Διαφόρων Φορέων

Εισήγηση του Θανάση Αγαπητού,


 ως εκπροσώπου των Παρεμβάσεων Κινήσεων Συσπειρώσεων Π.Ε., στην ημερίδα της ΔΟΕ για το ασφαλιστικό σύστημα,


που πραγματοποιήθηκε στο Ναύπλιο την 27/02/06


 


Σκόνη και θρύψαλα επιχειρούν να κάνουν ακόμα και τα θεμελιώδη εργατικά δικαιώματα, το σύνολο των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων του κεφαλαίου, εξαπολύοντας το τελευταίο διάστημα μια καθολική αντεργατική επίθεση σε όλα τα μέτωπα. Αμφισβητούν τις συλλογικές συμβάσεις, επεκτείνουν το χρόνο εργασίας, απελευθερώνουν τις απολύσεις, γενικεύουν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, συνεχίζουν τη σκληρή πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, διαμορφώνουν δηλαδή τον αντεργατικό χάρτη της νέας εποχής.


              Στην ατζέντα των θεμάτων προστέθηκε το τελευταίο διάστημα και το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό παρά τις αντίθετες δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Το θέμα άνοιξε με την πρωτοβουλία για τον «κοινωνικό διάλογο», συνεχίστηκε με την «Εθνική Έκθεση Στρατηγικής για τις συντάξεις» του υπουργείου Απασχόλησης, τις εκθέσεις του ΕΚΟΦΙΝ και τις ανακοινώσεις του συμβουλίου υπουργών Οικονομίας της Ε.Ε. Το τελευταίο ειδικά διάστημα, ο υπουργός Οικονομίας μιλώντας σε ημερίδες και όπου αλλού βρεθεί, αποκαλεί το ασφαλιστικό σύστημα «βόμβα» στα θεμέλια της οικονομίας, η οποία αν δεν απενεργοποιηθεί, κάποια στιγμή θα εκραγεί...         Όλα αυτά χρησιμοποιούνται σαν πολιορκητικός κριός για την προετοιμασία του εδάφους, στην κατεύθυνση της ανατροπής του ασφαλιστικού συστήματος.


ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ» ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ


Οι αλλαγές των  τελευταίων χρόνων στα συστήματα περίθαλψης και ασφάλισης μοιάζουν με «κοινωνική κοσμογονία». Βεβαίως αυτές οι αλλαγές δε θεσμοθετούνται με ένα και μόνο νόμο, αλλά με ένα σύνολο ρυθμίσεων, τμηματικά, και με τα τετελεσμένα που δημιουργεί η εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα της νέας εποχής.


Η αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος την προηγούμενη περίοδο της μαζικής φορντικής παραγωγής στηρίχθηκε στην κεϋνσιανή λογική της «ενεργούς ζήτησης»: στην άμεση στήριξη δηλαδή, του εργατικού εισοδήματος, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα μαζικής κατανάλωσης των παραγόμενων προϊόντων, και στην έμμεση στήριξη, που αφορούσε κυρίως τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, την παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση κ.λ.π. δηλαδή το λεγόμενο κράτος πρόνοιας. Αυτό το μοντέλο αναπαραγωγής στηρίχθηκε στη δυνατότητα παραχωρήσεων που έδινε η τρομακτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του βαθμού εκμετάλλευσης, αλλά και στην ανάγκη του κεφαλαίου για τέτοιες παραχωρήσεις, λόγω των ριζοσπαστικών εργατικών σκιρτημάτων της περιόδου και του «αντίπαλου δέους της ΕΣΣΔ». Ήταν ένα σημείο ισορροπίας που είχε ως βάση τη δύναμη και μαζί την αδυναμία τόσο των «πάνω» όσο και των «κάτω». Ταυτόχρονα ήταν ένα μοντέλο αποδοτικό, τόσο οικονομικά (εξασφάλιζε υψηλά ποσοστά κερδοφορίας και απόσπασης υπεραξίας) όσο και κοινωνικά ( εξασφάλιζε υψηλά ποσοστά κοινωνικής συναίνεσης και ενσωμάτωσης των εργαζομένων ).


