Φορέων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Ο Ρόλος των Αποφοίτων των Τμημάτων Μουσικών Σπουδών στην Μουσική Εκπαίδευση*

Ο Ρόλος των Αποφοίτων των Τμημάτων Μουσικών Σπουδών στην Μουσική Εκπαίδευση*

 

του Ιωάννη Φούλια**

 

    Η αναγκαιότητα της ίδρυσης ενός πανεπιστημιακού τμήματος μπορεί, ως ένα βαθμό, να εκτιμηθεί εκ των υστέρων σε συνάρτηση με τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης που προσφέρει στους αποφοίτους του ο παρεχόμενος τίτλος σπουδών, ως αντιπροσωπευτικό τεκμήριο των γνώσεων που αυτοί έλαβαν από την επαφή τους με τα προσφερόμενα επιμέρους ακαδημαϊκά αντικείμενα. Η περίπτωση των Τμημάτων Μουσικών Σπουδών (Τ.Μ.Σ.) βεβαίως παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δύο επιπλέον λόγους: πρώτον, γιατί ο πολύ ευρύς και εν τέλει μάλλον ατυχής όρος “Μουσικές Σπουδές” δεν αποσαφηνίζει την διάκριση της θεωρητικής Επιστήμης της Μουσικολογίας από τους πρακτικούς Καλλιτεχνικούς Κλάδους της Μουσικής Τέχνης, και δεύτερον, διότι η έναρξη της λειτουργίας των τμημάτων αυτών και συγχρόνως της εισαγωγής της Μουσικολογίας στην Ελλάδα υπήρξε εξαιρετικά καθυστερημένη τόσο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη όσο και ως προς την ανάπτυξη της εντόπιας ιδιωτικής μουσικής πρωτοβουλίας. Αν για το πρώτο ζήτημα έχει ήδη γίνει επαρκής λόγος από άλλους ομιλητές, το δεύτερο αξίζει να μας απασχολήσει λίγο περισσότερο τώρα, επειδή οι συνέπειές του εξακολουθούν σήμερα να δημιουργούν μία σειρά από προβλήματα και άγονες αντιπαραθέσεις που φυσικά καθόλου δεν βοηθούν την γενική καλλιέργεια της μουσικής παιδείας στον τόπο μας.

    Από επίσημες και ανεπίσημες σχετικές έρευνες, προκύπτει ότι η μεγάλη πλειονότητα των αποφοίτων των Τ.Μ.Σ. στρέφεται μετά την περάτωση των σπουδών της στην μουσική εκπαίδευση. Σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, οι προοπτικές μοιάζουν ευοίωνες: τα τελευταία χρόνια το μάθημα της μουσικής έχει, εκτός της δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης, εισαχθεί και στην πρωτοβάθμια· η δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει επίσης από το 1988 και ύστερα συμπεριλάβει 34 ειδικά μουσικά σχολεία· στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πάλι, η ίδρυση Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με μουσικό προσανατολισμό, πέραν των τμημάτων των Α.Ε.Ι., δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας που ως έναν βαθμό αναμένεται να καλυφθούν από άτομα με αρκετά υψηλά προσόντα (η κατοχή ενός πανεπιστημιακού μουσικού τίτλου σπουδών θα πρέπει σε αυτήν την περίπτωση να αποτελεί την ελάχιστη τυπική προϋπόθεση). Όλα τα παραπάνω αφορούν στην μία πλευρά της – αναγνωρισμένης και διαβαθμισμένης συνάμα – μουσικής παιδείας, που εποπτεύεται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Υπ.Ε.Π.Θ.). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εκατοντάδες Ωδεία και Μουσικές Σχολές σε κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας, τα οποία ανήκουν στην δικαιοδοσία του Υπουργείου Πολιτισμού (Υπ.Πο.) και ως εκ τούτου παρέχουν τίτλους σπουδών αναγνωρισμένους μεν από το κράτος, αλλά μη δυνάμενους να αντιστοιχηθούν σε κάποια από τις τρεις επίσημες εκπαιδευτικές βαθμίδες.

