Ειδήσεις & Άρθρα επικαιρότητας για την εκπαίδευση

Τα Ελληνικά μας:δυσκολευόμαστε στο λόγιο λεξιλόγιο και τον γραπτό λόγο

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΣ: Ερευνα δείχνει ότι τα λέμε μέχρι και 8 ώρες ημερησίως αλλά δυσκολευόμαστε στο λόγιο λεξιλόγιο και τον γραπτό λόγο

Μιλάμε πολύ, με ξένες λέξεις... αναφανδόν

Της ΜΑΡΙΑΣ ΔΕΔΕ

Μιλάμε πολύ. Τα λέμε από κοντά και λιγότερο στο τηλέφωνο. Η οικογένεια φαίνεται να παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στον τρόπο που μιλάμε. Ακολουθούν το σχολείο και το φιλικό περιβάλλον.

Χρησιμοποιούμε πολύ ξένες λέξεις, δεν είμαστε εξοικειωμένοι με το λόγιο λεξιλόγιο και κατανοούμε καλύτερα τον απλό και οικείο προφορικό λόγο. Ο,τι σχετίζεται με τον γραπτό λόγο φαίνεται να είναι λιγότερο αλλά όχι λίγο κατανοητό.

Η θεατρική γλώσσα και κυρίως η γλώσσα της πολιτικής αποτυπώνονται κάπως δυσνόητες.

Η τηλεόραση και η χρήση του Ιντερνετ δεν περιορίζουν την προφορική γλωσσική επικοινωνία, αφού δεν προκύπτει να μιλούν λιγότερο οι φανατικοί της μικρής οθόνης και του Διαδικτύου.

Μας αρέσει (ακόμη και στους νέους) η λογοτεχνική γραφή περισσότερο από τη γραφή λάιφ στάιλ και δεν φαίνεται τελικά να πιστεύουμε ότι το λεξιλόγιό μας έχει γίνει φτωχότερο τα τελευταία χρόνια. Ομως, μόνο, ο ένας στους πέντε γνωρίζει τι σημαίνει η λέξη αναφανδόν.

Είναι μερικά μόνο από τα ευρήματα της πανελλαδικής έρευνας με θέμα «Με ποια ελληνικά μιλάμε σήμερα» που πραγματοποίησε σε δείγμα 1.600 ατόμων ηλικίας 15-65 ετών (50% άντρες και 50% γυναίκες) η εταιρεία ALCO για λογαριασμό του Ινστιτούτου Επικοινωνίας, με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς. Ετσι όπως τα συνόψισε ο διευθύνων σύμβουλος της ALCO Α.Ε. Κ. Παναγόπουλος, χθες κατά τη διάρκεια εκδήλωσης-παρουσίασης της έρευνας.

* ΟΙ ΟΜΙΛΗΤΙΚΟΤΕΡΟΙ: Ενα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό, της τάξης του 38,9%, δηλώνει πως μιλάει από 8 ώρες και πάνω κάθε ημέρα. Μεταξύ των πρωταθλητών τη μεγαλύτερη έφεση στο «μπλα... μπλα...» φαίνεται να έχουν οι Κρητικοί (55,7%) και οι κάτοικοι της Αττικής (51,4%). Ακολουθούν οι αναγνώστες αθλητικών εφημερίδων (50,4%), οι κάτοικοι της Ηπείρου (49,6%), της Δυτικής Ελλάδας (48,6%), οι ιδιωτικοί υπάλληλοι (47,6%) και ηλικιακά οι νέοι άνθρωποι 25-34 ετών, αλλά και 12-17 ετών.

Στον αντίποδα, σε αυτούς δηλαδή που μιλούν έως 3 ώρες κάθε ημέρα (ποσοστό 20,2%) φαίνεται να ξεχωρίζουν για την προσήλωσή τους στο «η σιωπή είναι χρυσός» οι κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίας (74,5%), της Πελοποννήσου (54,9%), της Στερεάς Ελλάδας (43,9%), οι αγρότες (43,8%), οι συνταξιούχοι (36,4%), οι εργάτες (34,7%) και άτομα ηλικίας 55-65 ετών (28,3%).

Το 40,4% μιλάει από 4 έως 7 ώρες κάθε ημέρα.

Η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος (77%) συνομιλεί από κοντά, «πρόσωπο με πρόσωπο» δηλαδή, και μόνο το 23% «στο τηλέφωνο».

Οι Ελληνες σε μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να μιλούν περισσότερο με φίλους παρά με συζύγους-συντρόφους.

Είναι χαρακτηριστικό πως στην ερώτηση «με ποιον θα λέγατε ότι μιλάτε περισσότερο;» Το 32% αναφέρει πρώτα τους φίλους. Το 27,5% τη σύζυγο-σύντροφο, το 20,3% τους συναδέλφους στη δουλειά, το 9,6 τα παιδιά, το 6,5% γονείς-συγγενείς.

