Δραστηριότητες & Eκδηλώσεις

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΚΔΗΛΩΝΕΤΑΙ

Στο κεφάλαιο αυτό θα μιλήσουμε για τη σχολική φοβία, ορίζοντάς την και θα ξεχωρίσουμε τον σχολειοφοβικό από τον σκασιάρχη μαθητή. Ακόμα θα κάνουμε λόγο για τα «συμπτώματα» που εμφανίζει ο σχολειοφοβικός μαθητής. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στην τυπολογία του φαινομένου και τέλος θα παρουσιάσουμε ορισμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά σχετικά με το θέμα.
Γενικά με τον όρο φοβία εννοούμε «τον αγχώδη και παράλογο φόβο για συγκεκριμένο αντικείμενο, πρόσωπο, ζώο ή κατάσταση, του οποίου τον παράλογο χαρακτήρα αναγνωρίζει ο πάσχων, χωρίς όμως να μπορεί να απαλλαγεί απ’ αυτόν» (Μπαμπινιώτης 1998 : 1916).
Ειδικότερα, ως σχολική φοβία, χαρακτηρίζεται - πολύ σωστά – κατά τον Μπουλουγουρή (1994 : 112), « η άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο γιατί εκεί νοιώθει έντονες σωματικές και ψυχικές ενοχλήσεις, ενώ όταν μένει στο σπίτι του τα συμπτώματα αυτά εξαφανίζονται».
Ο Herbert (1989: 159), πολύ πετυχημένα θα μας πει πως όταν χαρακτηρίζουμε ένα παιδί ως σχολειοφοβικό, τότε υπονοούμε πως έχει αδικαιολόγητο, έντονο, παράλογο και αγχώδη φόβο «σχετικά με κάποιες πτυχές της σχολικής ζωής». Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι δεν θα πρέπει να συγχέουμε τη σχολική φοβία με τις πρώτες αρνητικές αντιδράσεις που εκδηλώνει σχεδόν κάθε παιδί όταν πηγαίνει πρώτη φορά στο σχολείο. Κάθε άνθρωπος (είτε είναι παιδί, είτε είναι ενήλικας) συνήθως αντιδρά ενστικτωδώς με φόβο προς κάθε τι το καινούριο, προς κάθε τι το άγνωστο. Είναι απολύτως φυσιολογικό λοιπόν ο μαθητής που πρωτοπηγαίνει στο σχολείο να εκδηλώσει αρνητική στάση απέναντι του. Συνήθως όμως αυτή υποχωρεί με την πάροδο ορισμένων ημερών ή και εβδομάδων.
Ούτε βέβαια πρέπει να μπλέκουμε το σχολειοφοβικό παιδί με εκείνο που ενσυνείδητα το «σκάει» από το σχολείο. «Στην πρώτη περίπτωση το παιδί λυπάται που δεν μπορεί να πάει στο σχολείο. Ενώ αρνείται, στο βάθος, θέλει πάρα πολύ να πάει, αλλά διαπιστώνει ότι απλώς δεν μπορεί να το κάνει πράξη. Στην δεύτερη περίπτωση το παιδί εγκαταλείπει για λίγο το σχολείο του προκειμένου να κάνει κάτι πιο διασκεδαστικό» (Παρασκευόπουλος 1985 : 157).
Οι γονείς του σκασιάρχη αγνοούν το γεγονός ότι το παιδί τους δε φοιτά στο σχολείο. Το σχολείο πάλι δεν γνωρίζει τους λόγους, για τους οποίους το παιδί δεν έρχεται να φοιτήσει. Το σχολειοφοβικό παιδί, όταν απουσιάζει από το σχολείο, βρίσκεται στο σπίτι του μαζί με τους γονείς του, ενώ ο σκασιάρχης συνήθως προτιμά να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια, να πίνει καφέ με τους φίλους του κ.ο.κ.
Η σχολική φοβία εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Συνήθως τα σχολειοφοβικά παιδιά παρουσιάζουν εμμονές σ’ ένα θέμα, π.χ στην υγεία των γονέων τους, και αγχώνονται. Κατόπιν μπορεί να προσκολληθούν σ’ ένα άλλο ζήτημα και να αγχωθούν ξανά, π.χ στο μέγεθος του σχολείου. Το άγχος τους δηλαδή «μετακινείται μια εκεί και μια εδώ και προσκολλάται σε διάφορα θέματα» (Herbert 1989 : 158).
Το παιδί « για μέρες ή και βδομάδες, πριν εκδηλώσει την άρνησή του να πάει στο σχολείο, νιώθει άγχος, δυσφορία, παρουσιάζει αλλαγές στις συνήθειες του και την κοινωνικότητά του» (Μπουλουγουρής 1994 : 112).
