Φορέων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Υπόμνημα των Θεολογικών Σχολών προς την Υπουργό Παιδείας

21 Ιανουαρίου 2005 

Σημείωση ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το προσχέδιο Υπομνήματος που θα αποσταλεί (με τις τυχόν αλλαγές και επισημάνσεις) υπογεγραμμένο από τις ηγεσίες (Κοσμήτορες και Πρόεδροι Τμημάτων) των 2 Θεολογικών Σχολών (Αθηνών και Θεσσαλονίκης) προς την Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ.Μαριέττα Γιαννάκου, έπειτα και από τις Γενικές Συνελεύσεις που θα πραγματοποιηθούν τις προσεχείς μέρες και στις δύο Θεολογικές Σχολές. Συντάκτης του παρόντος είναι ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., Καθηγητής κ.Χρήστου Οικονόμου, ο οποίος και μας το παραχώρησε προς ενημέρωση και προβληματισμό.  

 

ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΑΘΗΝΩΝ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
προς την Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων
κα Μαριέττα Γιαννάκου

Θεσσαλονίκη 14/1/2005


Θεωρούμε βασική αρχή το γεγονός ότι θεολογία εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει και Εκκλησία χωρίς θεολογία δεν νοείται. Γι' αυτό πιστεύουμε πως το επιστημονικό επίπεδο, η εκκλησιοκεντρικότητα και η ορθόδοξη ταυτότητα των Θεολογικών Σχολών της Ελλάδος πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για μια άμεση συνεργασία με τη διοικούσα Εκκλησία και το Υπουργείο Παιδείας, που είναι ο διοικητικός προϊστάμενος μας. Οι Θεολογικές Σχολές βρίσκονται στη διακονία της Εκκλησίας και του κράτους 142 χρόνια η των Αθηνών και 62 χρόνια της Θεσσαλονίκης.

Το σύνολο των Ιεραρχών και γενικότερα ο πεπαιδευμένος κλήρος της Ελλαδικής Εκκλησίας και των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών είναι πτυχιούχοι τους όπως επίσης ολόκληρο το θεολογικό δυναμικό και οι καθηγητές των θρησκευτικών της Ελλάδος. Έτσι η ιστορία και η παράδοση αποδεικνύουν τη μεγάλη προσφορά τους στο έθνος και την οικουμενική Ορθοδοξία. Επομένως, με τα όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια δεν τίθεται θέμα συντεχνιακών κινήτρων και καθηγητικών συμφερόντων, αλλά επιστημονικής δεοντολογίας, ακαδημαϊκού ήθους και επιπέδου των θεολογικών σπουδών στην Ελλάδα, μπροστά στις προκλήσεις των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας και των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.

Στη συνέχεια θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε δέκα βασικά σημεία:

1. Ο σκοπός και ο ρόλος της λειτουργίας των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών θα είναι διαφορετικός από το σκοπό και το ρόλο των Θεολογικών Σχολών;

Αν είναι διαφορετικός, δεν μπορούν να συμπίπτουν τα προγράμματα, το περιεχόμενο σπουδών και τα γνωστικά τους αντικείμενα. Αν συμπίπτουν, προς τι ο διπλασιασμός των Θεολογικών Σχολών;

2. Η Εκκλησία χειροτονεί ιερείς πτυχιούχους άλλων Σχολών, πέραν των Θεολογικών. Θα αποκλειστούν οι Θεολόγοι πτυχιούχοι των Σχολών μας να γίνουν ιερείς ή να σπουδάσουν κληρικοί στις Θεολογικές
Σχολές; Δεν καλύπτουν δύο Θεολογικές Σχολές, όπως λειτουργούν με τα τέσσερα  τμήματά  τους,  τις  ανάγκες  της Εκκλησίας και πρέπει να διπλασιαστούν; Πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει
χώρα σ' ολόκληρο τον κόσμο όπου λειτουργούν συγχρόνως κρατικές Θεολογικές Σχολές και Σχολές της Εκκλησίας. Αν αυτό συμβεί στην Ελλάδα θα είναι παγκόσμια πρωτοτυπία. Εκτός αν άρχισε ο διάλογος
χωρισμού Εκκλησίας και κράτους!

