Δραστηριότητες & Eκδηλώσεις

 

Μία διεισδυτική ματιά στην υψηλή και βαθυστόχαστη ποίηση του νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη


 


«Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο»


Ο Γ. Σεφέρης, ξεκινώντας από την παραλλαγή ενός στίχου του Ιωακείμ Ντι Μπελαί, για την ευτυχία της οδυσσειακής περιπλάνησης, θέτει το μοτίβο της αγάπης, το οποίο συνταράσσει το ποιητικό «είναι» του. Αφού φροντίζει να δώσει το υπαρκτό υποκείμενο της αγάπης αυτής (που είναι ο ίδιος), ξεδιπλώνει και τα αντίστοιχα ποιητικά αντικείμενα (αποδέκτες) της. Σημειώνουμε ότι το ποίημα γράφτηκε σε περίοδο που ο ποιητής βρισκόταν στο Λονδίνο (ξενιτιά), απασχολημένος με τις διπλωματικές του υποχρεώσεις. Ο Οδυσσέας γίνεται το μέσο παρουσίασης των αντικειμένων της αγάπης του ποιητή και ο ασφαλής οδηγός του. Το ποιητικό «εγώ» του Σεφέρη, ανιδιοτελώς προεκτείνεται στο «εμείς» του Ελληνισμού. Ο ποιητής αγαπά και νοσταλγεί την πατρίδα του (νέα θεώρηση σύγχρονης Ιθάκης), αλλά δεν παλεύει μόνο αυτός με τα οδυσσειακά τέρατα της νοσταλγίας και των πειρασμών, αλλά κι ολόκληρος ο Ελληνισμός, ο οποίος ζητά αποκατάσταση της ταραγμένης πορείας του και δικαίωση. Ο Οδυσσέας, που αντικρίζεται από την ανθρώπινη πλευρά του, καλείται να συμβουλεύσει για έναν καινούριο δούρειο ίππο. Ο ποιητής πρέπει να κατακτήσει την «Τροία» των ψυχικών του αναταράξεων κι ο Ελληνισμός τη δική του «Τροία» των εσωτερικών κι εξωτερικών δυσχερειών. Η στέρηση της πατρίδας είναι εμφανής για τον ποιητή, όπως και για τον Οδυσσέα και για τον Ερωτόκριτο. Ο  Σεφέρης βρίσκει αποκούμπι στην οικεία και παρήγορη φωνή του ομηρικού ήρωα, τον οποίο βλέπει σαν πατέρα όλου του Ελληνισμού. Τελικά, ποιητής και Ελληνισμός πρέπει να φτάσουν στην «Ιθάκη» τους. Το καράβι τους, μέσα από κινδύνους, φθορές και περιπέτειες, στοχεύει στη δικαίωση ενός γαλήνιου προορισμού. Και ο ποιητής και ο Ελληνισμός θα επιβιώσουν σε κάθε περίπτωση. Ο Σεφέρης «σαλπίζει»αισιόδοξα στο τέλος κι είναι έτοιμος και για τις αντιξοότητες («χειμώνας»). Τα ποιητικά αντικείμενα της αγάπης του έχουν και τα δύο διασωθεί και παρουσιασθεί στη συνείδησή του και στα μάτια μας: η πατρίδα και η πνευματική παράδοσή της.


 


«Ελένη»


