, φίλους και συναγωνιστές.

Οι ελληνικές ομοσπονδίες ΟΛΜΕ και ΔΟΕ διαμαρτύρονται επίσης για τη συμπεριφορά του προεδρείου της ETUCE  γιατί:

Α) δεν δέχθηκε να συζητηθεί το θέμα αυτό στην ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής και να παρθεί απόφαση από αυτή και όχι από το προεδρείο, όπως ζητήθηκε από τον εκπρόσωπο της Κύπρου

Β) δεν δόθηκε ο λόγος από τον πρόεδρο στον εκπρόσωπο των ελληνικών οργανώσεων όταν αυτός ζήτησε να τοποθετηθεί για το θέμα, με την απάντηση ότι «έχουμε ήδη αποφασίσει».

Αποτέλεσμα  της  σθεναρής στάσης  των ελληνικών και ελληνοκυπριακών οργανώσεων ήταν στο συνέδριο του Ιουνίου να γίνουν αποδεκτές οι θέσεις μας σχετικά με αυτό το ζήτημα και έτσι δεν μετείχαν οι εκπρόσωποι του ψευδοκράτους.

            Η εξέλιξη αυτή ανέδειξε βεβαίως και τον αντιδημοκρατικό τρόπο με τον οποίο χειρίζεται  το προεδρείο της ETUCE αρκετά ζήτημα.  Έφερε στο προσκήνιο τα προβλήματα  συνεννόησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τις δυσκολίες να γίνει σε βάθος συζήτηση  και να αμφισβητηθούν οι κυρίαρχες πολιτικές στην Ε.Ε., τουλάχιστον σε επίπεδο  συνομοσπονδίας.   

            Στο συνέδριο του Ιουνίου, αρκετοί εκπρόσωποι, κυρίως  από τα γαλλικά και τα ιταλικά συνδικάτα αμφισβήτησαν, μαζί με τον εκπρόσωπο της ΟΛΜΕ, τη διαδικασία αυτή, που  δεν προάγει τον ουσιαστικό διάλογο και τη διεκδίκηση θέσεων και προτάσεων από συνδικάτα .

 

 

 

            Ο «Κοινωνικός Διάλογος» για την εκπαίδευση στην Ελλάδα

Μια θλιβερή ιστορία

 

Βασικά σημεία της παρέμβασης του Θέμη Κοτσιφάκη,   στο συνέδριο της ETUCE για τον «Κοινωνικό διάλογο στην εκπαίδευση, στην Ευρώπη», Βρυξέλλες 4-5 Ιούνη 2007

 

            Στην Ελλάδα υπάρχουν τα παρακάτω θεσμοθετημένα όργανα «κοινωνικού διαλόγου» που έχουν σχέση με το χώρο της εκπαίδευσης:

Α)        Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (ΕΣΥΠ).

            Συμβουλευτικό όργανο για την εκπαιδευτική πολιτική. Αποτελείται από εκπροσώπους του ΥΠΕΠΘ και οργανισμών που ορίζει το ίδιο, κοινωνικών φορέων, επιστημονικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Οι συνδικαλιστικοί φορείς των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων έχουν μόνον 5 εκπροσώπους, οι φοιτητές –μαθητές 3 και οι γονείς 1. Το σύνολο των μελών του ΕΣΥΠ είναι 38 μέλη.

            Το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ έχει επισημάνει με ποιες προϋποθέσεις μπορεί ο Εθνικός Διάλογος να είναι ουσιαστικός και χρήσιμος:

α) να μην είναι αποσπασματικός, αλλά να συμπεριλάβει όλα τα μεγάλα ζητήματα της εκπαίδευσης (κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα του σχολείου και βελτίωση της λειτουργίας του, αναβάθμιση της θέσης του εκπαιδευτικού κ.λπ.)

