Φορέων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Οι ζωηρές κουβέντες στο πηγαδάκι των μαθητών της Β΄ Λυκείου έξω από το εξεταστικό κέντρο μετά το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, τράβηξαν εύλογα την προσοχή μου. «- Έπεσαν τα realities. Εύκολο, αλλά γαμώτο δεν είχα διαβάσει τίποτα». «- Εγώ ευτυχώς διάβασα ένα σχεδιάγραμμα από το φροντιστήριο αλλά είχα και πολύ υλικό για τα ΜΜΕ και τον ελεύθερο χρόνο». Δεν άντεξα στον πειρασμό και μπήκα στην κουβέντα: «Τι έπρεπε ρε παιδιά να έχετε διαβάσει για ένα τέτοιο θέμα;» «- Ε, να…, σχεδιαγράμματα, ανεπτυγμένα θέματα, κανένα δοκίμιο…» «- Μα το ζήτημα των εκπομπών αυτών συζητήθηκε και συζητιέται πολύ, στα κανάλια, στον τύπο, στις παρέες. Είμαι σίγουρος ότι και σεις το έχετε κουβεντιάσει με τους φίλους σας. Πιθανόν να έχετε διαφωνήσει, να έχετε προβληματιστεί, πάντως σίγουρα σας έχει απασχολήσει. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε να έχετε διαβάσει οπωσδήποτε κάτι για να γράψετε τις απόψεις σας;». Η απάντηση ήρθε αποστομωτική: «- Ελάτε τώρα κύριε, αφού ξέρετε τι θέλουν στις εξετάσεις».
Αποχώρησα σκεφτικός και σίγουρος πως και φέτος οι διορθωτές θα βρουν μια από τα ίδια: στοίβες γραπτά με πανομοιότυπο περίπου περιεχόμενο, αφόρητες κοινοτοπίες, μεγαλοστομία, επιτήδευση. Και το χειρότερο, όλα γραμμένα με το ίδιο ύφος, το δήθεν «δοκιμιακό», το δήθεν λόγιο, το δήθεν σοβαρό. Τίποτα που να μυρίζει εφηβική φρεσκάδα, που να απηχεί την ορμή, το χιούμορ και το θυμό της πρώτης νιότης (που μ’ όλη του την αφέλεια είναι γοητευτικός), που να φέρει βρε αδερφέ τη σφραγίδα της προσωπικότητας του κάθε μαθητή. Και πάλι όλα τα γραπτά θα είναι αντίγραφα – άλλα πιστά και άλλα κακέκτυπα – ενός και μοναδικού μοντέλου ανάπτυξης: αυτού που υπάρχει στα εκθεσιολόγια των φροντιστάδων και (παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις) στο μυαλό των βαθμολογητών. Ο βαθμός απόκλισης από το μοντέλο αυτό θα καθορίσει και τη βαθμολογία. Βολικό, γιατί έτσι εξασφαλίζεται ένα κοινό μέτρο σύγκρισης, ένα τεκμήριο της πολυθρύλητης «αντικειμενικότητας».
Κι όμως, αν θα ήθελε κανείς να ανιχνεύσει τον αυθεντικό λόγο και τις ειλικρινείς απόψεις των δεκαεξάρηδων – τουλάχιστον των πιο υποψιασμένων απ’ αυτούς – θα έπρεπε να ψάξει στα έξυπνα μηνύματα των κινητών τους, στα e-mail που ανταλλάσσουν μεταξύ τους, σε όσα εκμυστηρεύονται στα ημερολόγιά τους, στα εκπληκτικά πολλές φορές πράγματα που γράφουν στο περιθώριο των τετραδίων τους. Σε καμιά περίπτωση πάντως στα «επίσημα» γραπτά τους. Ίσως τότε να ανακάλυπτε έναν λόγο πνευματώδη και ευαίσθητο, με μεγαλύτερη συχνά ουσία από τα φληναφήματα των «υποδειγματικών εκθέσεων» και τον τυφλοσούρτη των «διαγραμμάτων».