    Δεδομένου του ότι η συντριπτική πλειονότητα των πτυχιούχων των Τ.Μ.Σ. διαθέτει επιπλέον τουλάχιστον ένα αδιαβάθμιτο πτυχίο ή δίπλωμα ωδείου, προκύπτει αβίαστα ένα ακανθώδες ερώτημα: άραγε αυτή η παράλληλη παρακολούθηση μουσικολογικών και μουσικών μαθημάτων εκ μέρους των εγγεγραμμένων στα πανεπιστημιακά τμήματα υποδηλώνει κάποιες ελλείψεις της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τις οποίες έρχονται να καλύψουν τα ωδεία; Μία απάντηση σε αυτό θα πρέπει να δοθεί έπειτα από συνοπτική εξέταση των απαιτήσεων που κάθε διαφορετική εκπαιδευτική βαθμίδα προβάλλει στους υποψηφίους λειτουργούς της.

    Ας ξεκινήσουμε από το μάθημα της μουσικής στο πλαίσιο της γενικής σχολικής παιδείας. Οι απαιτήσεις του προγράμματος σπουδών μουσικής αγωγής περιλαμβάνουν στοιχεία Μουσικής Θεωρίας, Ιστορίας της Μουσικής, Μουσικής Εθνολογίας, Αισθητικής και Κοινωνιολογίας καθώς επίσης και κάποια επαφή του διδάσκοντος με την Ελληνική Μουσική Παράδοση (λαϊκή και έντεχνη). Αν διατρέξουμε τα προγράμματα σπουδών των Τ.Μ.Σ., θα παρατηρήσουμε ότι αφ’ ενός μεν αυτά (υπέρ-)καλύπτουν όλα τα παραπάνω αντικείμενα και επιπλέον συμπεριλαμβάνουν μαθήματα γενικής και ειδικής Μουσικής Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, τα οποία επιτρέπουν την διασύνδεση των ακαδημαϊκών γνώσεων με τις ιδιαίτερες μεθόδους διδασκαλίας τους στην σχολική αίθουσα. Στον βαθμό λοιπόν που, κατά πρώτον, ειδίκευση ή ολοκληρωμένο ακαδημαϊκό πρόγραμμα σπουδών Μουσικής Παιδαγωγικής δεν υφίσταται, και κατά δεύτερον, οι γενικές μουσικές γνώσεις που προσφέρονται στα ωδεία είναι (όπως εξ άλλου θα αναφερθεί και παρακάτω) ελλιπείς είτε επιφανειακές και κατά κανόναν δεν συνδυάζονται με στοιχεία παιδαγωγικής, η ισχύουσα νομοθεσία που ορίζει ως βασικό προσόν διορισμού σε θέση καθηγητή μουσικής στα Σχολεία Γενικής Παιδείας το “Πτυχίο Τμήματος Μουσικών Σπουδών Α.Ε.Ι. της ημεδαπής” όχι μόνο είναι εύστοχη αλλά και δικαιώνει ως ένα βαθμό την πολιτική επιλογή της ίδρυσης των Τμημάτων αυτών. Από την άλλη πλευρά όμως, ο νομοθέτης προνόησε τότε να καλύψει τις εναπομείνασες κενές θέσεις του κλάδου αυτού με πτυχιούχους μη πανεπιστημιακών μουσικών ιδρυμάτων και μέσω διαγωνισμού να εξισώσει ουσιαστικά αποφοίτους δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης! Μέχρι σήμερα, ο κλάδος της μουσικής στα σχολεία διαθέτει την θλιβερή αποκλειστικότητα να στελεχώνεται από εκατοντάδες κατόχους Απολυτήριου Λυκείου συν ενός αδιαβάθμιτου Πτυχίου ή Διπλώματος Ωδείου. Δεδομένης της απουσίας της απαιτούμενης πολιτικής βούλησης (για λόγους προφανείς, δυστυχώς), το ιδιότυπο αυτό φαινόμενο, που κατ’ ουσίαν υποβαθμίζει το ίδιο το αντικείμενο της μουσικής στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών, αναμένεται να εκλείψει έπειτα από πολλά χρόνια, όταν δηλαδή οι απόφοιτοι των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θα επαρκούν πλέον για την κάλυψη όλων των προσφερόμενων θέσεων καθηγητών Γενικής Μουσικής Παιδείας.