Αυτό λοιπόν το μοντέλο  ανατρέπεται την τελευταία δεκαπενταετία. Ο σκληρός νεοφιλελευθερισμός δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για πολιτική «ενεργούς ζήτησης». Αντίθετα κινείται και αναπνέει με βηματοδότη τη μείωση του εργατικού κόστους, άμεσου και έμμεσου, με κάθε θυσία, την ανταγωνιστικότητα, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και περιθωριοποίησης. Ένα βηματοδότη που κάνει αδύνατη την υπογραφή νέων μαζικού τύπου «κοινωνικών συμβολαίων» σαν εκείνα του κράτους πρόνοιας.


Σ’ αυτά τα πλαίσια, οι λεγόμενες κοινωνικές δαπάνες (μ’ άλλα λόγια οι επιστροφές-παροχές του κράτους προς τους εργαζόμενους), πρέπει να περισταλούν δραστικά, στο όνομα της μείωσης των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού. Η υγεία -παιδεία-κοινωνική ασφάλιση από υποχρέωση του κράτους και της κοινωνίας προς τον εργαζόμενο πολίτη πρέπει να γίνουν υποχρέωση του ίδιου προς τον εαυτό του, με τη συμμετοχή του κράτους ελαχιστοποιημένη και στην ουσία συμβολική και συνεπώς το οικονομικό βάρος γι’ αυτές τις υπηρεσίες να περάσει στους ίδιους τους εργαζόμενους που τις έχουν ανάγκη. Η ασφάλιση λοιπόν από δικαίωμα σχετικά αυτοτελή και ανεξάρτητο γένεται τώρα «δικαίωμα» που θα πρέπει να συμβάλλει κι αυτό στους μεγάλους στόχους  της ανταγωνιστικότητας, της Ε.Ε., της ανάπτυξης. Να παρέχει δηλαδή συνδρομητική στήριξη στην κεφαλαιαγορά (με τη χρησιμοποίηση των αποθεματικών), στην ΟΝΕ (με τη μείωση του ελλείμματος), στην ανταγωνιστικότητα (με τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών) κ.λ.π.








 


 


 


ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ  ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ …… ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ


                 Η προσπάθεια ριζικής και αντεργατικής αναμόρφωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης  λοιπόν δεν αποτελεί ιδιομορφία του ελληνικού κεφαλαίου. Σ’ όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στις χώρες της Ε.Ε.  επιχειρούν μια ποιοτική χειρουργική «τομή»  στις εργατικές κατακτήσεις, με την εισαγωγή ενός «ευέλικτου», «ανταποδοτικού» και εν τέλει αντιδραστικού συστήματος κοινωνικής ασφάλειας. Το μοντέλο αυτό κινείται στην κατεύθυνση των αποφάσεων  των ευρωπαϊκών συμβουλίων κορυφής, όπου ρητά αναφέρουν την ιδιαίτερη σημασία που έχει «η αναθεώρηση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης».


             Από τα κείμενα της Ε.Ε. επιβεβαιώνεται η διαπίστωση πως, οι προωθούμενες αλλαγές στα ασφαλιστικά συστήματα πρέπει να ειδωθούν κάτω από το πρίσμα του 10ετούς στρατηγικού στόχου που τέθηκε στη σύνοδο της Λισαβόνας: «να γίνει η Ε.Ε. η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη  και η επίτευξη του στόχου αυτού απαιτεί μια συνολική στρατηγική που μεταξύ των άλλων επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου».


             Στο όνομα του ανταγωνισμού λοιπόν, το κεφάλαιο πανευρωπαϊκά, ζητά κι άλλες θυσίες από τους εργαζόμενους γι΄ αυτό και εμφανίζουν ως μονόδρομο την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης των κοινωνικο-ασφαλιστικών  συστημάτων.


Ιδιαίτερα σημειώνουν πως: Τα  αναδιανεμητικά ασφαλιστικά συστήματα στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, θεωρούνται ακριβά άρα μη ανταγωνιστικά, γι΄ αυτό για να μπορέσει η Ε.Ε. να ανταγωνιστεί με επιτυχία τις Η.Π.Α., πρέπει να αλλάξει το «ακριβό» ασφαλιστικό καθεστώς, ώστε να μη βρίσκεται σε μειονεκτική θέση απέναντι στον μεγάλο ανταγωνιστή της, όπου κυριαρχεί το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και η ιδιωτική ασφάλιση. Αυτό το μοντέλο θέλουν να επιβάλλουν κυβερνήσεις και κεφάλαιο σ΄ όλη την Ε.Ε.


