Διαφόρων Φορέων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


Μια πληγωμένη ζωτική δύναμη


 


Η εκπαίδευση είναι μια πράξη αγάπης, επομένως μια πράξη θάρρους. Δεν πρέπει να φοβάται την αντιπαράθεση, την ανάλυση της πραγματικότητας, τη δημιουργική συζήτηση, αν δε θέλει να καταλήξει σε παρωδία.


Η προηγούμενη εύστοχη οριοθέτηση του όρου εκπαίδευση από κάποιον βραζιλιάνο παιδαγωγό θα πρέπει αναμφισβήτητα να μας οδηγήσει στη δημιουργική αξιοποίησή της. Και αυτό γιατί η χώρα μας, περισσότερο από πολλά άλλα κράτη, παρουσιάζει ποικίλα και φλέγοντα προβλήματα, καθώς και χαρακτηριστικές αντιφάσεις σε ό,τι αφορά το νευραλγικό τομέα της παιδείας. Για την αποσαφήνιση της σκοποθεσίας του άρθρου σημειώνω ότι θα περιοριστώ σχετικά με τον όρο παιδεία στα πλαίσια που αυτός συνδέεται με τους εκπαιδευτικούς χώρους, χωρίς να θίξω την κατά τα άλλα ζωτικότατη σχέση και πραγμάτωσή του στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα του τόπου μου. Με δύο λόγια στο παρόν κείμενο επιδιώκω να σκιαγραφήσω με το μάτι ενός αντικειμενικού παρατηρητή την εικόνα που αντικρίζει η μαθητιώσα νεολαία μας, οι συνάδελφοί μου εκπαιδευτικοί, καθώς και η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία γενικότερα από τους χώρους πρόσκτησης της γνώσης.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κοντά στη δημόσια παιδεία υφίσταται ως πραγματικότητα στην Ελλάδα και η ιδιωτική. Χαρακτηριστικές πραγματώσεις της είναι τα ιδιωτικά σχολεία, τα φροντιστήρια (ξενόγλωσσα και μέσης εκπαίδευσης), οι ιδιωτικές επαγγελματικές σχολές και τα ιδιωτικά ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης, καθώς και οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί φορείς πανεπιστημιακού επιπέδου (για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές). Σε μία χώρα λοιπόν που η δημόσια δωρεάν παιδεία είναι, ευτυχώς ακόμα, συνταγματικά κατοχυρωμένη, η ύπαρξη τόσο διογκωμένης ιδιωτικής εκπαιδευτικής πρωτοβουλίας δημιουργεί αμέσως μία νοσηρή αντίφαση, που πλήττει το κύρος και την ποιότητα της κρατικής παρεχόμενης εκπαίδευσης, προκαλεί διλήμματα αξιολόγησης δημόσιου και ιδιωτικού σχολείου στην ελληνική οικογένεια, επιβαρύνει και αφαιμάσσει σε πολλές περιπτώσεις οικονομικά την τσέπη μας, διαμορφώνει εκπαιδευτικούς χώρους πολλαπλών ταχυτήτων και τελικά καταντά την παιδεία εμπορεύσιμο είδος ή καλύτερα είδος ευρείας κατανάλωσης, ακόμα και από ανθρώπους που την αντιμετωπίζουν ως ευκαιρία εύκολης κερδοφορίας. Το θέμα μάλιστα είναι πολύ πιο σοβαρό, αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για ένα δικαίωμα όλων των νέων, αυτό της γνώσης και της γενικότερης πνευματικής καλλιέργειας. Το ευαίσθητο λοιπόν αυτό πεδίο, από το οποίο εξαρτάται το ίδιο το μέλλον του τόπου μας, έχει πιστεύω παραγκωνιστεί στη συνείδησή μας και στους σχεδιασμούς της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Το μαρτυρούν τα μειωμένα κονδύλια, οι δυστοκίες στη διεκπεραίωση των διαφόρων εκπαιδευτικών αναγκών και προβλημάτων, καθώς και το γεγονός ότι ο εκπαιδευτικός χώρος μετατρέπεται συχνά πυκνά από τα κόμματα σε αρένα μικροπολιτικής και ανούσιων αντεγκλήσεων. Επιπλέον, καθόλου πια δε μας ξεγελούν ή δε μας πείθουν οι κορώνες για εθνικό εκπαιδευτικό διάλογο, καθώς και οι φρούδες υποσχέσεις για οικονομική πριμοδότηση των σχολικών προγραμμάτων.


Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα έχει να παρουσιάσει έναν προβληματικό δημόσιο εκπαιδευτικό τομέα και έναν ασύδοτο, εμπορευματοποιημένο και προσηλωμένο στους αμείλικτους νόμους της ελεύθερης αγοράς ιδιωτικό «εκπαιδευτικό γίγαντα». Και μεταχειρίζομαι αυτήν τη μεταφορική έκφραση, γιατί σαν τα μανιτάρια παρατηρώ να ξεφυτρώνουν γύρω μου ιδιωτικές επιχειρήσεις εκπαιδευτικού χαρακτήρα.


Εκείνο πάντως που θα ήταν σκόπιμο είναι να γίνει μία ολοκληρωμένη και προσεκτική καταγραφή των προβλημάτων στο χώρο της παιδείας (δημόσιας και ιδιωτικής) και αυτό θα επιχειρήσω, με όση κριτική ικανότητα διαθέτω και πάντως απροκατάληπτα, να κάνω παρακάτω.


Ο δημόσιος εκπαιδευτικός χώρος σήμερα παρουσιάζει σίγουρα ποιοτικό έλλειμμα ως προς την προσφερόμενη γνώση και ειδικότερα ως προς τον τρόπο και τις μεθόδους που εφαρμόζονται για τη μετάδοσή της. Υπεύθυνοι είναι τόσο οι εκπαιδευτικοί όσο και η Πολιτεία, ενώ θα ήταν λάθος να χρεώσουμε την ανεπάρκεια ενός ολόκληρου εκπαιδευτικού συστήματος στην κατά τα άλλα υπαρκτή και συχνά απαντώμενη αδιαφορία των μαθητών.


Ο εκπαιδευτικός του δημοσίου, προστατευμένος από το καθεστώς της μονιμότητας και σχεδόν χωρίς καμία ποιοτική αξιολόγηση του έργου, των γνώσεων και της παιδαγωγικής του κατάρτισης, μοιάζει με εργαζόμενο σε μια δουλειά ρουτίνας, ο οποίος ζει βυθισμένος στη ναφθαλίνη ενός στείρου και αναχρονιστικού εκπαιδευτικού προφίλ. Ίσως οι χαρακτηρισμοί αυτοί να ακούγονται μηδενιστικοί και υπερβολικοί, και σίγουρα δεν αντιπροσωπεύουν τους νέους και ασφαλώς γεμάτους οράματα συναδέλφους, όμως τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς για εκείνους που σπαταλούν ανούσια τη διδακτική ώρα, μπαίνουν στην τάξη απροετοίμαστοι, σε κάθε ευκαιρία επιδιώκουν να γλιτώσουν το μάθημα και δεν ανανεώνουν ποτέ τις γνώσεις τους; Δεν είναι άλλωστε λίγα τα παραδείγματα δασκάλων και καθηγητών που μαρτυρούν περιπτώσεις ασύστολης αυθαιρεσίας σε βάρος των μαθητών τους. Άλλα τόσα και ίσως περισσότερα είναι και τα παραδείγματα συναδέλφων που τίποτε απολύτως δεν κατέχουν από παιδαγωγική συμπεριφορά και ευαισθησία.


Γεγονός είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών δεν αισθάνεται τη γοητεία του λειτουργήματός της και δεν αντιλαμβάνεται την ουσία της διδασκαλίας. Εκείνο που πρωτίστως ενδιαφέρει τους πάντες είναι οι οικονομικές απολαβές και, ας μου επιτραπεί η έκφραση, η λούφα. Η εποχή των ιδεολόγων και χαρισματικών δασκάλων έχει πια παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ευτυχώς, υπάρχουν πάντα «φωτεινές» εξαιρέσεις του προηγούμενου θλιβερού κανόνα.


Οι βιοποριστικές ανάγκες και οι ζωηροί κλονισμοί των θεσμών στην κοινωνία μας καταβαράθρωσαν την αίγλη του εκπαιδευτικού και μετέτρεψαν στη συνείδηση του ίδιου και των γύρω του την ενασχόλησή του από λειτούργημα σε επάγγελμα.