Την ώρα που είναι να πάει στο σχολείο παραπονείται για τάση εμετού, για κοιλόπονους, κεφαλόπονους. Πολλές φορές παρουσιάζει έντονες εκρήξεις οργής, ιδιοτροπίας και αρνείται να φάει οτιδήποτε. Κλαίει ασταμάτητα και γοερά και παρακαλεί (σχεδόν ικετεύει) τους γονείς του να μην το στείλουν στο σχολείο. Άλλες φορές πάλι δικαιολογεί αυτές τις αντιδράσεις του λέγοντας ότι το χτυπούν στο σχολείο οι συμμαθητές του ή ότι ο δάσκαλος το τιμωρεί χωρίς λόγο. Ακόμα δικαιολογείται λέγοντας ότι «ξέρει» τα μαθήματα και επομένως δεν έχει λόγο να πάει στο σχολείο ή το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν καταλαβαίνει τίποτα από αυτά που ακούει στο σχολείο (Παρασκευόπουλος 1985 :156 κ.ε).
Όλα τα προαναφερθέντα συμπτώματα «δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν, γιατί το παιδί με σχολική φοβία στην προοπτική ότι θα πάει σχολείο, νιώθει τόσο αφόρητο άγχος, ώστε αν εξαναγκαστεί, παρά τις διαμαρτυρίες του, να πάει σχολείο, συνήθως αρρωσταίνει στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα ο δάσκαλος να εξαναγκάζεται να το στέλνει επειγόντως στο σπίτι» (ό. π. 1985 : 158).
Όσον αφορά τις αντιδράσεις των σχολειοφοβικών παιδιών, από την εμπειρία μας έχουμε παρατηρήσει ότι με μεγάλη αποφασιστικότητα εμμένουν στις θέσεις τους, «στυλώνουν τα πόδια τους», και δεν μπορεί κανένας εύκολα να τα μεταπείσει να αλλάξουν στάση ή τουλάχιστον να τους εξηγήσει τους λόγους, για τους οποίους θα πρέπει να πάψουν να αντιδρούν μ’ αυτό τον τρόπο. Αρνούνται τα πάντα. Στην ιδέα του σχολείου και μόνο, αρνούνται να ακούσουν οποιοδήποτε επιχείρημα σχετικά με το τι καλό μπορεί να τους προσφέρει αυτός ο χώρος.
Ένας από τους λόγους που τα οδηγεί σ’ αυτό, είναι οι εμπειρίες που βιώνουν στο σχολείο και οι οποίες δεν τα αφήνουν να το δουν με άλλο μάτι, πιο θετικό ίσως. Εκφράζουν επεισόδια εις βάρος τους, όπως για παράδειγμα «μου βάζουν χαρτιά στα μαλλιά και γράφουν κάτι τα άλλα παιδιά» ή «με λένε χαζή, άχρηστη και ανίκανη και δεν με παίζουν», «τα σιχαίνομαι τα παιδιά», «με χτυπούν καμιά φορά κρυφά από τον κύριο» (Καΐλα/ Πολεμικός/Ξανθάκου, 1994 : 93).
Αυτό πάντως που χαρακτηρίζει τις αντιδράσεις φοβίας των εν λόγω παιδιών, είναι ότι η έντασή τους είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την πραγματική αγχογόνο κατάσταση. Και τέτοιες αγχογόνες καταστάσεις, σε μια έρευνα που έγινε σε εντεκάχρονους μαθητές, διαπιστώθηκε ότι είναι: μήπως αποτύχουν σε κάποιο διαγώνισμα, μήπως δεν φτάσουν έγκαιρα στο σχολείο, μήπως δεν γνωρίζουν την απάντηση σε τυχόν ερωτήσεις του δασκάλου, μήπως ο δάσκαλος τα τιμωρήσει, μήπως πάρουν χαμηλούς βαθμούς, κ.ο.κ (Herbert 1989 : 159 κ.ε).
Αν εξαιρέσουμε τα συμπτώματα της σχολειοφοβίας, «δεν φαίνεται να υπάρχουν σαφή διαχωριστικά χαρακτηριστικά και ασυνήθιστες ιδιαιτερότητες ανάμεσα στα σχολειοφοβικά και μη άτομα. Από την άλλη πλευρά, όλα τα σχολειοφοβικά παιδιά δεν μοιάζουν μεταξύ τους» (Καΐλα/Πολεμικός/Ξανθάκου, 1994 : 45).
Ενδιαφέρον έχει να δούμε στο σημείο αυτό την τυπολογία του φαινομένου της σχολικής φοβίας έτσι όπως την παρουσιάζουν οι Coolidge, Hahn και Peck (1957), Paradise (1984), Durlak (1992), στο (ό. π. : 45 κ.ε):