Στην προμετωπίδα αυτής της φιλοσοφίας και πολιτικής βρίσκεται η μετάβαση από το "κράτος πρόνοιας", στην "αγορά πρόνοιας". Επιχειρείται δηλαδή να οικοδομηθεί ένα ποιοτικά νέο μοντέλο κοινωνικής ασφάλισης - "ανταποδοτικό" το ονομάζουν - που θα βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις επιδιώξεις του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια το "ανταποδοτικό μοντέλο" όπως άλλωστε και το "κράτος πρόνοιας" δεν αποτελεί μια αυθαίρετη επιλογή αλλά μια γραμμή που υπαγορεύεται από τις σημερινές ανάγκες, οικονομικές και πολιτικές.


Το μεγάλο βήμα στην προσαρμογή της κοινωνικής ασφάλισης στις νέες δομές της οικονομίας και της καπιταλιστικής παραγωγής,   επιχειρούν να το κάνουν τώρα, γι΄ αυτό όλο και πιο συχνά, όλο και πιο επίμονα, η πλευρά του κεφαλαίου επιμένει στην ανάγκη ριζικής τομής, έτσι ώστε το νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, να ανταποκρίνεται στις σημερινές μορφές που παίρνει η σχέση της μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει τις οικονομικές-κοινωνικές και ιδεολογικο-πολιτικές επιλογές τους.


Αυτός είναι ο λόγος που αποτιμούν ως "φιλότιμες προσπάθειες" τις αλλαγές που επέβαλαν με τους νόμους  η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο ανολοκλήρωτες και όχι δομικές αφού κινήθηκαν στις «περιφερειακές πλευρές του ασφαλιστικού συστήματος (ύψος εισφορών και παροχών, όρια συνταξιοδότησης κλπ) και δεν άγγιξαν τη δομή και τη φιλοσοφία του».


Η αποφασιστική τομή λοιπόν που προτείνουν κεφάλαιο, Ε.Ε. και κυβέρνηση είναι «η αλλαγή φιλοσοφίας του συστήματος» και  γι’ αυτό υιοθετούν το λεγόμενο "τριφασικό" σύστημα.


Το μοντέλο αυτό προβλέπει τη διάσπαση της ασφαλιστικής κάλυψης σε 3 βασικούς πυλώνες.


Πρώτος πυλώνας, εξασφάλιση κατώτερης "εθνικής σύνταξης" για όλους τους εργαζόμενους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα βοήθημα κοινωνικής πρόνοιας, κατά το πρότυπο του ΕΚΑΣ , με στόχο τη συγκράτηση της απόλυτης εξαθλίωσης στο τμήμα των εργαζομένων που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Την "εθνική" αυτή σύνταξη θα πληρώνει το ίδιο το κράτος.


Δεύτερος πυλώνας, χορήγηση επικουρικής σύνταξης, όπου εγκαταλείπεται το σημερινό σύστημα χρηματοδότησης (σταθερής διανομής εφ΄ όρου ζωής) και εισάγεται "το σύστημα της πλήρους κεφαλαιοποίησης", κατά το οποίο από κοινού εργοδότες και εργαζόμενοι θα διαχειρίζονται την απόδοση ενός μέρους της σύνταξης με βάση τις μακροχρόνιες αποδόσεις της κεφαλαιοαγοράς. Πρόκειται για μια εξέλιξη που οδηγεί στη σύνδεση της τύχης των ταμείων με την πορεία της αγοράς τους χρήματος (χρηματιστήριο, αγορές ομολόγων ,παράγωγα, κλπ). Έτσι ο συντάξιμος μισθός θα μειωθεί δραματικά και θα καλύπτει μόνο ένα τμήμα του συνολικού ποσού της σημερινής σύνταξης.


Τρίτος πυλώνας, συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση, όπου ο εργαζόμενος θα διασφαλίζει επιτέλους μια αξιοπρεπή σύνταξη με όρους ανταποδοτικότητας. Δηλαδή καταβάλλοντας για πολλά χρόνια μια χρηματική εισφορά στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, θα παίρνει σύνταξη μεγαλύτερη των 300-400 ευρώ που "πλουσιοπάροχα" θα του παρέχουν οι δυο προηγούμενοι πυλώνες. Ταυτόχρονα το νέο μοντέλο προβλέπει παραπέρα αύξηση των χρονικών ορίων συνταξιοδότησης και δραστική μείωση των εργοδοτικών εισφορών.


ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ


            Οι  κοινωνικές δαπάνες  του  κρατικού  προϋπολογισμού  αποτελούν  ένα  σημαντικό  κρίκο  στο  σύστημα  της  ασφαλιστικής  προστασίας  και  αποτελούν  στην  ουσία  ένα  τμήμα του  κεφαλαίου  που  ξοδεύεται  για  την  αγοροπωλησία  και  αναπαραγωγή  της  εργατικής  δύναμης.  Αυτό  το  τμήμα  έχει  ορισμένες  σημαντικές  ιδιομορφίες. Αφορά  όχι  τόσο  τη  δυνατότητα  του  μισθωτού  να  αγοράζει  καταναλωτικά  αγαθά,  όσο  τη  δυνατότητά  του  να  εξασφαλίζει  υπηρεσίες  και  δραστηριότητες  κρίσιμες  και  χρήσιμες για  την αναπαραγωγή  και  συντήρηση  της  εργατικής  δύναμης.


            Απευθύνεται  όχι  τόσο  στο  μεμονωμένο άτομο  αλλά  σε  ευρύτερους  πληθυσμούς   και  κοινότητες.


            Το  ύψος  των  κοινωνικών  δαπανών  δεν  είναι  σταθερό.  Επηρεάζεται  από την  εξέλιξη  της  ταξικής  πάλης,  από  τις  συλλογικές  ανάγκες  αναπαραγωγής  της  εργατικής  δύναμης,  από    τις  ευρύτερες  ιδεολογικο-πολιτικές   και  οικονομικο-κοινωνικές  ανάγκες  αναπαραγωγής  των  καπιταλιστικών  σχέσεων  παραγωγής.  Ο  συνδυασμός  αυτών  των παραγόντων  σήμερα  πιέζει  υπέρ  μιας  δραματικής  συρρίκνωσης  των  κοινωνικών  δαπανών.


            Η  μείωση  αυτή  θα  έχει  διπλή επίδραση.


             Πρώτον,  θα  επιδεινώσει  δραματικά  το  επίπεδο  της  παρεχόμενης  ασφαλιστικής  προστασίας. Δεύτερον,  θα  μεταφέρει  έμμεσα  ένα  τμήμα  της  αναπαραγωγής  της  εργατικής  δύναμης  στις  πλάτες των ίδιων  των  εργαζομένων  απαλλάσσοντας  έτσι το  κεφάλαιο  από  ένα  τμήμα του  μεταβλητού   κεφαλαίου. Βεβαίως,  το  πρόβλημα  γίνεται  πιο  βαθύ  αν  αναρωτηθούμε  από  που  προέρχονται  τα  κονδύλια  γι΄ αυτές  τις  κοινωνικές  δαπάνες. Προέρχονται   από  τους  ίδιους τους  μισθωτούς  κι  όχι  από  την κοινωνία  γενικά.


.


 


Η  ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ  ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ


 


            Κυβερνώντες και συνδικαλιστική ηγεσία προσπαθούν να εστιάσουν τη συζήτηση στο-υπαρκτό και πολύ σοβαρό- θέμα της χρηματοδότησης του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης .


            Η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει προσανατολισμό στην εξεύρεση πόρων για την χρηματοδότηση του ασφαλιστικού προβλήματος κι αυτό όχι μόνο γιατί διαπνέεται από μια άκρατη νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά και γιατί οι χρηματοδοτικές προτεραιότητες της είναι, η εξυπηρέτηση του κεφαλαίου, η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας  και οι δεσμεύσεις της στην Ε.Ε. Κι αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά , αφού με «δέσμη μέτρων» που έχουν πάρει τα τελευταία χρόνια  ενισχύουν ακόμα περισσότερο τον κρατικό προϋπολογισμό εις βάρος  της κοινωνικής ασφάλισης. Αν και η αλήθεια είναι πως το ελληνικό κράτος ουσιαστικά ποτέ δε χρηματοδότησε  το σύστημα. Μόνο κατά 2% συμμετέχει  το κράτος, το χαμηλότερο ποσοστό απ΄ όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία 24%, Φιλανδία 45%, Δανία 100%). Αυτό δείχνει αποκαλυπτικά πως το κράτος έχει μεταθέσει στους εργαζόμενους τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.


