Συνέντευξη του Προέδρου της ΟΛΜΕ κ. Δημήτρη Γεώργα στην κα Πένη Αντωνοπούλου για το περιοδικό ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ (ΙΟΥΝΙΟΣ 2006)
Τι σημαίνει
«κάτω από τη βάση»;
Η αποτυχία ενός μεγάλου ποσοστού μαθητών στις γενικές εξετάσεις συνεπάγεται ευθύνες για όλους και πολύ περισσότερο για την πολιτεία και τους εκάστοτε αρμοδίους για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής. Το ζήτημα αυτό, αναλύει στις επιμέρους διαστάσεις του από τον Πρόεδρο της ΟΛΜΕ, κ. Δημ. Γεώργα.
Προεκλογικές υποσχέσεις και κυβερνητικές δεσμεύσεις για στήριξη της παιδείας και βελτίωση του κυβερνητικού συστήματος, φοιτητικοί αγώνες και καταλήψεις με σύνθημα "παιδεία για όλους", και εν μέσω όλων αυτών ένα ποσοστό: Το 41,7% των συμμετεχόντων στις γενικές εξετάσεις, οι οποίοι δεν κατάφεραν να πιάσουν τη βάση. το 10 που θα τους άνοιγε το δρόμο προς την ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση. Πρόκειται για ένα ποσοστό, το μέγεθος του οποίου αφήνει καταρχήν άφωνους όλους και δημιουργεί σκεπτικισμό νια το επίπεδο γνώσης των μαθητών, την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τελικά σχεδόν οι μισοί μαθητές που τελειώνουν το λύκειο βρίσκονται κάτω από έναν ελάχιστο αποδεκτό μέσο όρο; Ή μήπως η πραγματικότητα δεν είναι τόσο ισοπεδωτική; Και σε κάθε περίπτωση ποιος φέρει την ευθύνη γι' αυτό το αδιαμφισβήτητα υψηλό ποσοστό αποτυχίας, το οποίο δεν είναι μόνο φετινό φαινόμενο αλλά ελάχιστα τροποποιημένο κάθε φορά επαναλαμβάνεται ία τελευταία χρόνια;
Ειλικρινή και ρεαλιστική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έχουν οι δάσκαλοι αυτών των παιδιών, οι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης που γνωρίζουν πολύ καλά, βιώνουν και οι ίδιοι την εκπαιδευτική διαδικασία και τα προβλήματα της. Ο "Δημόσιος Τομέας" συνομίλησε με έναν εξ αυτών των δασκάλων και εκπρόσωπο τους, τον κ. Δημήτρη Γεώργα, Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης, (ΟΛΜΕ).
Ο κ. Γεώργας έθεσε τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, καταρρίπτοντας τους όποιους εντυπωσιασμούς. Πράγματι, το 41,7, όπως και το περυσινό 43,9, ή το προηγούμενο αυτού 41,8 είναι υψηλά ποσοστά αποτυχίας, τα οποία όμως δεν αντικατοπτρίζουν το επίπεδο γνώσεων ίων αποφοίτων του λυκείου αλλά την ικανότητα τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των εισαγωγικών εξετάσεων για την ανώτερη εκπαίδευση.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, πρόκειται αναμφίβολα για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποτυχίας που δε δικαιολογείται μόνο από το επίπεδο δυσκολίας των θεμάτων των γενικών εξετάσεων, θα μπορούσε να είναι πολύ χαμηλότερο αν ήταν υψηλότερη η ποιότητα, αυτή όμως δεν είναι υψηλή εξαιτίας συγκεκριμένων προβλημάτων, τα οποία, η ΟΛΜΕ επισημαίνει επί σειρά ετών.
Ο κ. Γεώργας παραθέτει αυτά τα προβλήματα:
Οι χαμένες ώρες διδασκαλίας: Εχει γίνει παράδοση, η έναρξη της σχολικής χρονιάς κάθε Σεπτέμβριο, να συνοδεύεται από τη διαπίστωση κενών. Και εξαιτίας αυτών, ενώ τυπικά αρχίζουν τα μαθήματα περί τις 10 Σεπτεμβρίου, τα εκπαιδευτικά προγράμματα των οχολείων να συμπληρώνονται σχεδόν στο Νοέμβριο.
