Πολιτείας & Πολιτικών κομμάτων

"Αρχές και συγκείμενο εφαρμογής της αξιολόγησης στην Ανώτατη Εκπαίδευση"

 

Μάρκου Μπόλαρη – Βουλευτή ΠΑΣΟΚ Ν. ΣΕΡΡΩΝ

 

Εισήγηση σε ημερίδα του Τ.Ε.Ι. Σερρών για την αξιολόγηση στην Ανώτατη Εκπαίδευση

 

Αξιότιμες κυρίες, αξιότιμοι κύριοι,

 

Σε μια συγκυρία δυσμενή για την εκπαίδευση στη χώρα μας, υπό το βάρος των δημοσιονομικών μεγεθών αλλά και μιας πολιτικής που υπονομεύει τη δημόσια εκπαίδευση και την οδηγεί ενσυνείδητα στην απίσχναση, το ΤΕΙ Σερρών οργανώνει την ημερίδα αυτή για να συζητηθούν οι προκείμενες και να αναζητηθούν οι δυνατότητες εφαρμογής της αξιολόγησης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Αξιέπαινη προσπάθεια που ακυρώνει όσα υποβολιμαία επιχειρήματα προωθούν την εικόνα μιας δημόσιας εκπαίδευσης στο περιθώριο των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων που κινούνται με ραγδαίους ρυθμούς. Άλλωστε το ΤΕΙ Σερρών αποτελεί σημείο αναφοράς για την προσπάθεια εξόδου από το τέλμα, το μαρασμό και την ισχνή παραγωγικότητα που έχει καταδικάσει το Νομό μας μια πολιτική χωρίς όραμα, χωρίς στόχους και με εμφανή σημάδια κόπωσης, αναποτελεσματικότητας και υστέρησης απέναντι σε ιδέες και ρεύματα που διαμορφώνουν σήμερα το διεθνές περιβάλλον.

Μεταπτυχιακός φοιτητής στο Σικάγο, στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, αντιμετώπισα για πρώτη φορά μια έννοια, την αξιολόγηση της εκπαίδευσης, έχοντας να μελετήσω έναν πίνακα κατάταξης των καλύτερων Αμερικανικών Πανεπιστημίων που είχε συνταχθεί με βάση δείκτες ποιότητας που προσδιόριζαν θεμελιώδη γνωρίσματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα δεδομένα αυτά κρίνονταν απαραίτητα για να διερευνηθούν και να ενισχυθούν όχι μόνο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που θα εξυπηρετούσαν ίσως μηχανισμούς προβολής και γοήτρου, αλλά κατ επέκταση η παραγωγική βάση και οι αντοχές ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας που στηρίζεται όλο και περισσότερο στη γνώση. Στα δεδομένα της αξιολόγησης αναζητούσαν απαντήσεις αναβάθμισης και ποιοτικής βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος ακόμη και με όρους διοικητικού ή κανονιστικού χαρακτήρα.

Το πνεύμα καινοτομίας που χαρακτηρίζει σήμερα την Κοινωνία της Γνώσης καθορίζει και τα συμφραζόμενα της εκπαιδευτικής λειτουργίας με τον ριζικό επανακαθορισμό γνώσεων, δεξιοτήτων και νοητικών εργαλείων που υπηρετούν τις προτεραιότητες για τη δημιουργία και δεξίωση καινοτομιών. Οι μετασχηματισμοί στη γνώση και οι επαγόμενες κοινωνικές αλλαγές καθιστούν αναγκαία την αναδιάρθρωση της εσωτερικής δομής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και των θεσμικών σχέσεών της προκειμένου να ανταποκρίνεται καλύτερα στις νέες μορφές γνώσης. Είναι εμφανής άλλωστε ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης και της έρευνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την προώθηση των θεσμών αριστείας προκειμένου να παρακαμφθεί η οικονομική δυσπραγία και να εμπεδωθεί ένα κλίμα διανοητικής επένδυσης με προσδοκίες αποτελεσματικής ανταπόδοσης. Στην εποχή των Τεχνολογιών των Επικοινωνιών και της Πληροφορικής η κρίσιμη ατραπός που πρέπει να διασχίσει η Ε.Ε τόσο για να αποκαταστήσει την πρωτοκαθεδρία της, την ανταγωνιστικότητα και την αειφόρο ανάπτυξη όσο και για να διασφαλίσει την πραγμάτωση του κοινωνικού προτύπου που επαγγέλλεται, είναι η επένδυση, με όρους ποιοτικούς, στην εκπαίδευση και την έρευνα. 