Είναι μύθος λοιπόν η δήθεν επιβάρυνση των δημοσίων οικονομικών από τις συντάξεις. Κι αυτό αποκαλύπτεται εύκολα ρίχνοντας μια ματιά στα επίσημα στοιχεία του ΙΚΑ. Συγκεκριμένα: Το 1990 η κρατική χρηματοδότηση αντιστοιχούσε στο 28% στο σύνολο των εσόδων και σε σχέση με το ΑΕΠ αυτό το ποσό αναλογούσε στο 1,47% . Δεκαπέντε χρόνια μετά το 2005 η κρατική χρηματοδότηση, ελέω και του νόμου του ΠΑΣΟΚ (3029/2002) αντιστοιχούσε στο 16% που αναλογούσε μόλις στο 0,9% του ΑΕΠ. Το ίδιο έχει αποφασιστεί και για το 2006, δηλαδή 15,8% των συνολικών εσόδων και κάτω από 0,9%. Για ποια κρατική χρηματοδότηση μπορεί να γίνεται λόγος, όταν αυτή κινείται σ’ αυτά τα εξευτελιστικά επίπεδα; Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η συνεισφορά του κράτους είναι μια απάτη.  


            Η  συνδικαλιστική ηγεσία ταυτιζόμενη με την αγωνία των κυβερνήσεων-προηγούμενων και σημερινής- για την προστασία της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας, δεν τολμά ευθέως να διεκδικήσει να πληρώσει το κράτος και το μεγάλο κεφάλαιο, γι΄ αυτό και έχει κάνει σημαία την τριμερή χρηματοδότηση, ενώ γνωρίζει πολύ καλά πως είναι πλήρως μονομερής και στην ουσία πληρώνουν μόνο οι εργ/νοι, άμεσα ή έμμεσα, για την κοινωνική ασφάλιση.


            Ο προσανατολισμός του σ.κ.  πρέπει να είναι διαφορετικός διεκδικώντας:


 Να πληρώσουν μόνον οι υπεύθυνοι των ελλειμμάτων, το κράτος και οι εργοδότες.


 Να φορολογηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου και να καταργηθούν όλες οι ασφαλιστικές απαλλαγές του. Επιτέλους μπορεί και πρέπει να αποκαλυφθούν και να πληρώσουν αυτοί που καθημερινά θησαυρίζουν από τον ιδρώτα των εργ/νων. Γιατί είναι αλήθεια, πως στην Ελλάδα των δυο ταχυτήτων υπάρχουν άνθρωποι που ζουν με 300ευρώ το μήνα, την ίδια στιγμή που έξι μόνο Τράπεζες το πρώτο 9μηνο του 2006 απέσπασαν κέρδη πάνω από 2 δις ευρώ και τα καθαρά κέρδη των Ανωνύμων Εταιριών εμφανίζουν αύξηση 42%, δηλαδή δεκαπενταπλάσια από την ονομαστική αύξηση των μισθών. Αυτούς να φορολογήσει η κυβέρνηση γιατί εκεί υπάρχουν πόροι για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης.


              Όσο αφορά το ζήτημα των εισφορών για την κοινωνική ασφάλιση, οι εισφορές των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια αυξάνονται με μεγαλύτερους ρυθμούς από τις εργοδοτικές. Όπως αναφέρεται στην «Αναλογιστική Επισκόπηση του Ελληνικού Ασφαλιστικού Συστήματος», οι συνολικές εισφορές των εργ/νων στα ταμεία κύριας ασφάλισης το διάστημα 1994 –2000 αυξήθηκαν σε ποσοστό 100,3% , ενώ οι εργοδοτικές αυξήθηκαν μόλις 78%. Στην πραγματικότητα η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη, αφού ένα μέρος των λεγόμενων εργοδοτικών εισφορών πληρώνονται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, στα πλαίσια ενίσχυσης της περίφημης «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας.