Η ρίζα αυτού του προβλήματος, διαπιστώνει ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, βρίσκεται στη διαχείριση του προσωπικού. Ο αριθμός των καθηγητών πλησιάζει τις 80.000. Από αυτούς, περίπου 10.000, αποσπώνται σε διοικητικές θέσεις(ΥΠΕΠΘ ,Γραφεία) ,στο εξωτερικό ή άλλες θέσεις και άρα φεύγουν από τη διαδικασία της εκπαίδευσης. Αυτοί οι καθηγητές, έχουν οργανικές θέσεις, δηλαδή δεν μπορεί να πάει άλλος στη θέση τους, μόνιμος και αναπληρώνονται από αναπληρωτές ή ωρομίσθιους.
"Πρόκειται για μια πρακτική εξοικονόμησης χρημάτων που εφαρμόζει το κράτος. Βάσει αυτής, το Υπουργείο παιδείας, αντί να προσλάβει διοικητικούς υπαλλήλους για να εκτελέσουν το απαιτούμενο διοικητικό έργο, το αναθέτει σε διορισμένους εκπαιδευτικούς και στη θέση αυτών παίρνει αναπληρωτές ή ωρομίσθιους που συνεπάγονται μικρότερο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό. Μόνο που αυτή η επιλογή συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος για την ποιότητα της εκπαίδευσης. Επιπλέον, ενώ όλη αυτή η ανακατάταξη και μετακίνηση θα έπρεπε να γίνεται μέσα στο καλοκαίρι, ώστε τα σχολεία να είναι έτοιμα να λειτουργήσουν το Σεπτέμβριο, ξεκινάει από τις αρχές Σεπτεμβρίου και ολοκληρώνεται μερικούς μήνες μετά, με αποτέλεσμα την απώλεια ωρών διδασκαλίας".
Κι επειδή ζητούμενο πάντα είναι η ποιότητα, ο κ. Γεώργας προχωρά το συλλογισμό βαθύτερα, τονίζοντας ότι για να είναι οι καθηγητές επαρκώς προετοιμασμένοι για το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα, θα πρέπει να γνωρίζουν από τον Ιούνιο ποια τάξη και ποια μαθημάτα πρόκειται να αναλάβουν τη νέα σχολική χρονιά..
Ανεπαρκής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών: Ο κ. Γεώργας, θυμίζει το θεσμό των ΠΕΚ, ο οποίος υποχρέωνε τους καθηγητές να περνάνε από μια τρίμηνη επιμόρφωση. Το 1993 ο θεσμός αυτός καταργήθηκε. Από τότε. η μόνη επιμόρφωση που γίνεται εκτός από ορισμένες ευκαιριακές, (όπως είναι η ταχύρυθμη, -τριών ή πέντε ημερών- σχετικά με χα καινούρια βιβλία), είναι η εισαγωγική, αυτή δηλαδή από την οποία πρέπει να περνούν οι νεοδιόριστοι καθηγητές. Αλλά ούτε και αυτή γίνεται με το σωστό τρόπο.
Σήμερα, οι ειδικότητες των εκπαιδευτικών έχουν αυξηθεί κατά πολύ και οι πτυχιούχοι αυτών των ειδικοτήτων είναι άνθρωποι που γνωρίζουν ελάχιστα από παιδαγωγική κα διδακτική. "Εγώ, ξεκίνησα να διδάσκω πριν από 25 χρόνια, με μόνο εφόδιο το πτυχίο του φυσικού. Σήμερα, γίνεται ακριβώς το ίδιο". Η εισαγωγική επιμόρφωση θα έπρεπε να γίνεται για επαρκές διάστημα προτού μπει ο καθηγητής στην τάξη για να διδάξει. Αντ' αυτού όμως, ο καθηγητής διορίζεται στις αρχές Σεπτέμβρη, όταν ανοίγουν τα σχολεία και μετά καλείται να κάνει εισαγωγική επιμόρφωση στη διάρκεια των απογευματινών ωρών.
"Αποψη της ΟΛΜΕ είναι, ο διορισμός των νέων καθηγητών να γίνεται στα μέσα Αυγούστου, και να ξεκινά τότε η εισαγωγική επιμόρφωση των, ώστε να είναι έτοιμοι να διδάξουν με την έναρξη του σχολικού έτους".
Τα βιβλία: κάθε χρόνο τα διδακτικά συγγράμματα καθυστερούν να φθάσουν στα σχολεία, ή πιο σωστά φθάνουν τμηματικά και τελικά οι μαθητές καταλήγουν να έχουν στη διάθεση τους τα βιβλία για όλα τους τα μαθήματα μετά από διάστημα ενός μηνός και πλέον.