3. Ήδη υπάρχει γνωμοδότηση του Συμβουλίου Επικρατείας ότι τους    πτυχιούχους    των    Ανωτάτων    Εκκλησιαστικών    Ακαδημιών υποχρεούται το κράτος να τους διορίζει στην ελληνική εκπαίδευση, σύμφωνα με την πρόνοια του Συντάγματος. Αντιλαμβάνεστε την αύξηση του αριθμού των αδιόριστων. Τι ζητά η Εκκλησία που δεν το καλύπτουν οι   Θεολογικές   Σχολές;   Σίγουρα   καλύπτουν   περισσότερα   απ'   όσα
χρειάζεται και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ορθόδοξη ταυτότητα τους, το ορθόδοξο και ακαδημαϊκό ήθος και κύρος  των καθηγητών τους.

4. Έχει υπολογιστεί ότι η  απορρόφηση  των πτυχιούχων των θεωρητικών Σχολών, μεταξύ των οποίων και οι Θεολογικές Σχολές, φθάνει το 14% ετησίως. Επομένως, κανονικά παραμένει χωρίς εργασία
και δυνατότητα απορρόφησης το 86%. Αν σταματήσει η Εκκλησία τη συνεργασία της με τις Θεολογικές Σχολές θα φέρει σε πιο δύσκολη θέση τους πτυχιούχους της Θεολογίας. Έτσι θα αναπτυχθεί μια αντιπαλότητα με τις παραδοσιακές Σχολές για την εξεύρεση θέσεων εργασίας στους
αποφοίτους των κρατικών Θεολογικών Σχολών και των αποφοίτων των
Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.

5. Το   μεγαλύτερο   ποσοστό   των  πτυχιούχων  των  Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών, με αδιάβλητες κατατακτήριες εξετάσεις φοιτά στις Θεολογικές μας Σχολές. Αυτό είναι γνωστό από τις εξετάσεις της
ΚΕΜΕ που γινόντουσαν μέχρι τον προηγούμενο χρόνο στη Θεσσαλονίκη και από φέτος σε κάθε Σχολή, όπου και πάλι τα ποσοστά συμμετοχής των αποφοίτων των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών είναι πολύ ψηλά.
Σχεδόν καθολική η συμμετοχή τους.

6. Αντικειμενικά κριτήρια εισαγωγής φοιτητών.
Ανωτατοποίηση των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών σημαίνει εισαγωγή μέσω των πανελληνίων εξετάσεων. Αυτό προϋποθέτει ότι πρέπει να γίνονται δεκτές και γυναίκες, να μη χρησιμοποιείται ως κριτήριο η συνέντευξη, ούτε συστατικές επιστολές από Μητροπολίτες και όπως εύστοχα υποστήριξε σε συνέντευξη της η κα. Υπουργός Παιδείας, να μην εισάγονται στα Πανεπιστήμια, με βαθμό κάτω από το 10. Άλλος τρόπος δεν εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα και τη νομιμότητα για να αναγνωριστούν ως Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες.

7.Επιστημονικά κριτήρια επιλογής και κρίσης προσωπικού.
Είναι πολύ δύσκολο, όπως ο καθένας αντιλαμβάνεται, να τηρηθούν αντικειμενικά τα ακαδημαϊκά κριτήρια επιλογής και κρίσης προσωπικού από την ώρα που έχουμε παρεμβάσεις παραγόντων εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας με άλλα κριτήρια. Αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη τη στενότητα εύρεσης κατάλληλων προσώπων και από τις ίδιες τις Θεολογικές Σχολές, μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος. Όσοι εκ των συναδέλφων υπηρετούν στις Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές και έχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, μπορούν να διεκδικήσουν με τις διαφανείς διαδικασίες θέση στις υπάρχουσες Θεολογικές Σχολές. Εξάλλου, οι διακηρύξεις της Σορβόνης, του Βερολίνου, της Πράγας και της Μπολόνια, που υιοθετήθηκαν από το Ελληνικό κράτος, θέτουν πολύ ψηλά τον πήχυ για να μπορέσουν οι νεοσύστατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες να ανταποκριθούν.

8.Προγραμματίζεται η λειτουργία τεσσάρων Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών με εισακτέους φοιτητές: Αθήνα(100),Θεσσαλονίκη(90),Κρήτη(50) και Βελλά(30).