Η γνώση του μύθου του ομηρικού και περισσότερο ευριπίδειου Τεύκρου, καθώς και της ομηρικής και ευριπίδειας Ελένης, είναι απαραίτητη για την ερμηνεία του ποιήματος «Ελένη» του Γ. Σεφέρη. Ο ποιητής, επισκεπτόμενος την Κύπρο (1953), κι ενώ επίκειται ο αγώνας των Κυπρίων εναντίον των Άγγλων, «ντύνεται» το προσωπείο του Τεύκρου, Θυμάται, διαπιστώνει και προβλέπει. Δίπλα στον Τεύκρο – ποιητή κινείται ένα αηδόνι, που γίνεται κράχτης αναμνήσεων, ποιητική φωνή και δακρυσμένη οπτασία. Ο Τεύκρος εξορίζεται από την πατρίδα του, όπως «εξόριστος» είναι κι ο ποιητής, λόγω της διπλωματικής του θέσης. Ο ήρωας συναντά την Ελένη στην Αίγυπτο, μιλά με ερωτισμό κι αισθησιασμό για την ομορφιά της, αλλά διαπιστώνει την τραγικά μάταιη θυσία των Αχαιών στην Τροία. Ο ποιητής, μας έχει ήδη γνέψει μία φορά, διαπιστώνοντας ότι «ξαστόχησε» σαν διπλωμάτης να φέρει ειρηνική έκβαση στα γεγονότα της Κύπρου. Το ίδιο απέτυχε κι ο Τεύκρος να υπερασπιστεί την προσβολή του αδερφού του Αίαντα στην Τροία (πρβλ. «κρίσις όπλων»). Ο Σεφέρης ετοιμάζεται να μας γνέψει τώρα για δεύτερη φορά. Με το στόμα του Τεύκρου εκφράζει την αγωνιώδη ορμή κι αγωνία του: «αηδόνι, αηδόνι, αηδόνι, τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους»; Οι θεοί περιπαίζουν τους ανθρώπους και τους «κερνούν» μάταιους – κενούς αγώνες. Το αηδόνι γίνεται δακρυσμένο κι ο Τεύκρος καταλήγει στην Κύπρο. Ο ποιητής ρίχνει τη μάσκα του. Ο Σκάμανδρος πάλι θα ξεβράσει πτώματα ενός μάταιου αγώνα. Σε λίγο η θυσία των Κυπρίων αρχίζει. Ο Σεφέρης αγωνιά για το μέλλον.


 


«Ο βασιλιάς της Ασίνης»


Ο βασιλιάς της Ασίνης είναι το ποίημα του κενού, της απουσίας της ζωής, της υπαρξιακής ανησυχίας και του καταποντισμού στον ανίκητο χρόνο. Ο Όμηρος πρόσφερε στον ποιητή ένα σύμβολο· Κι εκείνος το μετουσίωσε σε τρόπο έκφρασης της ματαιότητας  της ζωής, της φθοράς και της έλλειψης. Μέσα από την παρατήρηση του φυσικού τοπίου της Ασίνης, ο Σεφέρης στοχάζεται. Η αναζητητική του δύναμη τίθεται σε εφαρμογή. Πού είναι και ποιος είναι ο βασιλιάς της πόλης; Βρίσκει μόνο την άψυχη προσωπίδα του. Όπως το πουλί που πέταξε, η γυναίκα που έφυγε καλοκαιριάτικα, η ψυχή που τσιρίζοντας οδηγείται στον Άδη κι ο τόπος που παραδίδεται στη φθορά του χρόνου, έτσι κι η ανθρώπινη ύπαρξη υποτάσσεται στο αναπόδραστο κι ασταμάτητο κύλισμα της ζωής. Ο ποιητής βιώνει το χάσμα του χρόνου, διαπιστώνει το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, νιώθει το κενό – θλίβεται και πληγώνεται. Κρατά μόνο τη νοσταλγία, σαν μέσο δεσμού με όσους «έφυγαν». Τελικά, εξυψώνει μέσα του την ελπίδα· Δίνει τη νίκη στο φως και καταρρακώνει το σκοτάδι. Είναι βέβαιος ότι ο βασιλιάς του υπήρξε και θα τον βρει. Ο άνθρωπος θα ανακαλύπτει τον άνθρωπο, έστω κι αν αποχωρήσει από το προσκήνιο της ζωής. Έτσι, θα εξασφαλίσει ελπίδα προόδου και χαράς. Αυτή τη χαρά, που με μία άλλη λέξη λέγεται ζωή, αναζητά επίμονα ο Σεφέρης. Και όλα αυτά τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και προ των πυλών της βασανιστικής Κατοχής, ενώ ήδη το κενό, η απουσία και η θλίψη της φθοράς είχαν καλύψει με το ζοφερό μανδύα τους τον Ελληνισμό, αλλά κι ολόκληρο τον κόσμο.


 


 


 


Θεσσαλονίκη, 25 Σεπτεμβρίου 2004


 


 


Επιμέλεια:


Αλέξανδρος Γ. Αλεξανδρίδης

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ




Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 27.09.2004 23:46:50
 
Αναγνώσθηκε 530 φορές