Διαφόρων Φορέων

Τι αλλάζει στους μισθούς

Τι αλλάζει στους μισθούς

σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

 

Η νέα απόφαση

του Αρείου Πάγου (40/2002)

για τις αμοιβές

 

Αξιότιμες κυρίες και κύριοι

 

 Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριο Αναγνωστόπουλο Βασίλη, για τον ειλικρινή διάλογο που είχαμε κατά την τηλεφωνική μας επικοινωνία.

 

Αφορμή να γράψω αυτό το κείμενο στάθηκε ένα άρθρο του κυρίου Βασίλη Α. Αναγνωστόπουλου, που δημοσιεύθηκε στον Ελεύθερο Τύπο στης 25 Ιανουαρίου 2003.

 Άλλη μία νέα δικαστική απόφαση (μετά από αυτήν που αφορούσε το οικογενειακό επίδομα) ήρθε να ταράξει τα ήρεμα ύδατα της κοινωνίας μας, τον ύπνο μέσα στον οποίο έχει καταφέρει να μας ρίξει ο ατομικισμός μας και η αδιαφορία μας για τα κοινά. Βέβαια αυτή η αδιαφορία δεν γεννήθηκε και ανδρώθηκε άδικα αφού οι εκπρόσωποι - συνδικαλιστές μας, τα κατάφεραν να μας κάνουν να πιστέψουμε, ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα, οπότε ας κοιτάξει  ο καθένας μας τον εαυτούλη του και άσε τους άλλους να πνιγούν.

Όπως όλοι γνωρίζουμε μισθός είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη από τον τελευταίο προς τον πρώτο εργασία του.

Μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης (40/2002) της ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο μισθός διακρινόταν στον εν στενή έννοια  (Βασικό Μισθό) και τον εν ευρεία έννοια μισθό (υπόλοιπες αποδοχές, υπερωρίες επιδόματα κ.α.).

Με την πιο πάνω απόφαση η ολομέλεια του Αρείου Πάγου δεν κάνει διάκριση μεταξύ του εν στενή και εν ευρεία μισθού, εφόσον δέχεται ότι μισθός είναι κάθε παροχή που δίδεται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Και υπό την έννοια αυτή μισθός είναι και οι αμοιβές που οφείλονται κατά νόμο ως αντάλλαγμα της υπερεργασίας του, της νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης του (όχι της παράνομης)  και της επιτρεπόμενης απασχολήσεως του σε ημέρα αργίας (όχι και της μη επιτρεπόμενης) και τα επιδόματα αδείας, εορτών, οικογενειακά και του γάμου. Όπως επίσης και των ένεκα προαγωγής αξιώσεων και των ένεκα αυξήσεων και προσαυξήσεων, ωριμάνσεων και αναπροσαρμογών.

Η απόφαση αυτή της Ολομέλειας με πρόεδρο τον κ. Γεώργιο Κάππο και εισαγγελέα τον κ Ευάγγελο Κρουσταλλάκη, διαμορφώνει νέα νομολογία και ανοίγει το δρόμο σε χιλιάδες μισθωτούς να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, προκειμένου να τους επιδικαστούν όχι μόνο τα οφειλόμενα σε αυτούς χρηματικά ποσά από υπερεργασία κλ.π, αλλά επιπλέον οι τόκοι υπερημερίας και μάλιστα από την ημέρα της οφειλής και όχι από την ημερομηνία της κατάθεσης της σχετικής αίτησης (αγωγής) στα δικαστήρια.

 

Μήπως ήρθε η εποχή όπου για να λαμβάνουμε αυτά που δικαιούμαστε θα πρέπει να καταθέτουμε αγωγές κατά του Ελληνικού Δημοσίου (βλέπε οικογενειακό επίδομα, επίδομα πληροφορικής).

 

                                                   Με τιμή

                                         Παυλίδης Γεώργιος

                               Καθηγητής Πληροφορικής-ΠΕ20

                                           Ηράκλειο Κρήτης

                                      Email: geopavlides@in.gr

                                                        

Ακολουθεί το άρθρο του κ. Βασίλη Α. Αναγνωστόπουλου Δικηγόρου–Νομικού συμβούλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, όπως αυτό δημοσιεύθηκε στον Ελεύθερο Τύπο του  Σαββάτου 25/01/2003

 

Δήλη ημέρα καταβολής οφειλόμενων αμοιβών.