Για τη σωστή λειτουργία κάθε μιας από τις παραπάνω Σχολές χρειάζονται τουλάχιστον είκοσι (20) μέλη διδακτικού επιστημονικού προσωπικού, εκτός των διοικητικών υπαλλήλων. Προτίθεται το κράτος να αναλάβει τη δαπάνη αυτών των Σχολών;

9. Η μελέτη σκοπιμότητας και η οικονομοτεχνική μελέτη πρέπει να προβλέπει τις δαπάνες των κτιριακών εγκαταστάσεων και το κόστος της μισθοδοσίας των μελών ΔΕΠ, του διοικητικού προσωπικού, το κόστος των συγγραμμάτων και άλλων λειτουργικών δαπανών, πράγματα που θα
κοστίσουν υπέρογκα ποσά για το κράτος και την Εκκλησία, χωρίς να είναι βέβαιο το αποτέλεσμα, από τη στιγμή που έχουμε δύο Θεολογικές Σχολές με τέσσερα Τμήματα, ουσιαστικά δηλαδή τέσσερις Θεολογικές
Σχολές στην πράξη. Έχει νόημα να διπλασιαστούν αυτές οι Σχολές; Έχει ανάγκη η Ελλάδα από οκτώ (8) Θεολογικές Σχολές, όταν στη χώρα μας λειτουργούν επτά (7) Ιατρικά τμήματα και τρεις (3) Νομικές Σχολές;

10. Είμαστε ανοιχτοί να συζητήσουμε με τη διοικούσα Εκκλησία και το Υπουργείο Παιδείας το θέμα της διαμόρφωσης ειδικών γνωστικών αντικειμένων στο πνεύμα και το πλαίσιο του εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού των προγραμμάτων των Θεολογικών μας Σχολών και παράλληλα των αναγκών της Εκκλησίας. Αφού οι Θεολογικές Σχολές καλύπτουν πλήρως τα γνωστικά αντικείμενα και το περιεχόμενο σπουδών που ζητά η Εκκλησία, προς τι η σπατάλη του κράτους για τέσσερις επιπλέον Θεολογικές Σχολές;

Προτείνουμε οι Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές να λειτουργήσουν ως ειδικές Σχολές εκπαίδευσης για την ειδική κατάρτιση σε εκκλησιαστικά, λειτουργικά και διοικητικά θέματα των πτυχιούχων των Θεολογικών Σχολών που θα ήθελαν να γίνουν ιερείς με ειδική πρακτική άσκησή τους. Το ίδιο συμβαίνει, για παράδειγμα, στη Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων (ΣΣΑΣ), όπου οι υποψήφιοι αξιωματικοί παρακολουθούν τα μαθήματα του ιδιαίτερου κλάδου τους (Ιατρική, Νομική, Οικονομία) στις αντίστοιχες Πανεπιστημιακές Σχολές, ενώ στη ΣΣΑΣ έχουν τη στρατιωτική εκπαίδευση. Μπορούμε να μιλήσουμε για ποιοτική αναβάθμιση προς την παραπάνω κατεύθυνση των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών, αλλά όχι για θεσμική ανωτατοποίηση.

Έτσι θα αποφευχθεί η περιπέτεια της Εκκλησίας από ένα εγχείρημα, το οποίο οι Ορθόδοξες χώρες που το τόλμησαν, προσπαθούν εναγωνίως σήμερα να επανορθώσουν και να εντάξουν τις υπάρχουσες Θεολογικές Σχολές ή Ακαδημίες στο κράτος, ώστε να απαλλαγούν από τις υπέρογκες δαπάνες λειτουργίας τους και τον εκπαιδευτικό ερασιτεχνισμό τους.

Εξάλλου, να μη μας διαφεύγει ότι το καθεστώς αυτό ήταν μία λύση   ανάγκης για τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και δεν εξασφάλιζε το καλύτερο επιστημονικό επίπεδο, ώστε να αποτελέσει πρότυπο.

Μετά απ' όσα αναφέραμε παραπάνω, πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η προσφορά των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών της Ελλάδος και η δυνατότητά τους να καλύψουν πλήρως τις ανάγκες της Ελληνικής και γενικότερα αρκετών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η συνεργασία με τη διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος είναι απαραίτητη και μπορεί να συστηματοποιηθεί και να βελτιωθεί για μια αποτελεσματική ορθόδοξη μαρτυρία στο σύγχρονο κόσμο.

 

Κοινοποίηση:
-Πρωθυπουργό κ. Κ. Καραμανλή
-Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλο
-Αρχηγό Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Γ. Παπανδρέου
-Γ. Γραμματέα Κ.Κ.Ε. κ. Α. Παπαρήγα
-Αρχηγό ΣΥΝ Α. Αλαβάνο
-Επιτροπή Παιδείας
-Πρύτανη Εθν. και Καποδ. Παν. Αθηνών κ. Γ. Μπαμπινιώτη
-Πρύτανη Αριστοτελείου Παν. Θεσσαλονίκης κ. Ι. Αντωνόπουλο
 



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 23.01.2005 22:33:09
 
Αναγνώσθηκε 993 φορές