Θυμάμαι με τι ανακούφιση είχαμε υποδεχτεί ως μαθητές τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, θέματα εκθέσεων που καταπιάνονταν με κοινωνικά και καθημερινά προβλήματα και μας γλίτωναν από τα ρητά και τη χρηστομάθεια. Πολύ γρήγορα όμως η προσπάθεια εκφυλίστηκε σε μια κοινωνιολογίζουσα μπουρδολογία. Η ανάγκη για ένα «πλήρες γραπτό από άποψη περιεχομένου» που επέβαλε ο σκληρός ανταγωνισμός, οδήγησε καθηγητές και φροντιστές να σωρεύουν σε πίνακες και φυλλάδια ετοιματζίδικη επιχειρηματολογία, συχνά θραύσματα από απόψεις των πιο ετερόκλητων διανοητών, προς μελέτη και - ει δυνατόν - απομνημόνευση. Στο εμπόριο κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν εκατοντάδες βοηθήματα που με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο αριθμούν μηχανικά «αιτίες» και «αποτελέσματα» για κάθε κοινωνικό θέμα, προτείνουν με ύφος ειδήμονα επί παντός επιστητού βερμπαλιστικά γιατροσόφια για πάσα κοινωνική νόσο. Η προσπάθεια να καλυφθεί άρον άρον το υποτιθέμενο «γνωστικό έλλειμμα» και η «έλλειψη επιχειρημάτων» των μαθητών με τα συνταγολόγια των εργολάβων της γνώσης, αποτυπώνεται καθαρά στα γραπτά των παιδιών: προβληματισμός επιφανειακός, που αδιαφορεί για τη συνθετότητα των προβλημάτων (πού καιρός για εμβάθυνση, αφού πρέπει να καλυφθούν καμιά τριανταριά «κύκλοι θεμάτων» για να «πιάσουμε» το θέμα), κείμενα ιδεολογικά ανώδυνα (η συνιστώμενη «μεσότητα» θα μας προφυλάξει από την μήνιν του τυχόντα συντηρητικού βαθμολογητή), αλλά - το χειρότερο - κείμενα κάλπικα, ανειλικρινή, αδέξιες προσπάθειες ανασφαλών και αυτολογοκρινόμενων πιτσιρικάδων να συμμορφωθούν προς τις προσδοκίες των εξεταστών τους.
Η θεσμική αλλαγή στη διδασκαλία και την αξιολόγηση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας το 1998, δημιούργησε δικαιολογημένα την ελπίδα πως, βάζοντας την παραγωγή λόγου σε συγκεκριμένο επικοινωνιακό πλαίσιο, θα οδηγηθούμε σε πιο αυθεντικές μορφές μαθητικής έκφρασης, σε κείμενα πιο κοντά στη ζωή και τις πραγματικές της επικοινωνιακές ανάγκες. Ματαιοπονία. Η δύναμη της αδράνειας, η ελλιπής και πρόχειρη επιμόρφωση των διδασκόντων αλλά κυρίως η εμμονή της επιτροπής των γενικών εξετάσεων σε θέματα με ελάχιστη πρωτοτυπία – εδώ λειτουργεί ο φόβος ότι η παρέκκλιση από τον φροντιστηριακό σχεδιασμό και η αίσθηση του «μη αναμενόμενου» θα προκαλέσει σάλο σε μια έτσι κι αλλιώς ψυχωτική με τις εξετάσεις κοινωνία – μας οδήγησαν ξανά σε κείμενα παλαιάς κοπής, αλλά αυτή τη φορά καμουφλαρισμένα. Το περίφημο «επικοινωνιακό πλαίσιο» στην πράξη εξαντλείται συνήθως σε μια προσφώνηση (κύριε πρόεδρε, κύριε υπουργέ, αγαπητοί συμμαθητές κτλ, ανάλογα με τις απαιτήσεις του πλαισίου), σε μια υπογραφή στο τέλος του κειμένου, άντε το πολύ και σε αλλαγή του ρηματικού προσώπου. Αυτό που ακολουθεί είναι μια έκθεση ιδεών παλαιού τύπου με τα ίδια αποκρουστικά χαρακτηριστικά. Είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς από την πεπατημένη. Να δεχτεί ότι τα πονήματα των εκθεσάδων και των «ειδικών» μπορεί να είναι και μια τρύπα στο νερό. Να πείσει τον έφηβο ότι οι απόψεις των ανθρώπων, και κυρίως αυτών που βρίσκονται ένα βήμα πριν την ενηλικίωση, δεν υπαγορεύονται ούτε ανασύρονται έτοιμες από τα ντουλαπάκια της μνήμης. Να τον πείσει ακόμα πως η δικιά του εκφραστική μπορεί να είναι - σε ορισμένες συνθήκες επικοινωνίας - αποτελεσματικότερη από τον περίτεχνο λόγο των «υποδειγματικών» δοκιμίων.