«Στον ένα τύπο λοιπόν, τον οξύ, η διαταραχή εμφανίζει μια γρήγορη και δραματική έναρξη, είναι λογικά οριοθετημένη, δεν προηγείται ιστορικό άλλης ψυχολογικής διαταραχής, τείνει να εκδηλώνεται στις μικρότερες τάξεις (ηλικίες 5–8) και βαθμιαία υποχωρεί. Αυτή η μορφή της σχολειοφοβίας δεν επηρεάζει την επαρκή λειτουργικότητα σε άλλους τομείς της ζωής του παιδιού. Πρόκειται για άτομα με φυσιολογική προσωπικότητα, που συχνά οδηγούνται σε επαγγελματική βοήθεια, εντός τριών μηνών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων».
«Στο δεύτερο τύπο» συνεχίζουν, «η διαταραχή είναι πιο διάχυτη και γενικευμένη, εξακολουθεί να ταλανίζει το παιδί, κορυφώνεται στις μεγαλύτερες τάξεις (10 –13 ετών) και η πρόγνωσή της δεν είναι καλή. Αυτός ο τύπος εμφανίζει προηγούμενα επεισόδια άρνησης φοίτησης στο σχολείο, ενώ επεκτείνονται οι διαταραχές στη λειτουργία του ατόμου και σε άλλες περιοχές της κοινωνικής του ζωής».
Βέβαια αξίζει να σημειώσουμε πως ο σχολειοφοβικός τύπος γενικά παρουσιάζει αδύναμη προσωπικότητα.
Σχετικά με το σχολικό παρελθόν του σχολειοφοβικού παιδιού, οι εκτιμήσεις που αναφέρονται γύρω από την «επίδοση και τη συμπεριφορά του κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα» (ό. π. : 40).
Θεωρούμε σκόπιμο να τονίσουμε, ότι θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν πρόκειται να κρίνουμε ένα παιδί ως σχολειοφοβικό. Θα πρέπει η κρίση να γίνει τηρουμένων των αναλογιών. Δηλαδή όταν επιχειρούμε να καθορίσουμε τι είναι αυτό που πρέπει να μας ανησυχήσει, τι είναι παθολογικό, θα πρέπει να δούμε και το τι συμβαίνει και στα άλλα παιδιά γενικά. Αν για παράδειγμα πούμε ότι μας ανησυχεί η δειλία ενός παιδιού, ή η οκνηρία του, ή η υπερβολική υπακοή και εύκολα το «στιγματίσουμε» ως σχολειοφοβικό, τότε ο μισός μαθητικός πληθυσμός (αν όχι όλος), θα πρέπει να χαρακτηριστεί έτσι. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να προσέχουμε την συμπεριφορά και όλων των άλλων, για να έχουμε ασφαλή συμπεράσματα και σαφή εικόνα του τι συμβαίνει.
Σε μια έρευνα η S. Wolff (1967, στο Herbert 1989: 144), συνέκρινε ομάδα μαθητών, που παρουσίαζαν «προβλήματα συμπεριφοράς», με άλλα παιδιά, τα οποία είχαν χαρακτηριστεί «φυσιολογικά». Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι δύο ομάδες των παιδιών αυτών, δεν είχαν διαφορές. Είχαν τις ίδιες εκδηλώσεις συμπεριφοράς, στο ίδιο περίπου ποσοστό και στον ίδιο βαθμό σοβαρότητας.
Η σχολική φοβία μπορεί να εκδηλωθεί στο παιδί σε οποιαδήποτε βαθμίδα της σχολικής εκπαίδευσης. Ο Sperling (1967, στο Παρασκευόπουλος 1985 : 156), υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό εμφανίζεται κατά την Β΄ τάξη του δημοτικού σχολείου και ότι η σχολική φοβία μπορεί να φτάσει ως το 8% του μαθητικού πληθυσμού. Σχετικά με τη συχνότητά της, κάποιοι άλλοι ειδικοί μιλούν για 1% έως 2% του μαθητικού πληθυσμού (Kennedy 1965, Durlak 1992, στο Καΐλα/ Πολεμικός/Ξανθάκου, 1994 : 42) και άλλοι για λιγότερο από 1% (Miller, Barret στο ό. π. :42).
Όσον αφορά την ηλικία οι Laventhal και Sills (1964), Paradise (1984, στο ό. π. :43), αναφέρουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό κορυφώνεται γύρω στα έντεκα χρόνια.
Ο Herson (1977, στο ό. π.: 43), αναφέρει τρεις περιπτώσεις – σχετικά με την ηλικία – που συχνότερα «εμφανίζεται» η σχολειοφοβία:

A. 5 έως 7 ετών – είσοδος του παιδιού στο σχολείο

B. 11 έως 12 ετών – μεταπήδηση του παιδιού από το δημοτικό στο γυμνάσιο.

Γ. 14 περίπου ετών, όπου εδώ έχουμε συσχέτιση της με σοβαρότερες ψυχικές διαταραχές.

Όσον αφορά το φύλο η σχολειοφοβία δεν φαίνεται να «χτυπά» τη μια ή την άλλη πλευρά – αγόρια ή κορίτσια-. Προσβάλει με την ίδια συχνότητα και τα δύο φύλα (Costin και Dragun 1989, στο ό. π.: 44).
Η σειρά γέννησης του παιδιού δείχνει να έχει κάποια σχέση με τη σχολειοφοβία. Φαίνεται δηλαδή πως «τα τελευταία κατά σειρά γέννησης παιδιά, τα πρωτότοκα καθώς και τα μοναχοπαίδια έχουν τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των σχολειοφοβικών περιπτώσεων» (Blagg 1987, στο ό. π. : 44).
Τέλος συνάφεια εμφανή μεταξύ σχολειοφοβίας και κοινωνικό - οικονομικής κατάστασης ή επιπέδου νοημοσύνης δεν φαίνεται να υπάρχει (ό. π. : 44).
Συνοψίζοντας λοιπόν τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι η σχολειοφοβία εκλαμβάνεται ως μια «ειδική παιδική φοβία», εκδηλώνεται κατά την σχολική ηλικία και θεωρείται ως μια ψυχική διαταραχή. Αποτελούσε και αποτελεί και στις μέρες μας ένα κατεπείγον πρόβλημα. Η θεραπευτική του αντιμετώπιση θα πρέπει να επεκτείνεται και να περιλαμβάνει κι άλλα πρόσωπα ή καταστάσεις του περιβάλλοντος του παιδιού όπως γονείς, σχολείο, συμμαθητές, ειδικοί επιστήμονες. Και αυτό διότι δεν είναι δυνατόν να «απαλύνει» ή να «εξομαλυνθεί», χωρίς τη βοήθεια για παράδειγμα του Παιδοψυχολόγου, του δασκάλου, του συμβούλου, κ.ο.κ.