 

Το τρίπτυχο «Προγραμματισμός – Απολογισμός – Αξιολόγηση» αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία, για την ορθολογική ανάπτυξη και για τη συνεχή ποιοτική βελτίωση ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος. Τα αποσπασματικά και πιλοτικού χαρακτήρα προγράμματα ολοκληρωμένης αξιολόγησης στη χώρα μας (ο σχεδιασμός δηλ μιας διαδικασίας που ακολουθεί τα διεθνή πιστοποιημένα πρότυπα και περιλαμβάνει το στάδιο της αυτοαξιολόγησης και εξωτερικής αξιολόγησης από ομάδα ξένων εμπειρογνωμόνων) μαρτυρούν ένα έλλειμμα στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Όσες πρωτοβουλίες, για θεσμοθέτηση διαδικασιών αξιολόγησης στην Εκπαίδευση, επιχειρήθηκαν από την Πολιτεία απέβησαν ατελέσφορες, αφού προσέκρουαν στην αδυναμία εξεύρεσης ενός συναινετικού πλαισίου για ευρύτερη εφαρμογή. Το έλλειμμα αυτό συνιστά ταυτόχρονα και έμμεση παραδοχή αδυναμίας διαχείρισης του προβλήματος της ποιοτικής αναβάθμισης της εκπαιδευτικής λειτουργίας.

Η πρώτη απόπειρα καθιέρωσης ενός εθνικού συστήματος αξιολόγησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θεσπίσθηκε με το νόμο 2083/92. Η ευθύνη οργάνωσης της αξιολόγησης ανατέθηκε σε μια Επιτροπή Εθνικής Αξιολόγησης που αποτελούνταν από 9 μέλη επικουρούμενη από εμπειρογνώμονες που συνέθεταν αρκετές θεματικές υποεπιτροπές. Τα 5 μέλη διορίζονταν από τη Σύνοδο των Πρυτάνεων και τα υπόλοιπα 9 από τον Υπουργό Παιδείας. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 24 θα προσδιόριζαν και το ύψος της επιπλέον δημόσιας χρηματοδότησης προς τα Ιδρύματα, πέραν της τακτικής. Η έντονη, και σε κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας, αντίδραση της ακαδημαϊκής Κοινότητας απέτρεψε την εφαρμογή του Νόμου.

Το 1995 το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας που συστάθηκε για να εξετάσει τα θέματα οργάνωσης της Εκπαίδευσης σε όλες τι βαθμίδες της, πρότεινε ένα νέο σύστημα αξιολόγησης που δεν εφαρμόσθηκε ποτέ. Το 2002, έχοντας αφομοιώσει την Ευρωπαϊκή εμπειρία και αποφεύγοντας τον πειρασμό εξωραϊσμού της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, συστάθηκε το Εθνικό Συμβούλιο Αξιολόγησης Ποιότητας (ΕΣΑΠ) που μετά την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή αδρανοποιήθηκε εξυπηρετώντας την πολιτική της ολικής κατεδάφισης. Έτσι όσες απόπειρες αξιολόγησης πραγματοποιήθηκαν οφείλονταν σε πρωτοβουλίες των ίδιων των ιδρυμάτων και αυτό σε περιορισμένη έκταση. Είναι ενδεικτικός, και αξίζει να αναφερθεί, ο μικρός αριθμός των πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας.