             Η τεράστια συμμετοχή των εργ/νων στον κρατικό προϋπολογισμό είτε με τη μορφή των φόρων είτε ως ασφαλιστικές εισφορές, με διάφορους μηχανισμούς διοχετεύεται στο μεγάλο κεφάλαιο. Συγκεκριμένα: Λεηλασία του τρίτου κοινοτικού πλαισίου στήριξης, μεγάλο φαγοπότι για τους Ολυμπιακούς αγώνες, τρισεκατομμύρια που αρπάζουν οι τραπεζίτες με τη λεγόμενη εξυπηρέτηση της δημόσιας πίστης, κ.λ.π.


Οι παραπάνω πόροι, με τους οποίους θα μπορούσε το κράτος να καλύψει τα κλεμμένα κονδύλια από τα ασφαλιστικά ταμεία , δεν είναι οι μοναδικοί, αφού χάρη στην εφαρμοζόμενη πολιτική τεράστιος πλούτος καθημερινά περνά στα χέρια της πλουτοκρατίας.


Η τεράστια κερδοφορία έχει οδηγήσει τη χώρα μας (δηλ. την αστική τάξη), στην πρώτη θέση στην Ευρώπη στα  κέρδη και στη δεύτερη μετά τις ΗΠΑ στον κόσμο. Μάλιστα θα πρέπει να τονισθεί πως η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και η διεύρυνση του κοινωνικού ελλείμματος γίνεται πιο προκλητική αν σημειωθεί πως , η συμμετοχή των μισθών  στην προστιθέμενη αξία του επιχειρηματικού τομέα από 60% το 1983 μειώθηκε στο 54% το 1998. Το μικρότερο εργατικό κόστος και τα μεγαλύτερα κέρδη. Αυτή είναι η Ελλάδα των δυο ταχυτήτων.


               Για να σταματήσει ο αποπροσανατολισμός, για να μη πιάσουν τόπο τα επικοινωνιακά τρικ της κυβέρνησης, πρέπει να κατανοηθεί από τους εργ/νους πως το πρόβλημα των ασφαλιστικών ταμείων, όπως και τα υπόλοιπα οικονομικά  ζητήματα, είναι πολιτικά προβλήματα που δεν αντιμετωπίζονται με ταμειακή και λογιστική αντίληψη. Γι΄ αυτό και η επίλυσή του δε μπορεί να είναι η ίδια κοινωνικοασφαλιστική πολιτική, αλλά η διεκδίκηση από τους εργ/νους, μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού πλούτου που οι ίδιοι παράγουν.


  


            Ούτε λέξη δε λένε οι κυβερνώντες, αλλά και η πολιτική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, για φορολόγηση όχι των εισοδημάτων αλλά των κερδών, για κατάργηση όλων των ασφαλιστικών απαλλαγών των επιχειρήσεων, για επιστροφή όλων των κλεμμένων.


            Όλοι αυτοί που υπεραμύνονταν  της πολιτικής του «λιγότερου κράτους», που επέμεναν πως για τη σωτηρία των ασφαλιστικών ταμείων πρέπει να πληρώσουν αποκλειστικά και πάλι, μόνο οι εργ/νοι, που ασταμάτητα τόνιζαν πως για να μπορέσει η Ελλάδα να πετύχει την πραγματική σύγκλιση  με την Ε.Ε. πρέπει να περιορίσει δραματικά το «κοινωνικό κράτος», δε μπορούν να πείσουν κανέναν πως άλλαξαν τις πολιτικές και κοινωνικές επιλογές τους. Κάνουν τώρα ένα βήμα πίσω, υποχρεωμένοι από την αντιπολιτευτική τους θέση, για να προωθήσουν αργότερα με νέα ορμή τα ίδια αντιασφαλιστικά μέτρα.