5.2. ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΦΟΒΙΑ

Είναι γεγονός πως γνωρίζοντας τις αιτίες που προκαλούν τη σχολική φοβία σ’ ένα παιδί, γίνεται πιο εύκολο το έργο σχετικά με την αντιμετώπισή της. Οι αιτίες δηλαδή, πολλές φορές δείχνουν το δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί για την παροχή βοήθειας (Γιαννικόπουλος 1985 : 353).Το δρόμο που σίγουρα παρουσιάζει πολλές δυσκολίες και συχνά πυκνά ανυπέρβλητα εμπόδια.
Σύμφωνα με τους Παρασκευόπουλο(1985:156) και Καΐλα-Πολεμικός Ξανθάκου (1994:229),η σχολική φοβία έχει ως αίτια το άγχος του αποχωρισμού και «είναι μεταγενέστεροι ,δευτερέυοντες και πιθανοί,οι φόβοι απέναντι στο σχολείο,που έρχονται είτε ως δικαιολογίες είτε ως ενισχυντικά φαινόμενα».
Ο Herdert (1989:160),για το ίδιο θέμα αναφέρει (και συμφωνούμε μαζί του), ότι η σχολειοφοβία πράγματι «σε πολλές περιπτώσεις οφείλεται στο φόβο του παιδιού να αποχωριστεί την μητέρα του»,αλλά επισημαίνει επίσης πως «σαφώς υπάρχουν και άλλες περιστάσεις (γεγονότα) συνυφασμένες με την σχολική ζωή που η καθεμιά τους μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί φόβο»(ο.π 159)
Στην παρούσα ενότητα θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε – εν συντομία – μερικές απ’ αυτές, οι οποίες κατά τη γνώμη μας είναι και οι σημαντικότερες.

1. Μια από τις βασικές αιτίες λοιπόν της σχολικής φοβίας αποτελεί η λάθος συμπεριφορά των γονέων και οι παραλείψεις έναντι των παιδιών τους. Πράγματι, από την εμπειρία μας έχουμε διαπιστώσει ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες των γονέων, που όχι απλώς κάνουν κακή προετοιμασία του παιδιού τους για το σχολείο, αλλά φτάνουν μέχρι το σημείο να μην το προετοιμάσουν καθόλου.(Herdert 1989:161κ.ε)
Θα ήταν παράξενο ένα παιδί να αγαπήσει το σχολείο από την πρώτη κιόλας μέρα. Χρειάζεται χρόνο και βοήθεια να εγκλιματιστεί, να μάθει να λειτουργεί μέσα στο νέο περιβάλλον και να εκτιμήσει όσα του προσφέρει. Για τα περισσότερα παιδιά η φοίτηση στο σχολείο, αποτελεί την πρώτη εμπειρία πολύωρης «εγκατάλειψης του σπιτιού τους». Ενός σπιτιού που είναι ζεστό και βολικό και υπάρχουν γύρω αγαπημένα πρόσωπα (γονείς, γιαγιάδες, παππούδες) που είναι πρόθυμοι να τα εξυπηρετήσουν και να ικανοποιήσουν κάθε τους επιθυμία. Το σχολείο αντίθετα τους «προσφέρει» πειθαρχία και υποχρεωτική – κοπιαστική μάθηση.

