Φορέων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Εκπαίδευση και ανεργία. Υπάρχει σχέση ;

 

Είναι γνωστό ότι ο απόφοιτος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σήμερα στην Ελλάδα, αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα εξεύρεσης εργασίας σχετικής με το αντικείμενο των σπουδών του. Υπάρχουν δύο πολύ πιθανά ενδεχόμενα για την επαγγελματική του σταδιοδρομία : Το πρώτο είναι η ανεργία περιμένοντας μάταια μια καλή ευκαιρία ενώ το δεύτερο δεν είναι πολύ καλύτερο: η ανασφάλιστη εργασία, η ημιαπασχόληση, ή έστω μια πρόσληψη με πλήρες ωράριο, σε κάθε περίπτωση όμως με εξευτελιστικές αποδοχές που προσεγγίζουν ή ταυτίζονται με εκείνες του ανειδίκευτου εργάτη.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αιτία του παραπάνω εκρηκτικού προβλήματος είναι μία και μάλιστα προφανής: Ότι δηλαδή πολύ απλά η Ελληνική οικονομία – αγορά εργασίας αδυνατεί να απορροφήσει τις στρατιές των πτυχιούχων που έχουν δημιουργηθεί και συνεχώς πληθαίνουν, με αποτέλεσμα να αποτελούν μια τεράστια σε ποσότητα, προσφορά ανθρωπίνου δυναμικού, ενώ ταυτόχρονα η αντίστοιχη ζήτηση σαφώς υπολείπεται και φυσικά δεν αυξάνεται το ίδιο γρήγορα.

Η παραπάνω διαπίστωση αποτελεί πράγματι σε πολλές περιπτώσεις μια απογοητευτική και συνάμα δυσοίωνη αλήθεια. Είναι όμως η μόνη ή έστω η κύρια αιτία του προβλήματος ;

Αν ναι, τότε αυτομάτως απενοχοποιείται η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αφού το πρόβλημα είναι έτσι αυτομάτως αμιγώς οικονομικό και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί με π.χ. κίνητρα για επενδύσεις, μέτρα αύξησης του εισοδήματος, της ζήτησης των αγαθών κ.τ.λ.

Δυστυχώς όμως το πρόβλημα των νέων άνεργων πτυχιούχων είναι πολυσύνθετο. Έχει αρκετά και διαφορετικά μεταξύ τους αίτια: κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, γεωγραφικά κ.α. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα στον παραπάνω μακρύ κατάλογο έχει προστεθεί και κάτι ακόμα: Η κατάσταση που επικρατεί στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η κορυφαία βαθμίδα της Παιδείας από εργαλείο και μέσο επίλυσης του προβλήματος μετεξελίσσεται αργά αλλά σταθερά, σε γενεσιουργό αίτιο εμφάνισής του. Δεν είναι λίγες οι φορές που αντί να προσφέρει όραμα και ευκαιρίες, καταλήγει να καθηλώνει τους απόφοιτους της, είτε στην ανεργία, είτε σε βοηθητικές – χαμηλόμισθες εργασίες. Ο λόγος είναι διπλός : από την μια υπάρχει το χάσμα που συχνά ανακαλύπτουν πολλοί νέοι απόφοιτοι μεταξύ τυπικών επαγγελματικών δικαιωμάτων και ουσιαστικών εφοδίων – προσόντων που απέκτησαν μέσω των σπουδών τους, ενώ από την άλλη έχουμε σπουδές σε σχολές με ξεπερασμένα για την αγορά αντικείμενα ή με «θολό» ακόμη τοπίο επαγγελματικών δικαιωμάτων.

Το εκάστοτε μελλοντικό εργασιακό αδιέξοδο «κυοφορείται» καθ’ όλη την διάρκεια της φοίτησης και γεννιέται με την ορκωμοσία ή την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Ακριβώς τότε, διαπιστώνεται συχνά, ότι το πτυχίο – δίπλωμα είναι για την αγορά εργασίας ουσιαστικά γράμμα κενό. Το περίφημο ρητό: «ότι δηλώσεις είσαι», με το οποίο δυστυχώς αρκετές γενιές Ελλήνων έχουν μεγαλώσει, ξαφνικά καταρρέει με εξαίρεση τις όποιες προκυρήξεις για ένταξη στα λιμνάζοντα νερά του  Ελληνικού Δημοσίου, όπου φυσικά επικρατεί το αδιαχώρητο. Σε όλους τους άλλους τομείς της Οικονομίας, γίνεται δυστυχώς πολλές φορές αντιληπτό πόσο ανεπαρκής είναι η κατάρτιση, πόσο επιφανειακή η εξειδίκευση, πόσο τελικά γενικές και καθαρά ακαδημαϊκού χαρακτήρα είναι οι γνώσεις που απεκτήθησαν, με μοναδικό όπλο τις οποίες (και όχι με γνωριμίες ή άλλα πονηρά) θα πρέπει υποτίθεται να δοθεί η μάχη σε μια άκρως απαιτητική και ανταγωνιστική πλέον αγορά εργασίας. Μια μάχη τόσο άνιση, που μοιάζει και είναι για τους περισσότερους από την αρχή χαμένη.