 


ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΙΝΑΙ   ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ


 


            Οι παροχές και οι καλύψεις του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος  ήταν και είναι μακριά από τις ανάγκες των εργαζομένων. Ιδιαίτερα όμως σήμερα,  που έχει αλλάξει η έννοια του ασφαλιστικού κινδύνου, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Πριν τα πράγματα ήταν πιο απλά: ατύχημα, ασθένεια, σύνταξη και ανεργία. Τώρα στα πλαίσια της νέας κοινωνικής πραγματικότητας και των νέων μοντέλων εκμετάλλευσης που υιοθετούνται τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα. Διαρκής και υψηλή ανεργία, εργασιακή περιπλάνηση, δια βίου εκπαίδευση, μετανάστες, ελαστική εργασία, αναδιάρθρωση οικογένειας, εξαντλητικά ωράρια εργασίας, άνοδος ορίου ζωής, νέες μορφές επαγγελματικών ασθενειών, μείωση των μισθών και γενικότερα των αποδοχών… Όλα αυτά διαμορφώνουν τον ασφαλιστικό μεσαίωνα, διευρύνουν τον αριθμό των ασφαλιστικών κινδύνων απέναντι στους οποίους θα πρέπει να δράσει η κοινωνική ασφάλιση και σπρώχνουν μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων στην ανασφάλεια και την πλήρη εξαθλίωση.   Απέναντι σ΄ αυτή την πραγματικότητα που θέλουν να επιβάλλουν κυβέρνηση και Ε.Ε. εμείς οι εργ/νοι δεν έχουμε άλλο δρόμο παρά  το δρόμο του αγώνα, αξιώνοντας το δίκιο: Οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι, οι μετανάστες, οι μερικώς απασχολούμενο, όλοι να έχουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, γιατί η εργασία δεν είναι κόστος, όπως διατείνονται οι δυνάμεις του κεφαλαίου και οι κυβερνήσεις τους, αλλά πηγή πλούτου που πρέπει να επιστρέφει στους παραγωγούς του. Έτσι μόνο μπορεί  το ασφαλιστικό σύστημα να είναι μηχανισμός ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ των εργ/νων, όπως τον παρουσιάζουν κι όχι ένας ακόμα μηχανισμός ανακατανομής υπέρ του κεφαλαίου, όπως είναι σήμερα.


            Όσο αφορά τα ελλείμματα των ταμείων είναι πραγματικά, όμως χρησιμοποιούνται προσχηματικά, για να περάσουν αντιλαϊκά  μέτρα και δεν αναφέρονται καθόλου στο που οφείλονται. Οφείλονται στην τρομερή λεηλασία  που υπέστησαν από το κράτος τις τράπεζες και την εργοδοσία. Συντονισμένα και αδιάλειπτα 21 τρις. λεηλατήθηκαν:


·        Από τις τράπεζες με την άτοκη δέσμευση των αποθεματικών των ταμείων (για μια 35ετία) ή με εξευτελιστικά επιτόκια για πολλά ακόμα χρόνια.. 


·        Από το κεφάλαιο με την εισφοροδιαφυγή, την ανασφάλιστη εργασία (27%), τις εισφοροαπαλλαγές, τα κίνητρα και τις διευκολύνσεις .


·        Από το κράτος με τα ασφαλιστικά χρέη των ΔΕΚΟ, με το τζογάρισμα  των αποθεματικών στο χρηματιστήριο και με την κατασπατάληση της ακίνητης περιουσίας των ταμείων ( που έχει χαριστεί για ένα κομμάτι  ψωμί σε ιδιώτες, κρατικούς φορείς κ.λ.π.).


·        Τίποτα δε λένε οι κυβερνώντες και οι διάφοροι αναλογιστές, για τη μεγάλη ληστεία που γίνεται τα τελευταία χρόνια στα ταμεία, από τον περιορισμό της συμμετοχής του κράτους στα κάθε λογής έξοδα κοινωνικής ασφάλισης και στη μεταφορά αυτών των υποχρεώσεων αυτόματα στα ταμεία  Από το 1 ευρώ που ξόδευε κάθε νοσοκομείο, τα 85 λεπτά καλύπτονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και μόνο τα 15 από τα ασφαλιστικά ταμεία. Σήμερα τα 40 λεπτά καλύπτονται από το δημόσιο και τα υπόλοιπα βαραίνουν τα ασφαλιστικά ταμεία. Έτσι εμφανίζονται οι μαύρες τρύπες στα λογιστικά βιβλία των ταμείων.


 


Αν δε γινόταν αυτή η λεηλασία  θα υπήρχε πλεόνασμα 33 τρις δραχμών  για τα επόμενα 50 χρόνια και όχι αναλογιστικό έλλειμμα που υπάρχει σήμερα.




Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 03.03.2006 23:18:09
 
Αναγνώσθηκε 731 φορές