2. Άλλη αιτία σχολικής φοβίας θεωρείται το λεγόμενο «άγχος του αποχωρισμού». Κάθε παιδί στον 7ο μήνα της ζωής του αναπτύσσει ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα του. Πρόκειται για το φαινόμενο της προσκόλλησης του παιδιού στο μητρικό πρόσωπο. Η προσκόλληση, έχει σαν αποτέλεσμα, το παιδί να νιώθει φόβο και αγωνία μήπως η μητέρα του το «εγκαταλείψει» και «φύγει». Αυτό το τελευταίο αποτελεί το λεγόμενο «άγχος του αποχωρισμού». (Για το φαινόμενο αυτό όπως και για την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού μέχρι τη σχολική ηλικία, θα γίνει εκτενέστερος λόγος στο κεφ. 5.3 «πρόληψη της σχολικής φοβίας» αφού θεωρούμε πως αποτελεί την βασικότερη αιτία σχολικής φοβίας. Βλέπε: Καΐλα-Πολεμικός –Ξανθάκου(1994:220),Herdert(1989:161),Παρασκευόπουλος(1995:156-157).

3. Σχολική φοβία είναι δυνατόν να προκύψει και εξ αιτίας της ψευδούς εικόνας, που έχει σχηματίσει το παιδί για τον εαυτό του (με τη βοήθεια συχνά των γονέων στο σπίτι) εικόνα που όμως δεν την υιοθετούν και δεν την αποδέχονται οι συμμαθητές ή ο δάσκαλος στο σχολείο.
Σ’ αυτή την περίπτωση – όπως πολύ ορθά αναφέρει ο Γιαννικόπουλος (1985 : 354), το παιδί «μέσω της μη συνειδητής σχολειοφοβίας», γυρνάει στο σπίτι, όπου βρίσκει ανταπόκριση, μιας και οι γονείς είναι έτοιμοι να «συντηρήσουν την αυταπάτη της υπεροχής».

4. Σημαντική αιτία σχολικής φοβίας αποτελούν επίσης οι αυξανόμενες απαιτήσεις των φιλόδοξων γονέων, οι οποίοι δεν λογαριάζουν αν μπορεί το παιδί να ανταποκριθεί επιτυχώς σ’ αυτές.(Herdert 1989:159-160). Υπάρχουν για παράδειγμα αρκετοί γονείς, οι οποίοι θέλουν το παιδί τους να παρακολουθεί, εκτός από τα σχολικά μαθήματα, και μαθήματα χορού, αγγλικών, μουσικής, γαλλικών, κ.ο.κ. Έτσι φορτώνεται υπερβολικά με υποχρεώσεις αρκετές, κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να στερείται τα παιχνίδι. Η στέρηση του παιχνιδιού είναι δυνατόν να οδηγήσει το παιδί στο να θεωρήσει το σχολείο υπαίτιο γι’ αυτό και να βιώσει τον εν λόγω χώρο, ως χώρο καταναγκασμού, αφού εκ φύσεως του στερεί κάποιες ευχάριστες ενασχολήσεις, ενώ ταυτόχρονα απαιτεί νοητική προσπάθεια. Αντιλαμβάνεται με άλλα λόγια ότι το σχολείο δεν είναι ένα συνεχές παιχνίδι, αλλά μια καθημερινότητα επιβεβλημένη (με συγκεκριμένους κανόνες) με την οποία τα παιδιά δυσκολεύονται να συμβιβαστούν.