  • Η συμμετοχή του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ και του Τμήματος Ηλεκτρολογίας του ΤΕΙ Πάτρας στο πιλοτικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αξιολόγηση της ποιότητας των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη διετία 1994-1995
  • Η συμμετοχή του Οικονομικού Πανεπιστήμιου Αθηνών και του ΤΕΙ Πάτρας στο πρόγραμμα Ι.Μ.Η.Ε (Institutional Management in Higher Education) του ΟΟΣΑ που αφορά στην αξιολόγηση της ποιότητας  στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
  • Η συμμετοχή του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης και της Πολυτεχνικής Σχολής Κρήτης  στο πρόγραμμα Πανεπιστημιακής Αξιολόγησης (Institutional Evaluation Programme) της Οργάνωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (Association of European Universities – πρώην CRE) τα έτη 1996-1997 και 1997-1998 αντίστοιχα.

 

Είναι αντιληπτό ότι η ανάπτυξη μιας παιδείας αξιολόγησης της ποιότητας σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής λειτουργίας : στο επίπεδο των οργάνων και διαδικασιών λήψης αποφάσεων, στο επίπεδο της διοίκησης, στο επίπεδο της καθημερινής ακαδημαϊκής λειτουργίας (εκπαίδευσης και έρευνας) και σε τελευταία ανάλυση στο σύνολο των δράσεων της πανεπιστημιακής κοινότητας, παραμένει το ζητούμενο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας.

 

            Η αναζήτηση ενός συστήματος αξιολόγησης σε διεθνή κλίμακα συνδέεται με την αλλαγή προσανατολισμού στη λειτουργία και την αποστολή των ανώτατων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ήδη από τη δεκαετία του 80, όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες προώθησαν ευρείας κλίμακας αλλαγές στην Ανώτατη Εκπαίδευση με κύριο χαρακτηριστικό τη μετάβαση από ένα επιλεκτικό πανεπιστημιακό εκπαιδευτικό σύστημα “élite” σε ένα μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Έκδοχο αυτής της αλλαγής είναι η δραματική αύξηση των τμημάτων, του αριθμού των φοιτητών και κατά συνέπεια του διδακτικού προσωπικού. Αυτή η τάση διευρύνθηκε και αμβλύνθηκε από τις αλλαγές στη διάχυση της γνώσης,  στη διαφοροποίηση και διάσπαση των θεματικών αντικειμένων και στη συνεχή επέκταση των υποδομών, για να καλυφθεί η εκθετικής μορφής πορεία διεύρυνσης των θεματικών πεδίων. Το τελευταίο δεν προέκυψε μόνο ως επιστημολογικό αίτημα, αλλά και ως προσπάθεια ικανοποίησης των αναγκών της αγοράς και του κοινωνικού προτάγματος για παροχή εκπαιδευτικών ευκαιριών σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Υπό την πίεση των αλλαγών που παρατηρούμε λοιπόν ο ρόλος, η στρατηγική εστίαση, ο modus operandi ακόμη και οι βασικές αξίες ενός τριτοβάθμιου ιδρύματος αλλάζουν.

Οι μεταρρυθμίσεις που παρατηρούμε στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης συνδέονται με τις πιέσεις που ασκούνται από το ακαδημαϊκό περιβάλλον για την προσφορά νέων προγραμμάτων σπουδών και την υιοθέτηση νέων συστημάτων διοίκησης και διαχείρισης. Η εγγενής αιτία των συνεχών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία ουσιώδους αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας  των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, σε αντιδιαστολή με τις μείζονες αλλαγές που παρατηρούνται στο οικονομικό και κοινωνικό συγκείμενο και στις ανάγκες του επιχειρηματικού κόσμου.

Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που οι αιτιάσεις για αποτελεσματική και αποδοτική χρήση πόρων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα γίνονται πιο συχνές. Η προέλευση των αιτημάτων αυτών δεν είναι μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά παρόμοια αιτήματα διατυπώνονται συχνά και από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα, εκπαιδευτικό και ερευνητικό προσωπικό

Η διαφοροποίηση των επιστημών και των ειδικοτήτων, των τύπων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε περιοχή, καθιστά προφανές πως μια μονοσήμαντη θεώρηση της ακαδημαϊκής ποιότητας οδηγεί σε στρεβλώσεις και κατά συνέπεια σε εσφαλμένα συμπεράσματα που δεν συμβάλουν στην ικανοποίηση των αναγκών. Είναι απαραίτητο επομένως σε πρώτο στάδιο, η αξιολόγηση να θεωρηθεί ως διαδικασία ενταγμένη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λειτουργίας κάθε ιδρύματος και οι δείκτες ποιότητας να αποτυπώνουν τα διακριτά γνωρίσματά του. Η δεοντολογία της αξιολόγησης επιβάλλει για τα ολιγομελή και αρτισύστατα τμήματα να προβλεφθεί ειδική μέριμνα οργανωτικής παρέμβασης και χρηματοδότησης προκειμένου να καλύψουν τις ελλείψεις τους. Αφού εκπληρωθούν οι βασικές ανάγκες λειτουργίας, και γίνουν οι απαραίτητες παρεμβατικές διορθώσεις προς την κατεύθυνση της βελτίωσης υποδομών και υπηρεσιών, είναι εφικτή η συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking) με άλλα ιδρύματα. Ήδη όμως το πρώτο στάδιο  θα έχει εντοπίσει αδυναμίες και ελλείψεις σε επιδόσεις, υποδομές και ποιότητα υπηρεσιών, θα έχουν προταθεί μέτρα βελτίωσης, για να πραγματοποιηθεί η συγκριτική αξιολόγηση με όρους που θα εξασφαλίζουν στοιχειωδώς ισότιμη μεταχείριση. Αυτό προϋποθέτει την επακριβή οριοθέτηση στόχων και κριτηρίων αξιολόγησης και το σαφή προσδιορισμό των μέσων υλοποίησής της.

 

           

 

Βασική υποχρέωση ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος είναι ο λογιστικός έλεγχος για την ενδελεχή παρακολούθηση των δαπανών και την εκτίμηση των οικονομικών μεγεθών αναγκαίων για τη λειτουργία του.

Η εξωτερική αξιολόγηση παρέχει ως ένα βαθμό τα εχέγγυα της  αντικειμενικής και αξιόπιστης αποτίμησης των δεικτών ποιότητας σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας (όπως σύστημα διοικητικής οργάνωσης, επιστημονική κατάρτιση προσωπικού, διδακτικό έργο, επίπεδο γνώσεων φοιτητών, οργάνωση προγράμματος σπουδών, σύνδεση με αγορά εργασίας και επιχειρήσεις γενικότερα, ερευνητικές επιδόσεις (citation index)).

Παράλληλα, είναι αναγκαία η εγκατάσταση ενός συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης σε αλληλεπίδραση με την εξωτερική αξιολόγηση που προσδιορίζει τους γενικούς άξονες ανάπτυξης του ιδρύματος, βελτιώνει την ποιότητα και την επίδοση της διδασκαλίας και της έρευνας και παρέχει αναβαθμισμένα επίπεδα υπηρεσιών, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα κατάλληλη αξιοποίηση των οικονομικών πόρων.

Η ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος αξιολόγησης εντοπίζεται στα διαφορετικά αλλά επάλληλα επίπεδα λειτουργίας του

Ø      Από την εξωτερική αξιολόγηση που διασφαλίζει ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ακολουθούν τις αξιώσεις της Πολιτείας που τα χρηματοδοτεί

Ø      Από την εσωτερική αξιολόγηση που είναι συμβατή με την αυτονομία της διοικητικής λειτουργίας τους και διασφαλίζει μέσω ενός συστήματος αυτοαξιολόγησης τη φερεγγυότητα τους, καθιστώντας ελκυστική την προσέλκυση οικονομικών πόρων πέρα από τη δημόσια επιχορήγηση.