Το δημόσιο σχολείο βαφτίστηκε οίκος σταθερής αποκατάστασης και μάλιστα με τις λιγότερες εργασιακές απαιτήσεις. Αυτό υποστηρίζουν όλοι οι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί και ονειρεύονται διακαώς να μπουν στο σχολείο και να βολευτούν εφ’ όρου ζωής, μέσα σ’ ένα φαύλο κύκλο σαλαμοποίησης γνώσεων, οραμάτων και δραστηριοτήτων. Και όλα αυτά βέβαια στο βωμό ενός μικρού, πλην όμως σταθερού και σίγουρου μισθού, καθώς και μιας παγιωμένης ασφαλιστικής και ιατροφαρμακευτικής κάλυψης. Δεν είναι αναμφισβήτητα κατακριτέο το γεγονός της επιθυμίας χιλιάδων νέων για μια θέση στο δημόσιο εκπαιδευτικό χώρο. Το θλιβερό είναι ότι η θέση αυτή, τις περισσότερες φορές, αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία εργασιακής νωθρότητας και σταθερών αποδοχών, που όμως είναι άσχετες με θέματα διδασκαλικής επίδοσης και ποιοτικής προσφοράς.


Μπροστά λοιπόν σ’ ένα δάσκαλο παθητικό, ανενεργό, ανεπαρκή και στάσιμο, πολύ περισσότερο προβληματικός παρουσιάζεται ο μαθητής του. Και εκείνο που θα πρέπει να μας απασχολήσει επειγόντως δεν είναι το γιατί ο νεαρός έφηβος δε διαβάζει σήμερα, αλλά το γιατί οι εκπαιδευτικοί μας δουλεύουν σήμερα βαριεστημένα και ως ένα σημείο ανεξέλεγκτα.


Το μερίδιο ευθύνης της Πολιτείας είναι τεράστιο και δεν αφορά μόνο αυτήν καθ’ αυτήν τη λανθασμένη πραγμάτωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά και την καταπάτηση κάθε διδασκαλικής δεοντολογίας από μέρους των εκπαιδευτικών. Τα πενιχρά κονδύλια για την παιδεία δεν αρκούν για να καλύψουν το οξύτατο σχολικό κτιριακό πρόβλημα, να εξοπλίσουν επαρκώς τις υπάρχουσες σχολικές μονάδες, να διευθετήσουν εν γένει εργασιακά προβλήματα των διδασκόντων και λειτουργικές ανάγκες των σχολικών χώρων. Η χαοτική κατάσταση που επικρατεί στα δημόσια εκπαιδευτήρια κάθε Σεπτέμβρη, με τις ελλείψεις σε βιβλία και διδακτικό προσωπικό, καθώς και οι διορισμοί που γίνονται με το σταγονόμετρο, μαρτυρούν ότι φανφαρονισμοί είναι οι κατά καιρούς εξαγγελίες κάθε κυβέρνησης, ότι η παιδεία είναι η πρώτη προτεραιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Ακόμη και τα ευεργετικά ως προς τη σύλληψή τους προγράμματα της ενισχυτικής διδασκαλίας και της πρόσθετης διδακτικής στήριξης «πνίγηκαν» κάτω από το βάρος κακών χειρισμών και σε πολλά σχολεία σήμερα δεν εφαρμόζονται καθόλου. Αλλά και το πρόγραμμα του ολοήμερου δημοτικού σχολείου, αν και προβάλλεται ως συνεχώς διευρυνόμενο και εξελισσόμενο, πολύ απέχει από τους πραγματικούς του στόχους και σε πολλές περιπτώσεις έχει καταργηθεί ή καταντήσει ωράριο παιδικής χαράς για τους μικρούς μαθητές και για πολλούς φυγόπονους δασκάλους.


Κοντά σ’ αυτήν την ελίτ των μόνιμων δημόσιων εκπαιδευτικών όμως υπάρχει και μία τεράστια μάζα συναδέλφων που ζουν και δραστηριοποιούνται στον ιδιωτικό χώρο και προσπαθούν μ’ αυτόν τον τρόπο να επιβιώσουν. Μέσα από ένα καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας και βιώνοντας την αυθαιρεσία του κάθε εργοδότη, οι εκπαιδευτικοί αυτοί, νέοι στην πλειοψηφία τους, είναι θεωρώ περισσότερο αποδοτικοί, ορεξάτοι και δραστήριοι από εκείνους που απολαμβάνουν τη σταθερή επαγγελματική κατοχύρωση.