Τόκος υπερημερίας

(Μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ.40/2002 απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου)

 

1.      Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648,652,653 και 655 του Α.Κ. με σαφήνεια προκύπτει:

α) Ότι ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει στον εργοδότη με επιμέλεια την εργασία του και ο τελευταίος να του καταβάλλει το συμφωνημένο ή συνηθισμένο μισθό, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του νομίμου και

β) Ότι αν δεν υπάρχει αντίθετη ή συνήθεια ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και να υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης (λ.χ. με το μήνα) καταβάλλεται στο τέλος καθενός από τα διαστήματα αυτά (π.χ. στο τέλος του μήνα) και σε περίπτωση λύσης ή λήξης της σύμβασης ο οφειλόμενος μισθός γίνεται απαιτητός από της λήξης ή της λύσης της σύμβασης.

 

2.      Από τις διατάξεις των άρθρων 648,649,655 του Α.Κ. άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας που κυρώθηκε από τον ν.3248/1955 και του άρθρου 2 παρ. 1 της υπ’ αριθμ. 119 Συνθήκης της Ρώμης μισθός είναι κάθε παροχή, η οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη από τον τελευταίο προς τον πρώτο εργασία του.

 

3.      Υπό το προεκτεθέν  περιεχόμενο μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο μισθός διακρινόταν στον εν στενή και τον εν ευρεία εννοία μισθό. 

 

Οι δύο αυτές έννοιες μισθού διακρίνονταν ως προς το

α) αν αφορά ο μισθός τις αποδοχές που προέρχονταν από την παροχή της εργασίας του μισθωτού σε κανονικό ωράριο, όπως αυτό οριοθετείται από το νόμο και όπως αυτές οι αποδοχές έχουν σαφώς καθορισθεί με το νόμο ή τη συμφωνία ή Συλλογικών Συμβάσεων εργασίας και της Διαιτησίας, που είναι σαφώς ορισμένες και ακριβείς, απόλυτα γνωστές στον εργοδότη και χωρίς αμφισβήτηση, αμφιβολίες και διαπορούμενα,

 

β) αν αφορά αξιώσεις του μισθωτού προερχόμενες από παροχή της εργασίας του υπερεργασιακώς, υπερωριακώς, κατά Κυριακές και αργίες, σε ημέρες ανάπαυσης και από επιδόματα εορτών αδείας κλ.π.

 

Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μισθό εν στενή έννοια και στην δεύτερη για μισθό εν ευρεία εννοία.

Στην πρώτη περίπτωση μισθός εν στενή έννοια ήταν και αυτός που προσαυξάνει το νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό από πολυετίες, προαγωγές, ωριμάνσεις αναπροσαρμογές και αυξήσεις και από επιδόματα συναρτώμενα με το μισθό αυτό (οικογενειακό, γάμου, τέκνων κλ.π.)

 

4.      Όμως ως προς την προαγωγή και αν η από αυτήν προκύπτουσα μισθολογική διαφορά  εθεωρείτο εν στενή ή εν ευρεία εννοία μισθός, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη για προαγωγή από καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του και δη ένεκα παράβασης από αυτόν των αρχών της καλής πίστεως, ο Άρειος Πάγος, μέχρι την έκδοση από την ολομέλεια αυτού της πιο πάνω απόφασης (Α.Π. 40/2002 Ε.Ερ.Δικ. 61(2002), 1477), το μεν είχε κρίνει (βλ. Α.Π.1074/1981 Ε.Ειρ.Δικ. 41(1982) 145) ότι η από προαγωγή μισθολογική διαφορά αποτελεί αυτονόητο έννομη συνέπεια αυτής και συνεπώς μισθό εν στενή εννοία, το δε είχε κρίνει  (βλ. Α.Π. 204/1987) ότι η από προαγωγή αξίωση είναι αποζημίωση, που παρέπεται ότι είναι μισθός εν ευρεία εννοία.

