Διαφόρων Φορέων

Η άγνοια της δυσλεξίας


Του Ηλία Παπαγεωργίου


Γνωστό είναι το απόφθεγμα: «Η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την άγνοια». Αυτό συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους, μορφωμένους και μη, οι οποίοι συγχέουν τη δυσλεξία με την πνευματική υστέρηση. Ταυτίζουν, με άλλα λόγια, τη δυσλεξία με τη βλακεία, αγνοώντας ότι πολιτικοί, καλλιτέχνες, επιστήμονες, συγγραφείς παγκόσμιου κύρους ήταν δυσλεξικοί. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Νέλσονα Ροκφέλερ, τον Θωμά Έντισον, τον Ουόλτ Ντίσνεϊ, τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, τον Τομ Κρουζ, την Αγκάθα Κρίστι κ.ά.

Η δυσλεξία είναι μια μαθησιακή δυσκολία, πράγμα που σημαίνει ότι εξαιτίας της καθυστερεί ή εμποδίζεται η εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης από παιδιά που έχουν όλες τις ικανότητες και δυνατότητες για τις εργασίες αυτές. Είναι δηλαδή παιδιά με κανονική ή και ανώτερη νοημοσύνη.

Τα παιδιά αυτά ξεκινούν το σχολείο με "προδιαγραφές" καλών ή άριστων επιδόσεων και, ωστόσο, δέχονται την ψυχρολουσία της σχολικής αποτυχίας.

Η αποτυχία τους οφείλεται αφενός στην πραγματική δυσκολία τους να καταλάβουν και να μάθουν τα σύμβολα (γράμματα) και το σύστημα ανάγνωσης – γραφής, και αφετέρου στο γεγονός ότι οι δάσκαλοι (και αργότερα οι καθηγητές) εμφανίζουν απροθυμία στην εκπαίδευση "δύσκολων" παιδιών, στερούνται ειδικής εκπαιδεύσεως και το κυριότερο, παρερμηνεύουν την έννοια της "δίκαιης αξιολόγησης" των μαθητών τους.

Και όμως τα δυσλεξικά παιδιά: έχουν γρήγορη αντίληψη, συχνά ξαφνιάζουν με την οξυδέρκεια των παρατηρήσεών τους, έχουν ικανότητες συνδυαστικές, κρίνουν και οδηγούνται σε λογικά συμπεράσματα μετά από επεξεργασία δεδομένων, έχουν έφεση στην μηχανολογία και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έχουν γόνιμη φαντασία, χιούμορ και επινοητικότητα.

Συνεπώς είναι σε θέση για σπουδές κάθε επιπέδου αρκεί: να κατανοούνται οι συγκεκριμένες τους δυσκολίες και να μην τους καταλογίζονται ως "θανάσιμα" σφάλματα τα ορθογραφικά, οι παραφθορές λέξεων - ονομάτων, η αδυναμία να θυμηθούν χρονολογίες (ενώ κατανοούν πλήρως τα ιστορικά γεγονότα) και, γενικά, να αξιολογούνται με γνώμονα την ιδιαιτερότητά τους.

Η δυσλεξία, επομένως, είναι μια ιδιομορφία στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων αυτών και δεν έχει καμιά σχέση με το βαθμό νοημοσύνης. Η προφορική εξέταση στο σχολείο και σε κάθε είδους εξετάσεων είναι νομικά κατοχυρωμένη και αποσκοπεί στη δίκαιη αξιολόγηση των μαθητών. Αν λάβουμε υπόψη την ηλικία των μαθητών, τις συνθήκες εξέτασης (μόνο του το παιδί ενώπιον τριών αγνώστων εκπαιδευτικών, αδυναμία για την παραμικρή επικοινωνία με τους συνεξεταζόμενους συμμαθητές του, ανάγκη να απαντήσει σε πολύ λίγο χρόνο συγκριτικά με τους συμμαθητές του, που έχουν στη διάθεσή τους τρεις ολόκληρες ώρες να σκεφτούν, να γράψουν, να διορθώσουν, ακόμη και να «συνεννοηθούν» με τους συμμαθητές των, αντιμετώπισή του με ειρωνεία από κάποιους ανίδεους εξεταστές κ.λπ.), αντιλαμβανόμαστε ότι τα δυσλεξικά παιδιά βρίσκονται σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση τόσο στην καθημερινή σχολική μάθηση, όσο και, κυρίως, στις εξετάσεις.

Και όμως η ιδιοτέλεια μερικών σε συνδυασμό με την παντελή άγνοια του φαινομένου φτάνει στο σημείο να στέλνουν στη δικαιοσύνη μαθητές και γονείς, επειδή οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα ειδικά κέντρα διάγνωσης, για να επισημοποιήσουν τη μαθησιακή ιδιαιτερότητα των παιδιών τους, χωρίς να λαβαίνουν υπόψη ότι κανείς γονιός δε θέλει να έχει ένα παιδί με τη στάμπα του διαφορετικού, έστω και αν αυτή η διαφορετικότητα χαρακτηρίζεται από υψηλό δείκτη νοημοσύνης.


Συμπέρασμα: δεν πρέπει να είμαστε «φιλοπαίγμονες εν ου παικτοίς», δηλαδή δεν πρέπει να παίζουμε με πράγματα που δε σηκώνουν αστεία.

 



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 06.11.2005 21:10:01
 
Αναγνώσθηκε 1481 φορές