Διαφόρων Φορέων


Η Τέχνη της Συμβουλευτικής Σχέσης


  


                                                                                          Θεέ μου δώσε μου τη γαλήνη

να  δεχτώ ό,τι δεν μπορώ να αλλάξω

την δύναμη ν’ αλλάζω αυτά που μπορώ

και τη σοφία να γνωρίζω τη διαφορά


                                                                                                     (η προσευχή του Α. Α)


  …η σχέση


 


Η απόφαση να ζητήσει κάποιος συμβουλευτική υποστήριξη, ξεκινά από την ανάγκη να βρει τρόπους να αντιμετωπίσει δυσκολίες που είτε βιώνει πως έχουν σχέση με τον ίδιο, είτε με πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός του.


Αυτό σημαίνει πως όταν οι άνθρωποι έρχονται σε μας έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία αλλαγής στην οποία καλούμαστε να παίξουμε έναν υποστηρικτικό και διευκολυντικό ρόλο προκειμένου ο συμβουλευόμενος να ανακαλύψει τους τρόπους  που είναι για εκείνον οι κατάλληλοι, ώστε να απαντήσει διεξοδικά στις δυσκολίες του.


  Ευθύνη του συμβούλου είναι να περάσει μέσα από το κανάλι της συμβουλευτικής σχέσης με τρόπο οργανωμένο τις πληροφορίες που θα διευκολύνουν το συμβουλευόμενο να οδηγηθεί σε μια νέα κατάσταση οργάνωσης και σχέσης με τον εαυτό του και το περιβάλλον του, μέσα στην σύγχρονη πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από ασάφεια και σύγχυση. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πως :



  • ο σύμβουλος κατέχει επαρκώς τις κατευθυντήριες γραμμές διαφόρων προσεγγίσεων  που θα του επιτρέπουν να συνδυάζει μεθόδους και τεχνικές για να μπορεί να είναι σε θέση να απαντά στο ερώτημα: «ποιος κάνει τι, πότε και πως»   και
  • δεσμεύεται σε μια διαδικασία προσωπικής ανάπτυξης διερευνώντας τις προσωπικές, οικογενειακές , κοινωνικές και πολιτισμικές του κατασκευές

      Μέσα από τις παραπάνω διαδικασίες και επιτρέποντας ο σύμβουλος καταρχήν στον ίδιο του τον εαυτό μια νέα κατάσταση οργάνωσης με άξονες την αλλαγή και την αναθεώρηση ,θα μπορέσει να μετακινηθεί άφοβα και χωρίς ανασφάλειες από την θέση του ισχυρού και ελεγκτικού «ειδικού-σωτήρα» στην θέση του ισότιμου συμπορευτή  σε μια σχέση που ο συμβουλευτικός της χαρακτήρας αποτελεί κανάλι αμφίδρομης πρόκλησης και πρόσκλησης για προχώρημα και αυτορρύθμιση .


      Σκοπός της συμβουλευτικής είναι να διευκολύνει και να διαπαιδαγωγήσει τα άτομα  στην ανάπτυξη τρόπων αντιμετώπισης των δυσκολιών που προκύπτουν μέσα τους και γύρω τους στην διαρκή πορεία προσαρμογής στα όλο και διαρκώς μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα μέσα στα οποία καλούνται να σχετιστούν και να λειτουργήσουν .


   Βασική αρχή για την συμβουλευτική όποιο κι αν είναι το θεωρητικό  πλαίσιο του Συμβούλου, αποτελεί η έμφυτη αγάπη για τον άνθρωπο, ο σεβασμός και η άνευ όρων αποδοχή της ατομικότητας και της προσωπικότητας του άλλου. Κι αυτό γιατί  για να μπορούν να επιτευχθούν οι σκοποί και οι στόχοι της Συμβουλευτικής και να αναπτυχθεί η Συμβουλευτική Σχέση πρέπει να προϋπάρχει χώρος για ενσυναίσθηση . Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί τότε η μεθοδολογία της Συμβουλευτικής δεν έχει καμιά αξία και οι τεχνικές μοιάζουν χωρίς περιεχόμενο.