5. Η κακομεταχείριση επίσης από το δάσκαλο ή από τους συμμαθητές είναι δυνατόν να τον οδηγήσουν στη σχολειοφοβία.(Herdert1989:159-160). Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο όπου πολλοί δάσκαλοι δυστυχώς, (γεγονός που έχουμε παρατηρήσει από την εμπειρία μας), δεν δίνουν καμία χαρά στα παιδιά και δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους τις ιδιαιτερότητές τους, τις ανάγκες τους και κυρίως τα ενδιαφέροντά τους. Απαιτούν μόνο από τους μαθητές (πολλές φορές με αυταρχικό τρόπο) να φέρουν σε πέρας τις εργασίες, που οι ίδιοι τους αναθέτουν. Διακρίνονται ακόμη για την άρνηση φιλικών σχέσεων προς τους μαθητές, για εριστικότητα, για προκλητικότητα, για αγένεια και για απουσία ηρεμίας. Συνήθως χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως: «Κλείστε το στόμα σας και γράψτε αυτό που σας είπα!» ή «Σταματήστε αμέσως και κάντε αυτό που λεω!» κ.ο.κ. Οι επιπλήξεις είναι συχνές στην ημερήσια διάταξη. Οι ίδιοι αρνούνται κατηγορηματικά να δουν τους μαθητές τους σαν ίσους απέναντί τους.
Οι μαθητές από την πλευρά τους, νιώθουν αδύναμοι,
καταπιεσμένοι και «υποταγμένοι» στη θέληση του δασκάλου τους. Αυτό τους αγχώνει και τους προκαλεί αποστροφή. Την αποστροφή αυτή την εκδηλώνουν και ως προς το σχολείο, αφού γνωρίζουν ότι στον χώρο αυτό, υπάρχει ο δάσκαλος που «διατάζει» και οι ίδιοι που «υπακούν», μη μπορώντας να κάνουν τίποτα άλλο. Φυσικό είναι λοιπόν να αισθάνονται ανελεύθεροι και να φοβούνται το σχολείο.
Σύνηθες είναι ακόμη και το φαινόμενο, όπου μικροί μαθητές απειλούνται ή και δέχονται σωματική βία από άλλους συμμαθητές τους.
Το σχολείο αποτελεί χώρο συνάντησης παιδιών με διαφορετικής ιδέες, διαφορετικές ηλικίες, ασυνήθιστες μαθήσεις, διαφορετικές σωματικές διαστάσεις, κ.ο.κ. Δημιουργείται έτσι μια καινούρια και σύνθετη θα λέγαμε κατάσταση στο σχολείο, που «εν δυνάμει» γεννά εντάσεις και αυτό ακριβώς είναι που κάνει πολλά παιδιά να δυσκολεύονται και να δυσανασχετούν. Ο αδύνατος και μικρόσωμος μαθητής, που θα τολμήσει να φέρει αντίρρηση στον δυνατό, τον αρχηγό της τάξης, συνήθως αντιμετωπίζεται δυναμικά. Εισπράττοντας μια τέτοια εμπειρία από το σχολείο είναι φυσιολογικό να ταραχθεί και να φοβηθεί μην τυχόν και βιώσει ξανά παρόμοιο επεισόδιο. Ανάλογα λοιπόν με την ιδιοσυγκρασία του ή θα αποφύγει απλώς το συμμαθητή του, με τον οποίο ήρθε σε ρήξη, ή θα κυριευτεί από πανικό και θα αρνηθεί κατηγορηματικά να πάει στο σχολείο. Στην δεύτερη περίπτωση θα λέγαμε ότι προκύπτει μια τυχαία σύνδεση του χώρου του σχολείου με την επίθεση που δέχτηκε από τον συμμαθητή του. Το παιδί κατά συνέπεια, νιώθει άγχος την ώρα που βρίσκεται στον χώρο αυτόν. Η αποφυγή της όλης κατάστασης που του προκαλεί φόβο, του εξασφαλίζει ανακούφιση από το άγχος και μ’ αυτόν τον τρόπο η τάση αποφυγής ενισχύεται. Ακόμη και όταν το παιδί δεν ξαναδεχτεί απειλητική επίθεση, μπορεί να γίνει πιο σοβαρή η φοβική αντίδραση, μόνο και μόνο με το πέρασμα του χρόνου. Είναι η περίοδος θα λέγαμε της επώασης του άγχους, της αυτοανάπτυξης του φόβου. Το παιδί νιώθει τρόμο εξαιτίας του περιορισμού του στο αγχογόνο σχολικό περιβάλλον. Έτσι είναι δυνατόν να προκύψει η λεγόμενη γενίκευση του ερεθίσματος σε όλο και περισσότερα στοιχεία της σχολικής ζωής.