    Το ζήτημα των Μουσικών Γυμνασίων και Λυκείων είναι ακόμη πιο πολύπλοκο. Εδώ προβλέπονται θέσεις διδασκόντων κατά μουσική ειδικότητα: τα θεωρητικά αντικείμενα καλύπτονται κυρίως από τον κλάδο της Θεωρίας της Ευρωπαϊκής Μουσικής, ενώ τα πρακτικά αναφέρονται στην εκμάθηση διαφόρων ευρωπαϊκών και ελληνικών παραδοσιακών μουσικών οργάνων καθώς και στις φωνητικές δεξιότητες (διακρινόμενες επίσης σε “κλασσικό τραγούδι”, ψαλτική τέχνη και παραδοσιακό τραγούδι). Διερευνώντας λοιπόν το ζήτημα των προσόντων των καθηγητών αυτών των αντικειμένων, δεν είναι δύσκολο να επισημανθεί η απουσία της ιδανικής περίπτωσης: ενός διπλωματούχου Ανωτάτης Μουσικής Ακαδημίας με ειδίκευση σε κάποιο όργανο ή στην φωνητική. Αφού λοιπόν Μουσική Ακαδημία δεν υφίσταται ακόμη στην χώρα μας, το κενό καλύπτεται όπως-όπως από τους κατόχους τίτλων ειδικότητας των ωδείων. Αν λοιπόν κάποιος απόφοιτος πανεπιστημιακού Τ.Μ.Σ. διαθέτει παράλληλα ένα αδιαβάθμιτο πτυχίο ή δίπλωμα οργάνου, μονωδίας, βυζαντινής μουσικής ή θεωρητικών, μπορεί να διεκδικήσει μία θέση καθηγητή συγκεκριμένης ειδικότητας σε Μουσικό Σχολείο. Αν και σε ό,τι αφορά στις θέσεις μονίμων εκπαιδευτικών οι απόφοιτοι των Τ.Μ.Σ. που ενδιαφέρονται για κάποια μουσική ειδικότητα προηγούνται όσων διαθέτουν μόνο τον αδιαβάθμιτο τίτλο σπουδών ειδίκευσης του Υπ.Πο., η απουσία σαφούς νομοθετικού πλαισίου για τους διορισμούς σε θέσεις αναπληρωτών και ωρομισθίων επιτρέπει την εκδήλωση αδιαφανών διαδικασιών επιλογής των υποψηφίων εκπαιδευτικών, τις οποίες μάλιστα η ηγεσία του Υπ.Ε.Π.Θ. ανέχεται, αγνοώντας προκλητικά πληθώρα σχετικών καταγγελιών. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η διασύνδεση του προγράμματος σπουδών των Τ.Μ.Σ. των Α.Ε.Ι. με τις ανάγκες των μουσικών ειδικοτήτων αυτών των ειδικών σχολείων θα είχε ως αποτέλεσμα μονάχα ένα “χλωμό”, ουσιαστικά ανεπαρκές και σε τελική ανάλυση τραγελαφικό υποκατάστατο Μουσικής Ακαδημίας, ενώ παράλληλα θα υποβάθμιζε και την θεωρητική εκείνη κατάρτιση που εν τω μεταξύ αποδεικνύεται τόσο σημαντική για την ίδια την επιστήμη της Μουσικολογίας όσο και για την διδασκαλία του μαθήματος της μουσικής στα Σχολεία Γενικής Παιδείας. Ένα άλλο ζήτημα επίσης έχει να κάνει με την διδασκαλία των θεωρητικών μαθημάτων στα Μουσικά Σχολεία, η οποία εκ του αποτελέσματος κρίνεται ως ελλιπέστατη, αφού έχει περιέλθει σε θέση ανάλογη με την κατάσταση που επικρατεί στα ωδεία, στην οποία και θα αναφερθώ ακολούθως.