   Όσοι από εμάς έχουν αποφασίσει να δουλέψουν με ανθρώπινα συστήματα (οικογένεια, σχολείο, χώρος εργασίας, κ.λ.π) , έχουν αποφασίσει να δουλέψουν ταυτόχρονα σε συνθήκες μεγάλης πολυπλοκότητας . Ευθύνη μας είναι να γνωρίζουμε το ρόλο μας και τα όριά μας και από αυτή την σταθερή βάση να παρεμβαίνουμε κάθε φορά προκειμένου να αποτελούμε την γέφυρα επικοινωνίας του Συμβουλευόμενου με τον εαυτό του και το περιβάλλον του.


  Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να βγουν από την δυσκολία που αντιμετωπίζουν,μέσα  από την συμβουλευτική σχέση και το μοίρασμα ,έχουν ανάγκη προκειμένου να ενδυναμώσουν την απόφαση τους  να βιώνουν  και να νιώθουν ενθάρρυνση ,  ενεργό ακρόαση ,  συνολική παρουσία του συμβούλου, έλλειψη  κριτικής , ασφάλεια , σιγουριά , εμπιστοσύνη , αποδοχή και ελευθερία.


   Ποιες αλλαγές θα προκύψουν και προς ποια κατεύθυνση , τι τελικά και πότε θα αποφασίσει ο Συμβουλευόμενος ως προς την αντιμετώπιση της δυσκολίας –που με την μορφή του αιτήματος την μοιράστηκε μαζί μας- κανείς δεν γνωρίζει . Αυτό που μπορούμε να γνωρίζουμε όμως είναι πως σκοπός μας είναι να διευκολύνουμε και να υποστηρίξουμε το άτομο να αναγνωρίσει και να πάρει την ευθύνη των επιλογών και της ζωής του στα χέρια του .


 


 …ο ρόλος


            


     Ο Σύμβουλος είναι εκείνος ο ειδικός ο οποίος καλείται να στηρίξει, να διευκολύνει και να ενδυναμώσει κάθε άτομο που βρίσκεται απέναντί του με αίτημα για βοήθεια. Το άτομο αυτό μπορεί να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο ή και στην ίδια ηλικία με το σύμβουλο και με σενάριο ζωής πολύ διαφορετικό, διαφορετικό ή και παρεμφερές πολλές φορές με αυτό του συμβούλου. Το άτομο έρχεται στη συνάντηση αυτή μπερδεμένο, θυμωμένο, θλιμμένο, ζητώντας με αγωνία την ιδανικότερη λύση, απάντηση ή "συνταγή". Ο Σύμβουλος ξεκινά τη σχέση γνωρίζοντας πως αυτό που καλείται να κάνει είναι να διευκολύνει τον άνθρωπο που έχει απέναντί του προκειμένου αυτός να οργανωθεί, να δυναμώσει και τελικά να αποφασίσει ο ίδιος τι είναι καλύτερο να κάνει γι' αυτόν. Η υπόσταση του Συμβούλου δεν αναιρεί την υπόσταση του ανθρώπου, την ταυτότητα, τις εμπειρίες, τα βιώματα και τα συναισθήματά του. Σαν Σύμβουλος ξέρει πως πρέπει να έχει το απαραίτητο γνωστικό υπόβαθρο.


Σαν άνθρωπος ……βρίσκεται σε μια συνεχή πορεία αυτογνωσίας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια να ασχολείται διαρκώς με την δική του εικόνα αλλά να είναι αληθινός και να μπορεί να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και φυσικά να μην αλλοτριώνεται. Επιπλέον η αυτογνωσία εξασφαλίζει την ισορροπία. Αν ο σύμβουλος πρώτα ο ίδιος ως άνθρωπος δεν ισορροπήσει δεν θα είναι σε θέση να πετύχει κάτι αντίστοιχο με τον συμβουλευόμενό του.