Όλα αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου, όταν επιστρέφοντας στο σπίτι ξεφύλλισα τα θέματα και διαπίστωσα πως φέτος τα πράγματα είναι σοβαρότερα. Συγκεκριμένα στην παραγωγή κειμένου ζητήθηκε από τους μαθητές να υποθέσουν ότι είναι διευθυντές Λυκείου και να απευθύνουν μέσω ενός μαθητικού εντύπου έκκληση στους μαθητές να μην παρακολουθούν τηλεοπτικές εκπομπές τύπου realities αλλά να διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία ώστε να αξιοποιούν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους.
Για μια στιγμή πίστεψα ότι με γελούν τα μάτια μου. Από τον δεκαεξάχρονο μαθητή που η εφηβεία του στριμώχνεται αφόρητα σε σχολεία, φροντιστήρια και ιδιαίτερα, που, χωμένος στην κρεατομηχανή των εξετάσεων, έχει εγκαταλείψει οτιδήποτε τον ηρεμεί και τον ευχαριστεί (χόμπι, παρέες, αθλητισμό, διαβάσματα, φλερτ κλπ), ζητούν να πάρει θεατρικά τη θέση του καθηγητή και να συμβουλεύσει τον εαυτό του πώς να αξιοποιήσει «δημιουργικά» τον ανύπαρκτο ελεύθερο χρόνο του!! Ακολουθεί μάλιστα και η οδηγία να φροντίσει με το κείμενό του να πετύχει το κατάλληλο επικοινωνιακό αποτέλεσμα. Είμαι σίγουρος πως αν ένα τέτοιο κείμενο δημοσιεύονταν στ’ αλήθεια σε μαθητική εφημερίδα, το επικοινωνιακό αποτέλεσμα που θα πετύχαινε θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση ο γέλωτας και στη χειρότερη η οργή. Γιατί οργίζονται επικίνδυνα οι νέοι όταν καταλαβαίνουν πως τους κοροϊδεύουν.
Να λοιπόν που η έκθεση δεν είναι μόνο μια άσκηση αναπαραγωγής προκατασκευασμένων κοινοτοπιών, είναι και άσκηση κοινωνικής υποκρισίας. Μόνο ο μαθητής που θα παραβλέψει χονδροειδώς την πραγματικότητα που βιώνει, μόνο αυτός που δεν σκέφτεται αλλά απλώς «θυμάται» μπορεί να ανταποκριθεί θετικά στο θέμα. Αλλά φοβάμαι πως είναι και κάτι χειρότερο: μια άσκηση κομφορμισμού. Γιατί ουσιαστικά ζητούν από τους εφήβους να αναπαράξουν τη γλώσσα της εξουσίας, να ταυτιστούν ιδεολογικά, συναισθηματικά και εκφραστικά με έναν φορέα της. Και μάλιστα αυτόν που κατά κανόνα στην καθημερινότητά τους αμφισβητούν (όλοι θυμόμαστε από τα μαθητικά μας χρόνια την καζούρα και τα παρατσούκλια για τους καθηγητές και τους διευθυντές μας). Να μιλήσουν με το πατερναλιστικό ύφος του πενηντάρη που ξέρει το σωστό, αραδιάζοντας ηθικολογίες και συμβουλές, ενοχοποιώντας «στοργικά» τον εαυτό τους και τους συνομηλίκους τους για μια κατάσταση για την οποία νοιώθουν πως δεν ευθύνονται οι ίδιοι. Προκάτ ιδέες, υποκρισία, κομφορμισμός: το τρίπτυχο που θα εξασφαλίσει την επιτυχία και την εισαγωγή. Ίσως και το τρίπτυχο των προσόντων που οφείλουν να έχουν οι αυριανοί φοιτητές, οι μεθαυριανοί εργαζόμενοι και επιστήμονες. Ήδη εκτιμούνται δεόντως στις συνεντεύξεις που παίρνουν οι επιχειρήσεις για τις προσλήψεις προσωπικού.
Εκεί σταμάτησα τις σκέψεις μου, ίσως από φόβο μήπως με οδηγήσουν σε μια συνωμοτική αντίληψη για τα πράγματα, ίσως πάλι γιατί σα δάσκαλος δε θέλω να είμαι τόσο απαισιόδοξος. Ξάπλωσα να κοιμηθώ ειλικρινά χαρούμενος που φέτος δεν είμαι βαθμολογητής στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας της Β΄ Λυκείου. Τουλάχιστον δεν είμαι υποχρεωμένος να συμμετέχω σε έναν τόσο σικέ αγώνα.

Καληνύχτα.

Γιάννης Μαργιούλας
Φιλόλογος
Χανιά
imarg@mail.gr


Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 27.05.2003 16:57:39
 
Αναγνώσθηκε 620 φορές