* ΤΙ ΣΥΖΗΤΑΜΕ: Μοιρασμένα είναι τα ποσοστά όσον αφορά τα θέματα συζήτησης: επαγγελματικά (30%), προσωπικά (36%), οτιδήποτε άλλο (34%). Για επαγγελματικά μιλούν περισσότερο οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες, οι εργάτες, οι κάτοικοι της Θεσσαλίας, οι δημόσιοι υπάλληλοι, άτομα ανώτατης μόρφωσης, ιδιωτικοί υπάλληλοι και γενικότερα οι άντρες. Για προσωπικά κυρίως οι κάτοικοι της Ηπείρου, της Κρήτης, οι απασχολούμενοι με οικιακά, οι μαθητές, οι φοιτητές, οι κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίας και οι γυναίκες.

Οι 8 στους 10 δηλώνουν πως χρησιμοποιούμε σήμερα «αρκετά έως πολύ» ξενόφερτες λέξεις. «Λίγο» υποστηρίζει το 10,6%, «σπάνια» το 4,5% ενώ το 0,4% δηλώνει κατηγορηματικά «ποτέ».

Κάνοντας πάντως μια σύγκριση με το παρελθόν (και συγκεκριμένα με πριν από 30 χρόνια), το 41% θα πει πως το λεξιλόγιό μας έχει γίνει πιο φτωχό, το 39% πιο πλούσιο, το 15% λέει πως έχει παραμείνει όπως ήταν και ένα 5% δεν ξέρει ή δεν απαντάει.

* ΟΙ ΞΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ: Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας ξενόφερτες λέξεις χρησιμοποιούν περισσότερο: κάτοικοι της Αττικής (64,8%), άνθρωποι που διαβάζουν αθλητικές εφημερίδες (60,9%), ιδιωτικοί υπάλληλοι (55,8%), ζουν σε αστικές περιοχές (53,9%), όσοι βλέπουν 4 με 5 ώρες τηλεόραση την ημέρα (51,4%), οι μέσης μόρφωσης (50,1%), οι ηλικίας 35-44 ετών (48,6%) και γυναίκες (48,3%).

Αυτοί που χρησιμοποιούν λιγότερο ξενόφερτες λέξεις φαίνεται να είναι οι κάτοικοι Πελοποννήσου (14,7%). Ακολουθούν οι αγρότες, εργάτες, συνταξιούχοι, άτομα ανώτερης και ανώτατης μόρφωσης και ηλικίες 45 έως 65 ετών.

«Εμεινα», «κουφάθηκα», «έπαθα», «καράφλιασα». Αυτές τις λέξεις χρησιμοποιεί συνήθως το 49,3% του δείγματος όταν θέλει να περιγράψει κάτι εξαιρετικά αναπάντεχο. Το 25,2% θα επέλεγε τη λέξη «απίστευτο» και το 15,4% το «εξεπλάγην». Το 1,7% σε μια τέτοια περίπτωση θα αναφωνούσε «ουάου» ενώ το 6,5% δηλώνει πως θα χρησιμοποιούσε κάποια άλλη λέξη.

Το 47,3% θα περιέγραφε έναν ευφυή άνθρωπο με τις λέξεις «σαΐνι», «σπίρτο», «αϊτός», «ξεφτέρι», «τζιμάνι». Το 23,5% θα χρησιμοποιούσε το «διάνοια» και το 20,9% το «έξυπνος».

Αντί του «μεθυσμένος», το 60,8% θα χρησιμοποιούσε τις λέξεις «λιώμα», «κομμάτια», «τύφλα», «πίτα», «λιάρδα», «χώμα», «σταφίδα».

«Την κοπανάει», «την κάνει», «λουφάρει», «γίνεται λούης». Ετσι θα περιέγραφε το 62,1% του δείγματος κάποιον που δεν θέλει να κάνει κάτι, ενώ το 32,9% θα χρησιμοποιούσε το «αποφεύγει» και «το σκάει».

Κάτι λιγότερο από το 25% γνωρίζει τι σημαίνει η λέξη αναφανδόν. Τη σημασία της λέξης ενδιαίτημα γνωρίζει το 18,3%, την έννοια του «εύσημον» απέδωσε σωστά το 61,8%, ενώ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 95,2% για τη λέξη «κουλουβάχατα». Το 79,9% πάντως γνωρίζει το «κουντεπιέ».

Η οικογένεια, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις των ερωτωμένων που κλήθηκαν να αξιολογήσουν την επιρροή διαφόρων παραγόντων στον τρόπο που μιλούν, παίζει τον βασικότερο ρόλο. Ακολουθούν το σχολείο, οι φίλοι, το εργασιακό περιβάλλον, η τηλεόραση, η λογοτεχνία, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, ενώ ισοβαθμούν τα περιοδικά και η διαφήμιση.