Βεβαίως για να φτάσουμε στην ορκωμοσία και να κάνουμε όλες τις παραπάνω οδυνηρές διαπιστώσεις, έχουν προηγηθεί τα χρόνια των σπουδών. Όχι εκείνα του Λυκείου που ο ρόλος του είναι να παρέχει γενικές γνώσεις, αλλά τα πιο πρόσφατα της Σχολής, η οποία υποτίθεται προετοιμάζει συστηματικά και υπεύθυνα τον κάθε αυριανό επαγγελματία ή επιστήμονα. Εκεί ακριβώς βρίσκονται τα βαθύτερα αίτια που κατατάσουν την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην μακρά λίστα των ενόχων για το πρόβλημα της ανεργίας των νέων πτυχιούχων. Τα αίτια αυτά σχετίζονται με λάθη και παραλήψεις βαθιά ριζωμένες στον τρόπο με τον οποίο έγιναν αυτές οι σπουδές :

1.                       Με απαρχαιωμένα – ξεπερασμένα προγράμματα σπουδών που έχουν χάσει κάθε επαφή με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας και της έρευνας.

2.                       Με παντοδυναμία των καθηγητών και παντελή έλλειψη διαδικασιών αξιολόγησης τους. Προσέρχονται όποτε επιθυμούν στην παράδοση των μαθημάτων, διδάσκουν όποιο μάθημα θέλουν και με όποιον τρόπο αυτοί αποφασίσουν.

3.                       Με έλλειψη σύγχρονων βιβλίων – συγγραμμάτων καθώς και με ελλιπέστατο εργαστηριακό εξοπλισμό.

4.                       Με την μη υποχρεωτική παρουσία των φοιτητών στα θεωρητικά μαθήματα, κάτι που οδηγεί κατά κανόνα στην απαξίωση των μαθημάτων αυτών, αφού οι αίθουσες καταλήγουν κενές ή με ελάχιστους φοιτητές.

5.                       Με την δυνατότητα παράτασης επ’ αορίστου της αποφοίτησης και της εξομοίωσης στην συνέχεια των δικαιωμάτων των πτυχίων που απεκτήθησαν με κόπο σε συγκεκριμένο χρόνο, με άλλα που για να αποκτηθούν μεσολάβησαν πολλά χρόνια, ύποπτες πρακτικές – σχέσεις, πιθανόν και δοσοληψίες μεταξύ φοιτητών και μερίδας διδασκόντων.

6.                       Με τεράστιο αριθμό εισαγόμενων φοιτητών σε σχέση με τις δυνατότητες – χωρητικότητα των εγκαταστάσεων των σχολών .

7.                       Με ενίοτε χαλαρή ή ακόμη και ανύπαρκτη επιτήρηση των εξετάσεων των μαθημάτων για διάφορους λόγους: αδιαφορία διδασκόντων, έλλειψη προσωπικού ή πρακτικά τεράστιος όγκος εξεταζόμενων φοιτητών.

8.                       Με την ύπαρξη διάσπαρτων ανά την Ελλάδα τμημάτων με το ίδιο ή παρεμφερές αντικείμενο, όχι γιατί το ζητάει η αγορά αλλά καθαρά για την οικονομική τόνωση των τοπικών κοινωνιών μέσω του λεγόμενου εκπαιδευτικού τουρισμού.  

 Αυτά είναι μόνο μερικά αλλά ίσως από τα σημαντικά και βαθύτερα αίτια που απαξιώνουν τα πτυχία και διπλώματα, ισοπεδώνουν αξίες, εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους νέους αποφοίτους της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας και τελικά τους καθηλώνουν στην ανεργία ή σε εξευτελιστικές θέσεις και μισθούς.

Ταυτόχρονα βέβαια, και αυτό είναι ακόμη χειρότερο και άκρως επικίνδυνο καθηλώνουν μαζί και ολόκληρη την χώρα, αφού είναι προφανές ότι η ανάπτυξη και η πρόοδος ενός τόπου προϋποθέτει καλούς μηχανικούς – οικονομολόγους – γιατρούς – δικηγόρους και γενικά επιστήμονες ικανούς με ουσιαστικά προσόντα και επάρκεια γνώσεων.

Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σίγουρα δεν ευθύνεται αποκλειστικά, και πιθανότατα ούτε στον μεγαλύτερο βαθμό για το μέγεθος του προβλήματος. Η καλή της όμως λειτουργία αποτελεί απαραίτητο προαπαιτούμενο για την επίλυσή του. Σαφώς και χρειάζεται επιπλέον χρηματοδότηση, αλλά ταυτόχρονα με αυτή πρέπει επιτέλους λέξεις όπως ανανέωση, προσαρμογή και αξιολόγηση να σταματήσουν να αποτελούν ταμπού ή ακόμη χειρότερα αιτία πολέμου. Κάποτε όπως σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, έτσι και εδώ, θα πρέπει να λειτουργήσουν κανόνες αυστηροί και άκρως ανταγωνιστικοί αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ανταποδοτικοί, ώστε με το πτυχίο ανά χείρας οι νέοι και οι νέες να έχουν πραγματικές ελπίδες επαγγελματικής αποκατάστασης ή τουλάχιστον επιστημονικής ευπρέπειας.

Δεν είναι δυνατόν μία μερίδα συνδικαλιστών, πανεπιστημιακών και ένα ρεύμα φοιτητών, ζητώντας επίμονα να μην αλλάξει απολύτως τίποτα παρά μόνον η χρηματοδότηση, να κρατούν σε ομηρία εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές μαζί με τις οικογένειές τους και τελικά ολόκληρη την κοινωνία σε ένα σύστημα που αποδεδειγμένα παράγει σπουδές χαμηλού επιπέδου, εξασφαλίζοντας την ανεργία ή στην καλύτερη περίπτωση την ανειδίκευτη εργασία.



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 28.10.2006 09:25:01
 
Αναγνώσθηκε 454 φορές