β) να επιδιωχθούν συνθέσεις και να μη γίνει προσπάθεια να επιβληθούν προειλημμένες κυβερνητικές αποφάσεις,

γ) να μην είναι ο διάλογος προσχηματικός και αποπροσανατολιστικός,

δ) να είναι ουσιαστικός και παραγωγικός, να οδηγεί δηλαδή σε λύσεις των χρόνιων και οξυμένων προβλημάτων,

ε) να υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πορείας και ολοκλήρωσής του κοινά συμφωνημένο και από τους εκπαιδευτικούς φορείς και, τέλος,

στ) να δημιουργεί δεσμεύσεις για την κυβέρνηση σε συμπεράσματα και προτάσεις επί των οποίων υπάρχει σύμφωνη γνώμη των εκπαιδευτικών φορέων.

   Επιπλέον, ο διάλογος για την παιδεία δεν μπορεί να εξαντλείται στο πλαίσιο των συνεδριάσεων του ΕΣΥΠ. Η κυβέρνηση οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία και διάλογο με τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες, για την επίλυση των μεγάλων και των μικρών προβλημάτων της  εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, η λύση των οποίων δεν μπορεί να αναβάλλεται στο διηνεκές με το πρόσχημα  ενός ατέρμονος «διαλόγου». Είναι προφανές ότι, για να θεωρείται αξιόπιστη η κυβέρνηση όταν δηλώνει, ότι επιθυμεί το διάλογο, πρέπει να σταματήσει να προωθεί νομοθετικές ρυθμίσεις για διάφορα θέματα των εκπαιδευτικών και της εκπαίδευσης χωρίς να προηγούνται ουσιαστικές συζητήσεις και συμφωνίες με τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών».

Με βάση τα παραπάνω, η ΟΛΜΕ συμμετείχε στην εναρκτήρια συνεδρίαση του ΕΣΥΠ.

Στη συνέχεια η ΟΛΜΕ μαζί με όλες τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες αλλά και άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς, εκτιμώντας πως δεν τηρούνταν αυτοί οι στοιχειώδεις όροι του διαλόγου, αποχώρησε από τις συνεδριάσεις του ΕΣΥΠ θεωρώντας ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτό το θεσμό για να επιβάλλει την πολιτική της μέσα από έναν προσχηματικό διάλογο.

 

Β) Η Επιτροπή Παρακολούθησης του 2ου ΕΠΕΑΕΚ (ΚΠΣ)

            Στην Επιτροπή Παρακολούθησης των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων στην Εκπαίδευση, που έχει 41 μέλη, τα 29 τα ορίζει το ΥΠΕΠΘ και μόνον 3 οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών!

            Όμως οι στόχοι του προγράμματος αυτού ουσιαστικά καθορίστηκαν βάσει της εκπαιδευτικής πολιτικής που χαράζουν οι κυβερνήσεις και δεν είναι προϊόν ουσιαστικού διαλόγου ανάμεσα στην πολιτεία και τους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας.

            Η ΟΛΜΕ επισήμανε επανειλημμένα την εμμονή των κυβερνήσεων σε μια τακτική που υποβαθμίζει τις συλλογικές διαδικασίες, είτε μέσω ασφυκτικών χρονικών προθεσμιών είτε με τη συρρίκνωση του ρόλου των συνδικαλιστικών οργάνων των εκπαιδευτικών είτε με τη συστηματική αγνόηση των προτάσεων της ομοσπονδίας.

            Είναι χαρακτηριστικό ότι καμία πρότασή μας στην Επιτροπή Παρακολούθησης του ΕΠΕΑΕΚ δεν έχει υλοποιηθεί, παρά το γεγονός ότι υπήρξε συμφωνία στα λόγια με αρκετές προτάσεις μας σε συνεδριάσεις της Επιτροπής.

 

Γ) Η διαδικασία συλλογικών διαπραγματεύσεων

            Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στο δημόσιο θεσμοθετήθηκαν με νόμο το 1999.             Προβλέπουν διαδικασία διαπραγματεύσεων για εργασιακά ζητήματα σε επίπεδο τριτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων με την Κυβέρνηση.