    Το πρόγραμμα σπουδών των ωδείων περιλαμβάνει μια σειρά “υποχρεωτικών” μαθημάτων, όπως Ιστορία της Μουσικής, Μορφολογία, Οργανογνωσία, κ.ά., τα οποία στις μέρες μας διδάσκονται ως επί το πλείστον πρόχειρα και αποσπασματικά, επιτελώντας κατ’ ουσίαν μόνο την λειτουργία της τυπικής τους αναγραφής στους αδιαβάθμιτους τίτλους σπουδών του Υπ.Πο. Το γεγονός αυτό οφείλεται ασφαλώς και στο ότι οι κείμενες διατάξεις ελάχιστα αναφέρονται στο περιεχόμενο των μαθημάτων αυτών, ενώ το πνεύμα που επικρατεί στα ωδεία θέτει αυτές τις βασικότατες γενικές μουσικές γνώσεις στο περιθώριο της διδασκαλίας των ειδικών μαθημάτων. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι ότι εκπαιδεύονται τεχνικώς άρτιοι εκτελεστές οργάνων, οι οποίοι ωστόσο ως επί το πλείστον δεν γνωρίζουν – ούτε και ενδιαφέρονται να μάθουν – τί είναι αυτό που παίζουν και πώς θα μπορούσε να προκύψει μια ωριμότερη ερμηνεία του μουσικού έργου μέσα από μια πολύπλευρη προσέγγισή του. Ενώ λοιπόν οι απόφοιτοι των πανεπιστημιακών Τ.Μ.Σ. έχουν όλα τα εφόδια για να διδάξουν με επιτυχία τέτοιου είδους αντικείμενα, το ανεπαρκές νομοθετικό πλαίσιο δίνει ουσιαστικά σε οποιονδήποτε το επιθυμεί (ακόμη και χωρίς κανένα τυπικό προσόν) την δυνατότητα να τα διδάξει, χωρίς συνεπώς να έχουν εκ των προτέρων τεθεί κάποια ποιοτικά κριτήρια αξιολόγησης του διδακτικού αυτού έργου. Δυστυχώς τα πράγματα που αφορούν στο περιεχόμενο της ιδιωτικής μουσικής παιδείας έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους εδώ και πολλές δεκαετίες και τίποτε δεν φαίνεται ικανό να ενεργοποιήσει τους αρμοδίους του Υπ.Πο., προκειμένου να επιχειρηθούν έστω κάποιες βελτιωτικές επεμβάσεις σε αυτόν τον – δραματικά συρρικνούμενο τα τελευταία χρόνια – χώρο…