Οι ίδιοι οι καθηγητές: Μπορεί να ακούγεται σαν μόνιμη επωδός του συνδικαλιστικού λόγου, είναι όμως αναντίρρητη αλήθεια. Η χαμηλή αμοιβή δε βοηθά στη βελτίωση της ποιότητας. "Είμαστε οι χειρότερα αμειβόμενοι εκπαιδευτικοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο των 15 αλλά τείνουμε γα καταλάβουμε τη χειρότερη θέση και μεταξύ των 25. Γι αυτό και αυτό που αδιάκοπα ζητάμε είναι να ζούμε με αξιοπρέπεια από το μισθό μας και μόνο από το μισθό μας"...
Όλα αυτά τα προβλήματα έχουν σχέση με τις δαπάνες που γίνονται για τη δημόσια εκπαίδευση. Η ΟΛΜΕ επί χρόνια ζητά να δοθεί το 5% του ΑΕΠ για την κάλυψη των αναγκών της Μέσης Εκπαίδευσης, επίσης επί χρόνια οι κυβερνήσεις εξαγγέλλουν τη βούληση και την απόφαση τους να στηρίξουν την παιδεία και τελικά επί χρόνια δε γίνεται τίποτα και το ποσοστό του ΑΕΠ που δίνεται για τη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση, κυμαίνεται με ελάχιστες αποκλίσεις στο 3.5%.
"Ανεβάζουμε τον πήχη χωρίς να έχει προηγηθεί προπόνηση»
Είναι αλήθεια ότι υπήρξε το φαινόμενο εισαγωγής στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση μαθητών που όχι μόνο είχαν συγκεντρώσει ιδιαίτερα χαμηλή βαθμολογία στις εισαγωγικές εξετάσεις αλλά όπως αποδείχθηκε, δεν είχαν καν το απαραίτητο επίπεδο γνώσεων, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται δυσμενώς και η εκπαιδευτική λειτουργία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έτσι, τέθηκε η βάση του 10.
Όμως, όταν λαμβάνεται ένα μέτρο προκειμένου να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο γνώσεων των εισερχομένων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, για να είναι αποτελεσματικό, δεν πρέπει να είναι μεμονωμένο και αποσπασματικό. Πρέπει να συνοδεύεται και με άλλα μέτρα ενισχυτικά, όπως για' παράδειγμα, πρόσθετη ή ενισχυτική διδασκαλία, αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών που να ενισχύουν την προσπάθεια των μαθητών. Επίλυση των προβλημάτων που παρατέθηκαν παραπάνω. Χωρίς αυτά τα πρόσθετα μέτρα, είναι νομοτέλεια, ένας μεγάλος αριθμός μαθητών, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από οικογένειες με μεσαίο και χαμηλό εισόδημα, που δεν μπορούν να διαθέσουν πολλά χρήματα στην παραπαιδεία, -που έτσι κι αλλιώς κακώς υπάρχει-, να μην μπορούν να πιάσουν τη βάση και να σχηματίζεται κάθε χρόνο η εντύπωση ότι οι μισοί περίπου μαθητές δεν κατάφεραν να πάρουν από το σχολείο τους ούτε καν τις βασικές γνώσεις .Πρόκειται για μια λανθασμένη εντύπωση, μια εικόνα προσβλητική για τα παιδιά, αλλά και για το ίδιο το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Και πάνω απ’ όλα, η εντύπωση αυτή είναι ανακριβής και αναληθής.
Ο κ. Γεώργας, όντας δάσκαλος για εικοσιπέντε χρόνια, διαπιστώνει ότι το επίπεδο γνώσεων των μαθητών με την πάροδο του χρόνου σίγουρα δε χειροτερεύει. "Αντίθετα πιστεύω πως οι σημερινοί καλοί και επιμελείς μαθητές, αυτοί που αγαπούν τη γνώση και τη διαδικασία για την απόκτηση της έχουν υψηλότερο επίπεδο από την αντίστοιχη ομάδα του παρελθόντος και είναι πολλοί περισσότεροι. Εξάλλου η νέα τεχνολογία, το διαδίκτυο, οι υπολογιστές κάνουν πολύ πιο εύκολη την ευρεία πληροφόρηση και γνώση.
Κρίνοντας συνολικά, πιστεύω ότι ο μέσος όρος των μαθητών έχουν υψηλότερες γνώσεις σε σχέση με το παρελθόν, ενώ οι άριστοι, που αποτελούν περίπου το 10% του συνόλου των μαθητών, έχουν ευρύτερη και πιο πλούσια γνώση σε σχέση με τους αριστούχους των προηγούμενων δεκαετιών.