6. Στη σχολειοφοβία μπορεί ακόμη να οδηγηθεί κάποιος μαθητής εξαιτίας της ανεπαρκούς επίδοσής του (σε συνάρτηση με το αγχογόνο κλίμα των εξετάσεων που βιώνει).(Herdert1989:159-160). Όλοι μας γνωρίζουμε ότι κάθε άνθρωπος αποστρέφεται το δυσάρεστο και επώδυνο και επιδιώκει το ευχάριστο. Πολύ περισσότερο ένα παιδί - μας λέει ο Γιαννικόπουλος (1985 : 320), πολύ σωστά – «δεν είναι διατεθειμένο να δεχτεί ούτε μια στιγμή δυσαρέσκειας, ακόμα και αν αυτή γίνει συντελεστής μελλοντικής του επιτυχίας, γιατί ζει με το Παρόν και για το εντελώς άμεσο μέλλον».

7. Αιτία σχολικής φοβίας αποτελεί συνήθως η έλλειψη αυτοπεποίθησης του παιδιού, όπως και η άρνησή του να αναλάβει πρωτοβουλίες. Σ’ αυτή την περίπτωση, το παιδί δεν βιώνει την πραγματικότητα όπως ακριβώς θα έπρεπε. Ζει σ’ ένα «γυάλινο κόσμο, διαφορετικό». Δεν του δίνεται η ευκαιρία, μ’ άλλα λόγια, να κατανοήσει από νωρίς ότι η ζωή, εκτός από ομορφιές, έχει και υποχρεώσεις. Έτσι παρουσιάζει ανώριμη προσωπικότητα και φυσικό είναι να νιώσει ανασφάλεια έξω από το σπίτι του.
Η εικόνα της αυθεντίας, που εκφράζει ο δάσκαλος, του δημιουργεί δυσαρέσκεια ή και φόβο πολλές φορές. Ένα τέτοιο παιδί είναι δυνατόν να μην έχει «προσαρμοστεί» ούτε στο ομαδικό παιχνίδι. Το διάλειμμα λοιπόν του σχολείου γίνεται για τον ίδιο ένας μικρός «Γολγοθάς», μια τραγωδία. Από την άλλη πλευρά, η διαίσθηση των παιδιών – συμμαθητών του, να ανακαλύπτουν τα υποψήφια θύματα (τα «μαμμόθρεφτα» όπως τα αποκαλούν) είναι εκπληκτική. Η συνήθης κατάληξη ανάλογων περιστάσεων είναι η εξής· αργά ή γρήγορα εκείνος που δεν συμπλέει με την ομάδα, που δεν εντάσσεται σ’ αυτή, θεωρείται «ξένο σώμα» και αποβάλλεται, γεγονός που οδηγεί στην ανάπτυξη και εδραίωση της σχολειοφοβίας.

8. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε απλώς, και τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες ένα παιδί αρρωσταίνει και κρατιέται στο σπίτι περισσότερο καιρό απ’ όσο είναι απαραίτητο. Παράλληλα οι γονείς του το παραχαϊδεύουν και μάλιστα νιώθουν ικανοποιημένοι διότι πιστεύουν ότι με τη συμπεριφορά τους αυτή εκπληρώνουν τα γονικά τους καθήκοντα με τον καλύτερο τρόπο. Ταυτόχρονα προειδοποιούν το παιδί και το φοβίζουν με χίλια δυο πράγματα, τα οποία θα πρέπει να κάνει ή που θα πρέπει να αποφύγει στο σχολείο. Τελικά εκείνο που κατορθώνουν (συνήθως) είναι να το ωθούν να αποφασίζει (δικαιολογημένα) ότι είναι καλύτερα να κάτσει στο σπίτι του παρά να ξαναγυρίσει στο σχολείο (Ματσανιώτης 1990 : 294 κ. ε.).

Ολοκληρώνοντας επισημαίνουμε πως μπορεί μεν οι αιτίες (όπως ήδη αναφέραμε στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου) να είναι σημαντικός παράγοντας, αφού «δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για την παροχή βοήθειας», όμως θεωρούμε εξίσου σημαντικό παράγοντα την πρόληψη της σχολειοφοβίας, για την οποία θα γίνει λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.

Κατσαούνος Απόστολος Δάσκαλοι Μετεκπαιδευμένοι
κατσαούνος Ηλίας


Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 02.05.2003 02:26:11
 
Αναγνώσθηκε 737 φορές