Το Κράτος από την πλευρά του, από τη μια τροφοδοτεί την ανάπτυξη ιδιωτικών εκπαιδευτικών φορέων με τη χορήγηση νόμιμων αδειών λειτουργίας και τη θέσπιση προϋποθέσεων επιχειρηματικής δράσης στον εν λόγω τομέα και από την άλλη στο βωμό ενός άθλιου πολιτικού λαϊκισμού υποσκάπτει τα θεμέλια της ιδιωτικής εκπαίδευσης, πολεμώντας τάχα την παραπαιδεία. Στην ουσία πρόκειται για κατάσταση που το ίδιο δημιούργησε και υπόθαλψε, χωρίς φυσικά να κατοχυρώσει αυστηρό πλαίσιο νόμου για τη λειτουργία τέτοιου είδους φορέων και χωρίς να εφαρμόζει τακτική αυστηρών ελέγχων. Δυστυχώς η Ελλάδα σε τέτοιους και σε πολλούς άλλους τομείς επιβεβαιώνει τη θλιβερή διαπίστωση ότι είναι «η χώρα με το καλύτερο λάδι». Και αυτό γιατί σε πολλές περιπτώσεις οι νόμοι υπάρχουν, το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο εφαρμόζονται.


Κι όμως χιλιάδες εκπαιδευτικοί δουλεύουν σήμερα με πενιχρό ωρομίσθιο και το καλοκαίρι συνωστίζονται στα γραφεία του Ο.Α.Ε.Δ. για το ταμείο ανεργίας. Αυτοί οι συνάδελφοι έχουν σε πολλές περιπτώσεις οικογένεια και παιδιά. Πού είναι το Κράτος να τους αγκαλιάσει με τη φροντίδα του; Γιατί ποτέ κανένας Υπουργός Παιδείας δε βγήκε στα Μ.Μ.Ε. να μιλήσει για την ιδιωτική εκπαίδευση και ειδικότερα για τους διδάσκοντές της. Είναι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί εργαζόμενοι ενός κατώτερου θεού; Για να αναγνωριστεί η αξία και η προσφορά τους και για να αποκτήσουν κύρος πρέπει να ενταχθούν στη χορεία των βολεμένων του δημοσίου; Αφού η ιδιωτική εκπαίδευση είναι στην Ελλάδα μια πραγματικότητα, γιατί δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια; Μάλλον συμφέρει τους ιθύνοντες να προβάλλουν μία δημόσια δωρεάν παιδεία, η οποία όμως έχει ένα δεκανίκι, που χωρίς αυτό είναι σίγουρο ότι θα κατακρημνιστεί. Αυτό δείχνουν τα λεγόμενα των μαθητών μας: «…τον καθηγητή του φροντιστηρίου ακούω, γιατί ο άλλος στο σχολείο είναι χαβαλετζής. Τι να κάνω όμως; Τον σέβομαι γιατί τον έχω ανάγκη. Αυτός θα με βαθμολογήσει στον έλεγχο.» ή « …θα πάω σε ξένο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα για bachelor, παρά στο δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο που συνεχώς εμφανίζει προβλήματα».


Το θέμα βέβαια είναι τεράστιο και δύσκολα καλύπτεται σε όλες του τις πτυχές. Προσπάθησα να δώσω σε γενικές γραμμές τη σύγχρονη ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Φυσικά, υπάρχουν πράγματα που παρέλειψα και ίσως να είναι περισσότερα απ’ αυτά που είπα. Νομίζω όμως ότι έδωσα ένα σαφές στίγμα για την κρίση που ταλανίζει τον ευαίσθητο χώρο της παιδείας. Δε θα ήθελα να φανώ κινδυνολόγος και μηδενιστής. Προσπάθειες γίνονται και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις εξαιρετικά φιλότιμες. Σίγουρα δεν αρκούν. Η εκπαίδευσή μας ως σύστημα σήμερα έχει ντυθεί έναν πλασματικό μανδύα ανανέωσης και εκσυγχρονισμού, αλλά πολύ φοβάμαι ότι έχει ένα σαθρό υπόβαθρο και «χάρτινα θεμέλια».


Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα που πρέπει να γίνουν, ώστε να αναδείξουν το εκπαιδευτικό μας σύστημα ως το πρωτεύον μέσο για τη μελλοντική στελέχωση της κοινωνίας μας με ικανούς πολίτες και επιπλέον οι εμπλεκόμενοι σ’ αυτήν τη διαδικασία λειτουργοί να απολαμβάνουν τις επιτυχίες του έργου και τα αποτελέσματα των κόπων και θυσιών τους.


Στο πλαίσιο λοιπόν των παραπάνω σκέψεων και διαπιστώσεων προτείνω τα εξής:


α) Προοδευτική και πραγματική αύξηση των εκπαιδευτικών κονδυλίων.


β) Συστηματική και καθολική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών λειτουργών της δημόσιας παιδείας.


γ) Άμεση κατασκευή νέων σχολικών μονάδων και ανανέωση της κτιριακής και υλικοτεχνικής υποδομής των παλαιότερων.


δ) Αύξηση των διορισμών σε όλες τις ειδικότητες των διδασκόντων στις τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες.


ε) Θέσπιση χαμηλότερου ορίου συνταξιοδότησης των εκπαιδευτικών και μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, ώστε να προκύψουν ευκολότερα νέες θέσεις εργασίας.


στ) Ενίσχυση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της πρόσθετης και ενισχυτικής διδασκαλίας και στελέχωσή τους αποκλειστικά από αδιόριστους εκπαιδευτικούς.


ζ) Διευθέτηση των εκπαιδευτικών αναγκών και δυσλειτουργιών των σχολείων στο τέλος κάθε σχολικού έτους.


η) Μισθολογική και ασφαλιστική εξίσωση δημόσιων και ιδιωτικών εκπαιδευτικών (συμπεριλαμβανομένων και των καθηγητών σε φροντιστήρια).


θ) Αναγνώριση της προϋπηρεσίας όλων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ανεξάρτητα του φορέα εργασίας των.


ι) Αυστηρό πλαίσιο νόμου και εξονυχιστικός έλεγχος για τη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.


ια) Κρατική επιχορήγηση όλων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών φορέων, το ύψος της οποίας θα καθορίζεται μετά από αντικειμενική αξιολόγηση.


Ασφαλώς, το οικονομικό κόστος των παραπάνω προτάσεων είναι τεράστιο. Αν και αποδέχομαι την προηγούμενη διαπίστωση, σημειώνω μόνο αυτό: στην Ελλάδα πρέπει να μάθουμε δύο πράγματα, ότι η παιδεία είναι το μέλλον μας και ότι τα χρήματα υπάρχουν αλλά ξοδεύονται αφειδώς σε ανούσιες καταστάσεις. Επιτέλους, κάποιοι πρέπει να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να αμείβονται εις βάρος των πολλών.


 


ONON


 


Υ.Γ. Η καυστική γλώσσα που χρησιμοποίησα σε πολλά σημεία του κειμένου δηλώνει αγανάκτηση και πικρία για τα εκπαιδευτικά μας δρώμενα. Εξέφρασα τις προσωπικές μου απόψεις για το χώρο στον οποίο έχω αποφασίσει να δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά. Τρέφω ελπίδες ότι μπορούν να γίνουν βήματα βελτίωσης, αρκεί να υπάρξει εξ ολοκλήρου καινούριος και αποτελεσματικός σχεδιασμός. Πάντως, σε όλους τους συναδέλφους μου εκπαιδευτικούς απευθύνω τελειώνοντας μία και μόνη προτροπή: από το μετερίζι τους και παρά τα προβλήματα και τις κακοτοπιές να συνεχίζουν με μεράκι και ευαισθησία να διαπλάθουν το πνεύμα και την προσωπικότητα των μαθητών τους. Άλλωστε, είπαμε ότι «η εκπαίδευση είναι πράξη αγάπης και θάρρους…» (Πάουλο Φρέιρε).


 


ONONONON


 


Θεσσαλονίκη, 24 Ιουνίου 2005


Αλέξανδρος Γ. Αλεξανδρίδης


Φιλόλογος


 


e-mail:


sapiens@otenet.gr


 


website:


www.philology-online.gr


 



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 27.06.2005 00:00:00
 
Αναγνώσθηκε 528 φορές