* ΤΙ ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ: Περισσότερο κατανοητή θεωρούν οι ερωτώμενοι τη γλώσσα της τηλεόρασης απ' αυτή του ραδιοφώνου. Στην κλίμακα από 1 (απολύτως ακατανόητη) έως 10 (απολύτως κατανοητή), η μικρή οθόνη συγκεντρώνει μέσο όρο 8,2 και το ραδιόφωνο 8,1. Ακολουθούν η διαφήμιση με 8, οι εφημερίδες και τα περιοδικά (7,5), το θέατρο (7,2) και η πολιτική (6,4). Πιο κατανοητή πάντως αποτυπώνεται η γλώσσα στο εργασιακό περιβάλλον (8,4).

Μπορεί να είναι λιγότερο κατανοητή η γλώσσα του Παπαδιαμάντη απ' αυτή του Πέτρου Κωστόπουλου, όμως το κείμενό του κοσμοκαλόγερου, όπως αποδόθηκε στη δημοτική από τον Μένη Κουμανταρέα, είναι που έρχεται πρώτο στις προτιμήσεις του δείγματος. Είναι αυτό που «αρέσει περισσότερο» με ποσοστό 40,9%. Ακολουθεί στις προτιμήσεις με 28,6% ένα απόσπασμα από κείμενο του Στρατή Μυριβήλη, ο Παπαδιαμάντης στο πρωτότυπο (11%) και το κείμενο του Π. Κωστόπουλου με, επίσης, 11%. Στην ερώτηση όμως «ποιο κείμενο από αυτά έχει τα πιο καλά ελληνικά» το ποσοστό του Π. Κωστόπουλου πέφτει στο 7,9%, ενώ του Παπαδιαμάντη στο πρωτότυπο συγκεντρώνει το 20,4%.


«Η γλώσσα ούτε φτωχαίνει ούτε πλουταίνει»

«Στο ερώτημα ποια ελληνικά μιλάμε σήμερα, πρέπει κυρίως να απαντήσουμε με το ποια ελληνικά πρέπει να μιλάμε στο μέλλον», επισήμανε η υπουργός Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου χθες, κατά την εκδήλωση παρουσίασης της έρευνας.

Ή τουλάχιστον, πρόσθεσε, να απαντήσουμε στο πώς μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, αφού η γνώση της γλώσσας δεν έχει σχέση με τις εξετάσεις που δίνει κάποιος ή με το πώς παρουσιάζει ένα θέμα, αλλά κυρίως με τον τρόπο του σκέπτεσθαι.

«Η μη καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας πολλές φορές μπορεί να συνιστά και τρόπο λανθασμένης σκέψης», τόνισε και δεσμεύτηκε για την αξιοποίηση των ευρημάτων της έρευνας. Η Αννα Λυδάκη, επίκουρη καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μιλώντας κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, επισήμανε πως υπάρχουν υπερβολές στις απόψεις για λεξιπενία της ελληνικής, φθορά, παρακμή, κακοποίηση της γλώσσας κ.λπ. «Ο κίνδυνος βέβαια είναι υπαρκτός μέσα στον διάχυτο εκδυτικισμό, όμως πάντα υπάρχουν εστίες αντίστασης που με απροσδόκητους συνδυασμούς και συνθέσεις επιμένουν στη γλωσσική μας ταυτότητα», τόνισε. Πρόσθεσε δε: «Η γλώσσα δεν είναι κάτι το απολιθωμένο, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός και είναι φυσικό, καθώς αλλάζει ο κόσμος, να αλλάζει και εκείνη, να υφίσταται τροποποιήσεις, εξελίξεις και η χρήση της να είναι τελικά εκείνη που διαμορφώνει τη νόρμα».

Την άποψη ότι η γλώσσα ούτε φτωχαίνει ούτε πλουταίνει από μόνη της εξέφρασε και η Λένα Διβάνη, συγγραφέας και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Η γλώσσα ακολουθεί τη ζωή», επισήμανε.

Μίλησαν ακόμη η γ.γ. Νέας Γενιάς Β. Κόλλια, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Επικοινωνίας Θ. Κοτιώνης, η Κατερίνα Τσεμπερλίδου, πρόεδρος της Adel Saatchi & Saatchi, ο εκδότης και γενικός διευθυντής της εφημερίδας «Ο κόσμος του Επενδυτή» Γ. Φελέκης, ο δημοσιογράφος Π. Τσίμας, ο εκδότης αθλητικής ύλης στο Ιντερνετ Κ. Καμάρας και ο αντιπρόεδρος της εταιρείας Spot Thompson Τ. Λιαρμακόπουλος.




Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 04.11.2005 21:55:01
 
Αναγνώσθηκε 1049 φορές