 

Η αξιολόγηση μπορεί να αναδειχθεί σε εργαλείο διαχείρισης τάσεων στη στρατηγική και την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσει το εκπαιδευτικό ίδρυμα, αναφορικά με τις επιλογές ανάμεσα στο αίτημα της υιοθέτησης ενός παραδοσιακού προγράμματος σπουδών και ενός προγράμματος περισσότερο προσανατολισμένου στις ανάγκες της αγοράς και της συνεχούς εκπαίδευσης που εμφανίζονται σήμερα με τη μορφή διελκυστίνδας. Η αξιολόγηση μπορεί ακόμη να συμβάλλει στη διασάφηση κατευθύνσεων σε ανάλογες ανταγωνιστικές τάσεις που παρατηρούμε και στην έρευνα, με τη φαινόμενη διάσταση ανάμεσα στη θεμελιώδη και την εφαρμοσμένη. Να προσδιορίσει επιπλέον και τον κοινωνικό ρόλο που ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα καλείται να επιτελέσει, είτε με τη συμμετοχή του στα ακαδημαϊκά δρώμενα απ τη μια, είτε με την ενεργό παρουσία στην πολιτιστική  και τοπική οικονομική ανάπτυξη απ την άλλη. Ένας μηχανισμός αξιολόγησης θα αναδείξει τα δεδομένα που θα επιτρέψουν στο εκπαιδευτικό ίδρυμα να ανταποκριθεί στο περιβάλλον μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας απ τη μια και να εξυπηρετήσει τις περιφερειακές ανάγκες απ την άλλη.

 

Απ όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιολόγησης παρέχει σαφή εικόνα ως προς τις επιλογές που πρέπει να υιοθετηθούν από ένα Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, καθώς συνιστά μια πράξη αυτογνωσίας, ακριβούς και ειλικρινούς αποτύπωσης των δυνατοτήτων του και των αδυναμιών του, ενώ καθιστά ευκρινή την προοπτική ανάπτυξής του παρέχοντας εικόνα των ευκαιριών αλλά και των δυσχερειών που θ αντιμετωπίσει στην πορεία του. Οι μηχανισμοί αξιολόγησης θα πρέπει να διασφαλίζουν ταυτόχρονα την ακαδημαϊκή αυτονομία και τα σημαίνοντα γνωρίσματα που αναπόφευκτα υπάρχουν στην οργάνωση διδακτικών δραστηριοτήτων σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία, σε διαφορετικές περιοχές. Υπό την έννοια αυτή ένα σύστημα αξιολόγησης για τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα θα πρέπει να έχει χαρακτήρα «μετα-ρυθμιστικό», σε αντίθεση με το «ρυθμιστικό» που συνήθως η αξιολόγηση συνδέεται και που έχει τη μορφή εντεταλμένου σχεδίου. 

Η αποδοχή ενός συστήματος αξιολόγησης, ως δυναμικής διαδικασίας συνεχούς αποτίμησης και βελτίωσης, προσδιορίζει  μια στάση και θεμελιώνει μια φιλοσοφία ως προς το σκοπό και την αποστολή ενός τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού ιδρύματος, επιδρώντας αποτελεσματικά στην αλλαγή συμπεριφορών και εδραιωμένων αντιλήψεων, ατόμων και ομάδων. Η επιλογή ενός συστήματος αξιολόγησης από ένα τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα θα πρέπει να ιδωθεί ως διττή πρόκληση: ως εσωτερική ανάγκη βελτίωσης της εικόνας του, μέσω της αναστοχαστικής λειτουργίας που η αξιολόγηση επάγει, και ως απόκριση και ευαισθητοποίηση στις προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος. Με αποσαφηνισμένες τις παραμέτρους αξιολόγησης μπορούμε να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα μας επιτρέψει να στραφούμε σε δράσεις με προοπτική και δυναμισμό.

 



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 11.01.2005 14:15:02
 
Αναγνώσθηκε 675 φορές