    Οι απόφοιτοι των Τ.Μ.Σ., χάρη στην ευρύτητα των μουσικών γνώσεων που έχουν λάβει από τα πανεπιστημιακά αυτά ιδρύματα, συμβάλλουν καθημερινά, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι, στην ουσιαστική αναβάθμιση των μουσικών πραγμάτων του τόπου μας, μέσα από την πολύπλευρη δραστηριότητά τους στην δημόσια και την ιδιωτική μουσική εκπαίδευση, στην μουσικολογική έρευνα, στην ραδιοφωνία και σε ποικίλους άλλους μουσικούς θεσμούς. Τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά ανεργίας ή υποαπασχόλησής τους που παρατηρούνται, αντανακλούν επίσης την πληρότητα των προγραμμάτων σπουδών που εφαρμόζονται στα Τ.Μ.Σ. Επομένως, μπορούμε να καταλήξουμε σε μία σειρά από βασικά συμπεράσματα, τα οποία και θα αναφερθούν στο σημείο αυτό επιγραμματικώς: α) Η παρουσία των Τ.Μ.Σ. στην Ελλάδα έδωσε μια μοναδική δυνατότητα ανάπτυξης της Μουσικολογικής Επιστήμης και παράλληλα ανανέωσε συνολικά την θεωρητική κατεύθυνση της μουσικής. β) Η παιδαγωγική κατάρτιση των αποφοίτων Τ.Μ.Σ. είναι αυτήν την στιγμή ολιστικότερη και επαρκέστερη από οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση μπορεί να εντοπισθεί στην χώρα μας· εντούτοις, η ίδρυση ενός ξεχωριστού Πανεπιστημιακού Τμήματος ή έστω Τομέα Μουσικοπαιδαγωγικών στα ήδη υφιστάμενα Τ.Μ.Σ. συνιστά πάντοτε ένα πολύ επίκαιρο αίτημα. γ) Η ανυπαρξία μιας γνήσιας Ανωτάτης Μουσικής Ακαδημίας στον τόπο μας είναι αλληλένδετη με τις εγγενείς αδυναμίες της πρακτικής μουσικής παιδαγωγίας στα Μουσικά Σχολεία και στα Ωδεία· η μερική εισαγωγή αντικειμένων καλλιτεχνικής φύσεως στα Τ.Μ.Σ. όμως δεν συμβάλλει ούτε κατ’ ελάχιστον στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, παρά αντιθέτως επιτείνει την σύγχυση ανάμεσα στην Μουσικολογία και την Μουσική Πρακτική. δ) Η ύπαρξη πληθώρας θεσμικών κενών και ασαφειών εξυπηρετεί τα εκάστοτε μικροπολιτικά συμφέροντα, σε βάρος αφ’ ενός μεν όσων με κόπο έχουν αποκτήσει περισσότερα τυπικά και ουσιαστικά εφόδια επαγγελματικής αποκατάστασης από κάποιους άλλους και αφ’ ετέρου της ποιότητος της προσφερόμενης Μουσικής Παιδείας και της ίδιας της Μουσικής γενικότερα. ε) Είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη αποσαφήνισης των διακριτών ρόλων των εμπλεκόμενων υπουργείων (Υπ.Ε.Π.Θ. και Υπ.Πο.), καθώς δεν μπορεί η Μουσική Παιδεία να συγχέεται επ’ αόριστον με την Μουσική Καλλιτεχνία.

    Οι απόφοιτοι των Τ.Μ.Σ. διεκδικούν σήμερα αυτό που δικαιωματικώς τους ανήκει: το να διαδραματίσουν έναν δεσπόζοντα ρόλο στην μουσική διάπλαση των επομένων γενεών και στην αισθητική καλλιέργεια της νεοελληνικής κοινωνίας. Στον βαθμό που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα για την επίτευξη αυτού του υψηλού στόχου, ευελπιστούν ότι κάποια στιγμή η επίσημη Πολιτεία θα προτιμήσει να τους αξιοποιήσει κατάλληλα επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, αντί να τους αγνοεί είτε να τους αντιστρατεύεται. Σε τελική πάντως ανάλυση, ο τρόπος με τον οποίον η Πολιτεία αντιμετωπίζει τους αποφοίτους των Τ.Μ.Σ. είναι αλληλένδετος με την στάση της απέναντι στα ίδια τα Πανεπιστημιακά αυτά Τμήματα και το γνωστικό τους αντικείμενο.

 

 

* Προδημοσίευση της ομότιτλης εισήγησης στην ημερίδα Οι Σπουδές Μουσικολογίας και Μουσικής στην Ανώτατη Εκπαίδευση: Ακαδημαϊκή Δομή και Πανεπιστημιακή Πολιτική, που διοργάνωσε το περιοδικό Μουσικολογία και διεξήχθη στις 18 Μαρτίου 2003 στο Ινστιτούτο Goethe Αθηνών. Σε ελάχιστα επαυξημένη εκδοχή, αλλά με προσθήκη πολλών και σημαντικών υποσημειώσεων, το κείμενο αυτό πρόκειται να δημοσιευθεί στον τόμο των πρακτικών της ημερίδας, ο οποίος είναι υπό έκδοσιν.

** Μέλος της Γραμματείας Σύνταξης του περιοδικού Μουσικολογία και Πρόεδρος του Συλλόγου Αποφοίτων του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

  

 

 



Αποστολή σελίδας   Εκτυπώσιμη μορφή σελίδας   Προσθήκη σελίδας στα Αγαπημένα 
Πείτε τη γνώμη σας για το άρθρο
©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Επιστροφή
Δημοσιεύθηκε την: 27.03.2003 00:00:00
 
Αναγνώσθηκε 550 φορές