Πάνω απ' όλα θα πρέπει να έχει μια έμφυτη αγάπη για τον άνθρωπο και διάθεση για προσφορά. Μόνο έτσι θα μπορεί να σέβεται την ατομικότητα και την προσωπικότητα του συνανθρώπου του, θα δείχνει κατανόηση χωρίς να επικρίνει αλλά κυρίως εμβαθύνοντας στο παρασκήνιο καταστάσεων και ενεργειών. Θα συναισθάνεται τα προβλήματα των άλλων χωρίς προκατάληψη, θα είναι φιλικός και θα εμπνέει εμπιστοσύνη. Μόνο αν έχει πραγματική αγάπη για τους ανθρώπους και θέληση να βοηθά μπορεί να συνδράμει ουσιαστικά στην προσπάθεια κάθε ατόμου να βρει το δρόμο του.


Τέλος, θα πρέπει να μπορεί να κατανοεί και να δέχεται ότι στον άνθρωπο μπορεί εξίσου να συνυπάρχουν το λογικό και το παράλογο, η διάλυση και η σύνθεση, το τραγικό και το κωμικό, η μοναχικότητα και η κοινωνικότητα, σαν τα τελείως διαφορετικά αλλά απαραίτητα κομμάτια ενός πολύχρωμου παζλ, του παζλ της ανθρώπινης ύπαρξης.


 


… ο τρόπος


 


  Μέσα από την ενεργό ακρόαση -από πλευράς του συμβούλου- ο συμβουλευόμενος διευκολύνεται στο να ξεκαθαρίσει τα γεγονότα και τα συναισθήματά του. Παράλληλα μέσω της προσεκτικής ακροάσεως ο Σύμβουλος προσπαθεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον αποδοχής και ενεργού ενδιαφέροντος ώστε ο συμβουλευόμενος να αισθανθεί ότι σε αυτή τη σχέση «χωρά» ολόκληρος χωρίς φιλτράρισμα χωρίς κριτική και ερμηνείες. Η ενεργός ακρόαση όχι μόνο ως συμβουλευτική αλλά και ως επικοινωνιακή δεξιότητα αποτελεί για το συμβουλευόμενο μια νέα πληροφορία η οποία τον προσκαλεί να οργανώσει τον τρόπο επικοινωνίας του πάνω σε μια νέα βάση. Τα βιώματα με τα οποία ο συμβουλευόμενος έρχεται σε μας έχουν συνήθως χαρακτηριστικά « κλειστής διαπροσωπικής επικοινωνίας » όπου τον έχουν δυσκολέψει στο να ξεδιπλώσει τον εαυτό του σε όλη την έκταση χωρίς αυτό να του προκαλεί συνάμα φόβο, σύγχυση και άγχος για το πώς τον κρίνουν και τον βλέπουν οι άλλοι, οι δέκτες των μηνυμάτων που στέλνει. Παράλληλα όμως έχει συνηθίσει αυτό τον τρόπο επικοινωνίας με αποτέλεσμα η ενεργός ακρόαση του συμβούλου να τον εκπλήσσει ή και να τον μπερδεύει και συχνά να πιστεύει ότι πίσω από αυτό κρύβεται κάποια σκοπιμότητα.


Μέχρι λοιπόν να πειστεί πως στην συμβουλευτική σχέση δεν ισχύει η έκφραση «είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό» και να αρχίσει να εκφράζεται και να μιλά ανοιχτά χρειάζεται τον χρόνο να δεχτεί , να επεξεργαστεί και να εμπιστευτεί το νέο τρόπο επικοινωνίας προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο να στέλνει να δέχεται και να επεξεργάζεται  τα μηνύματα . Στη φάση αυτή σκοπός του Συμβούλου είναι με τη στάση και τη συμπεριφορά του να περάσει την πληροφορία με τρόπο συστηματικό και οργανωμένο. Πόσο χρόνο θα πάρει και που θα οδηγήσει το νέο στοιχείο σε επίπεδο αποτελέσματος κανείς δεν γνωρίζει.