H OΛΜΕ διεκδικούσε και συνεχίζει να διεκδικεί την κατοχύρωση του δικαιώματος των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και της Ειδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας - Συμφωνίας, γιατί πιστεύει ότι είναι ένα μέσο που παρέχει περισσότερες δυνατότητες για την πιο ουσιαστική και αποτελεσματική παρέμβαση του εκπαιδευτικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Δυστυχώς, ο νόμος 2738/ 99 για τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις απέχει πολύ από τις προσδοκίες των εκπαιδευτικών και ευρύτερα των εργαζομένων στο Δημόσιο, γιατί:

1. Δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, στο πλαίσιο κατάρτισης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, τα κρίσιμα ζητήματα των αποδοχών (μισθών και επιδομάτων), των συντάξεων, του συστήματος προσλήψεων, των οργανικών θέσεων. Έτσι, αυτό που μένει τελικά για τις Συλλογικές Συμβάσεις είναι τα θέματα υγιεινής και ασφάλειας, της επιμόρφωσης, των αδειών, του χρόνου εργασίας, των υπηρεσιακών μεταβολών (μεταθέσεις κ.ά.).

2. Τα σημαντικότερα προβλήματα, των αποδοχών, των συντάξεων και των οργανικών θέσεων, παραπέμπονται σε Συλλογική Συμφωνία, που η ισχύς της, κάθε φορά, θα εξαρτάται κυρίως από τις κυβερνητικές διαθέσεις.

3. Με τη νομοθετική πρόβλεψη του θεσμού της Μεσολάβησης και σε περίπτωση αδιεξόδου, κατά τη διαπραγμάτευση, επειδή η Κυβέρνηση διατηρεί για τον εαυτό της τη δυνατότητα να ορίζει διά του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης το όργανο Μεσολάβησης (Προέδρους, Αντιπροέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τρεις καθηγητές ΑΕΙ) η Συλλογική Διαπραγμάτευση καθίσταται διαδικασία κατά το μάλλον ή ήττον επαχθής για την πλευρά των εργαζομένων.

Με νέο νόμο που ψηφίστηκε το 2003 (ν.3205), απαγορεύτηκε ουσιαστικά κάθε ουσιαστική διαπραγμάτευση για θέματα μισθών, επιδομάτων, υπερωριών κ.λπ. των εκπαιδευτικών, αλλά και όλων των δημόσιων υπαλλήλων.

Στην πράξη όλα αυτά τα χρόνια (από το 1999, που θεσμοθετήθηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, μέχρι σήμερα) ουσιαστικά δεν λαμβάνει χώρα καμία διαπραγμάτευση με αποκλειστική την ευθύνη της κυβερνητικής πλευράς. Οι κυβερνήσεις δηλαδή παραβαίνουν τους νόμους που οι ίδιες ψήφισαν. Έτσι ουσιαστικά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν υφίστανται στη χώρα μας , ιδιαίτερα στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης.

 

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Η εμπειρία μας από τον «κοινωνικό διάλογο» στην Ελλάδα είναι αρνητική.             Οι κυβερνήσεις τον επικαλούνται όταν πρόκειται να αφαιρέσουν δικαιώματα από τους εργαζόμενους, ή να επιβάλουν αντιεκπαιδευτικές πολιτικές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ασφαλιστικό, όπου ουσιαστικά μας ζητούν να συμφωνήσουμε στην αύξηση των ορίων ηλικίας και τη μείωση των συντάξεων, με το αιτιολογικό πως δεν αντέχουν τα ταμεία. Τα ταμεία που οι ίδιες κυβερνήσεις για πολλά χρόνια τα κατακλέβουν με τις πολιτικές τους.

            Θεωρούμε πως η στόχευσή μας πρέπει να είναι η ενδυνάμωση των συνδικάτων μας. Η αγωνιστική πορεία τους και η συσπείρωση των εκπαιδευτικών γύρω από τα συνδικάτα μπορεί να επιβάλλει τους καλύτερους όρους «κοινωνικού διαλόγου» με τους εργοδότες και το κράτος.

            Απόδειξη αυτού είναι και το ότι όλες οι κατακτήσεις μας έγιναν κατά τη διάρκεια μεγάλων κινητοποιήσεων της εκπαιδευτικής κοινότητας.

 

Δημοσιεύτηκε στο ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ της ΟΛΜΕ (τ.692, εκδ. Οκτ. 2007)



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 27.10.2007 10:10:01
 
Αναγνώσθηκε 307 φορές