 

5.      Από τις διατάξεις των άρθρων 335 επ.,340 επ. του Α.Κ. σε συνδυασμό ερευνώμενες με τη διάταξη του άρθρου 655 του ιδίου Α.Κ. σαφώς προκύπτει:

 

α) ότι σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής του οφειλέτη, είτε από λόγους που τον αφορούν είτε από γενικούς λόγους, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση ανόρθωσης της ζημίας του δανειστή,

 

β) ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, υπό την προϋπόθεση προηγούμενης δικαστικής ή εξώδικης όχλησης του δανειστή (άρθρο 346 Α.Κ.), εκτός αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα ή έχει από το νόμο καθιερωθεί ορισμένη ημέρα (δήλη ημέρα),

 

γ) ότι από την παρέλευση και μόνο της δήλης ημέρας ο οφειλέτης περιέρχεται άνευ ετέρου σε υπερημερία (άρθρο 341 παρ. 1 Α.Κ.) με όλες τις εντεύθεν συνέπειες (άρθρο 343 Α.Κ.), μια των οποίων είναι η τοκοφορία της απαίτησης (άρθρο 345 Α.Κ.) προκειμένου περί χρηματικής οφειλής και

 

δ) οτί μόνον αν ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση της παροχής για γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, μόνο τότε δεν γίνεται υπερήμερος (άρθρο 342 Α.Κ.)

 

6.        Ο Άρειο Πάγος μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης (40/2002) από την ολομέλεια, ως προς την κατά πιο πάνω τοκοφορία είχε διακρίνει μεταξύ του εν στενή εννοία και του εν ευρεία εννοία μισθού.

  Δεχόταν δηλαδή ότι με την πιο πάνω διάταξη  του άρθρου 655 του Α.Κ. θεσπίζεται δήλη ημέρα μόνον για τον εν στενή εννοία μισθό και όχι για τον εν ευρεία, όπως οι έννοιες και το περιεχόμενο των μισθών αυτών πάνω αναπτύχθηκαν (βλ. Α.Π. 222/1991, Α.Π. 605/1996 και Α.Π. 717 και 718/1996 Ελ. Δικ. 33(1992), 40(1999), 110 και 112).

 

7.      Με την πιο πάνω απόφαση η ολομέλεια του Αρείου Πάγου δεν κάνει διάκριση μεταξύ του εν στενή και εν ευρεία μισθού, εφόσον δέχεται ότι σύμφωνα με τις προπατατεθείσες διατάξεις μισθός είναι κάθε παροχή που δίδεται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Και υπό την έννοια αυτή μισθός είναι και οι αμοιβές που οφείλονται κατά νόμο ως αντάλλαγμα της υπερεργασίας του, της νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης του (όχι της παράνομης)  και της επιτρεπόμενης απασχολήσεως του σε ημέρα αργίας (όχι και της μη επιτρεπόμενης)

 

Η παραδοχή αυτή της απόφασης θεμελιώνεται στην άποψη, όπως διατυπώνεται στην απόφαση, ότι ο νόμος δεν διακρίνει μεταξύ μισθού υπό στενή και υπό ευρεία έννοια και ότι το ανεκκαθάριστο της απαιτήσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση της υπερημερίας του οφειλέτη. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις βέβαια το ανεκκαθάριστο θεμελιώνει μόνο ένσταση καταλυτική εκ του άρθρου 342 Α.Κ. της υπερημερίας του οφειλέτη για έλλειψη υπαιτιότητας του, λόγω εύλογων αμφιβολιών του περί της ύπαρξης ή την έκταση του χρέους. Επομένως και τα επιδόματα αδείας, εορτών, οικογενειακά και του γάμου αποτελούν μισθό.

Όπως επίσης και των ένεκα προαγωγής αξιώσεων και των ένεκα αυξήσεων και προσαυξήσεων, ωριμάνσεων και αναπροσαρμογών.

Συνακόλουθα με την πιο πάνω απόφαση για όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις τάσσεται από τα πιο πάνω άρθρα 655 του Α.Κ. δήλη ημέρα καταβολής, που παρέπεται ότι με μόνη την πάροδο αυτής καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος, κατά το πιο πάνω άρθρο 341 παρ. 1 του Α.Κ., ώστε να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το πιο πάνω άρθρο 435 εδ. Α του Α.Κ. Άλλωστε για τα πιο πάνω επιδόματα δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα δήλη ημέρα καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 10 της κ.α. 19040/1981 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν.1082/1980 και για το επίδομα αδείας καθιερώνεται δήλη ημέρα από το άρθρο 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, του ν 4504/1961 και 1 παρ 3 του ν.δ.4547/1966.

 



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 05.02.2003 00:00:00
 
Αναγνώσθηκε 485 φορές