 


                          Άννα Σολωμού-Ζενζεφύλη, Ψυχολόγος – Σύμβουλος Σταδιοδρομίας


 


 


 


Ενδεικτική βιβλιογραφία


 


Axel, R. (2004) «Seeing, Hearing and Smelling the World». The Howard Medical Institute. www.Hhmi.org/


Archer, J. (1992). “Childhood gender roles: Social context and organization. In H. McGurk (Ed.)”, Childhood social development: Contemporary perspectives Hove, UK: Erlbaum, pp. 31–62.


Bandura A. (1997). Self-Efficacy: The Exercise of Control. New York: W H Freeman & Co.


Bassin, J. & Inc, S. (1996). Supporting Your Adolescent: Tips for Parents. U.S. Department of Health and Human Services, Family and Youth Services Bureau.


Berne, E. (1996). Παιχνίδια που Παίζουν οι Άνθρωποι. Αθήνα: Δίοδος.


Buchanan, A. Flouri, E. & Brinke, J. (2002). “Emotional and behavioural roblems in childhood and distress in adult life: Risk and protective factors”. Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, v. 36, 2002, pp 521-527.


Burks, V. S., Dodge, K. A., & Price, J. (1995). «Models of internalizing outcomes of early rejection». Development and Psychopathology, Vol. 7, pp. 683–696.


Carlson, J., Dinkmeyer D., McKay G. (1998). Βασικές Αρχές Παραδοχής, Ενθάρρυνσης, Πειθαρχίας και Σχέσεων Γονέων – Εφήβων. Αθήνα: Θυμάρι.


Decety J. (2002). Naturalizing empathy. National Center for Biotechnology Information.


Erikson, E. (1975). Η Παιδική Ηλικία και η Κοινωνία. Αθήνα: Καστανιώτης.


Filliozat, I. (2001). Η νοημοσύνη της καρδιάς. Η επανάσταση των συναισθημάτων απέναντι στη λογική. Αθήνα: Ενάλιος


Goleman, D. (1998) Η Συναισθηματική Νοημοσύνη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα


Goleman, D. (1999) Η Συναισθηματική Νοημοσύνη στο Χώρο της Εργασίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα


Guerney, B. (1996). Βελτίωση Σχέσεων. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


Herbert, M. (1999). Ψυχολογικά Προβλήματα Εφηβικής Ηλικίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα


Herbert, M. (2000). Τα όρια στη Συμπεριφορά των Παιδιών – Θετικοί Τρόποι Διαπαιδαγώγησης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα


Κοσμόπουλος, Α. (1999). Ψυχολογία και Οδηγητική της Παιδικής και Νεανικής Ηλικίας.  Αθήνα: Γρηγόρης.


Μαλικιώση – Λοΐζου, Μ. (1999). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα


Mayer, J., Ciarrachi, J.  & Forgas, J. (2001). Emotional Intellifence in Everyday Life: A scientific Inquiry. N.Y.; Psychology Press.


Μιχαλακόπουλος, Γ. (1996). Κοινωνιολογία και Εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε.


Μουσούρου, Λ. (2002). Κοινωνιολογία της Σύγχρονης Οικογένειας. Αθήνα: Gutenberg.


ΠαπαδάκηΜιχαηλίδη, Ε. (1998). Η Σιωπηλή Γλώσσα των Συναισθημάτων. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα


Postic, M. (1995). Η Μορφωτική Σχέση. Αθήνα: Gutenberg.


Ross, C. and Mirowsky, J. (2002). “Family Relationships, Social Support, and Subjective Life Expectancy”. Journal of Health and Social Behavior, Vol. 43, 2002, pp 469-89.


Rubin, K. H. and Rose-Krasnor, L. (1992). «Interpersonal Problem Solving». Handbook of Social Development, N.Y.; Plenum, pp. 283-323


Satir, V. (1989). Πλάθοντας Ανθρώπους. Αθήνα: .


Seligman, M. (1999). «Teaching positive psychology» American Psychological Association. Vol. 30, No 7, 1999.


Τσαούσης, Δ. (1983). Η Κοινωνία του Ανθρώπου: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία. Αθήνα: Gutenberg.


Verderber, R. (1998). Η Τέχνη της Επικοινωνίας. Αθήνα: Ίων.

 


Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 23.11.2004 20:00:00
 
Αναγνώσθηκε 719 φορές