Εκτύπωση



Βιβλιοθήκες: Ιστορία θεσμού & κοινή πορεία του με Κοινωνικές Εξελίξεις
Θεματική ενότητα: Τύπος

Βιβλιοθήκες: Η ιστορία του θεσμού και η κοινή πορεία του με τις Κοινωνικές Εξελίξεις

Συντάκτης :         Ημ/νία καταχώρησης : 22/02/2008 20:06:28
Α' ΜΕΡΟΣ
Το 1966 ο Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Τρυφώ γύρισε τη ταινία Φαρενάιτ 451, εμπνευσμένος από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρέι Μπράντμπερι. Η ιστορία διαδραματίζεται στο μέλλον, όπου οι άνθρωποι ζουν απόλυτα υποταγμένοι υπό καθεστώς δικτατορίας, μόνιμα αποχαυνωμένοι από κύματα που στέλνουν οι τηλεοπτικές κεραίες. Το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει κανείς στην κοινωνία αυτή, είναι η ανάγνωση ενός βιβλίου και η καλλιέργεια του πνεύματος διώκεται αυστηρά. Ειδική ομάδα πυροδοτών έχει συσταθεί, με αποστολή να εντοπίζουν και να καίνε βιβλία -ο τίτλος δηλώνει τους βαθμούς στους οποίους καίγεται το χαρτί. Ορισμένοι επαναστάτες θα φύγουν από τις πόλεις: καθένας έχει διαβάσει ένα βιβλίο που αντίστοιχα τον συγκίνησε και το έχει μάθει απέξω, έτσι ώστε να διασωθεί και σε άλλους ανθρώπους_ μία ζωντανή βιβλιοθήκη που χάρη στη δύναμη της γνώσης, διεκδικεί το αγαθό και δικαίωμα της ελευθερίας.
Η λέξη βιβλιοθήκη, ποτέ στην ιστορία της δεν ήταν απλώς ο λεκτικός προσδιορισμός για ένα χώρο συγκέντρωσης, αλλά συμβολίζει την κυριαρχία επί της γνώσης, ένα ακόμη οχυρό που έχει κάθε λαός να δημιουργήσει, προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωσή του.
Η Πρώιμη Μορφή των Βιβλιοθηκών
Οι πρώτες βιβλιοθήκες χρονολογούνται ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. Σήμερα χαρακτηρίζονται ακριβέστερα ως Πινακοθήκες ή Οίκοι των Πινακίδων, διότι το μέσο που χρησιμοποιούσαν για την εγχάραξη της γραφής ήταν οι πινακίδες από πηλό, που κατόπιν ψήνονταν, ώστε να σταθεροποιηθούν. Το ευτελές αυτό υλικό, κατέχει σήμερα μία εξέχουσα θέση στην καρδιά όσων μελετούν από διάφορες απόψεις την ιστορία του ανθρώπου: η ανθεκτικότητα του επέτρεψε να σωθούν ως τις ημέρες μας εκατομμύρια κείμενα, ποικίλου περιεχομένου και γραφικών συστημάτων, από όλους τους μεγάλους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής.
Το 1975 στη Β. Συρία, είδαν το φως τα ερείπια της πόλης Ebla (το όνομα της σημαίνει 'λευκός βράχος' εξαιτίας των πετρωμάτων ασβεστόλιθου πάνω στα οποία είχε χτιστεί). Επρόκειτο για μία μεγάλης σημασίας ανακάλυψη, αποτέλεσμα της δεκαπενταετούς προσπάθειας του δρ. P. Matthiae (Πανεπιστήμιο Ρώμης), η οποία ανέδειξε μία αυτοκρατορία άγνωστη ως τότε. Στην κεντρική έδρα της, δηλαδή την πόλη Έμπλα, βρέθηκε το πλουσιότερο αρχείο πινακίδων που διαθέτουμε από εκείνη την εποχή (π. 2250 π.Χ.)_ το αποτελούν πάνω από 15.000 πινακίδες και θραύσματα σε σφηνοειδή γραφή, που μας προσφέρουν πλήθος πληροφορίες για εμπορικές συναλλαγές, αριθμό αγαθών και διάφορα είδη συμβολαίων. Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα φυλάσσονταν σε χώρο εκτός του παλατιού, γεγονός το οποίο μαρτυρεί την ύπαρξη ενός είδους ιδιαίτερης αρχειοθήκης, χωρίς ωστόσο να έχουμε ακριβείς πληροφορίες γα την αρχιτεκτονική της.1
Την ίδια παράδοση συλλογής αρχειακού υλικού υπό μορφή πήλινων πινακίδων ακολούθησαν επίσης οι Σουμέριοι αλλά και οι Ακκάδες με τους οποίους συγχωνεύτηκαν. Τα γραπτά κείμενα του πολιτισμού των Σουμέριων προέρχονται από τα δύο μεγάλα κέντρα της εποχής, τις πόλεις Λαγκάς και Νιππούρ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ από την αρχειοθήκη της πόλεως Λαγκάς τα κείμενα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά το εμπόριο, στην αρχαιότερη Νιππούρ, το περιεχόμενο των πινακίδων είναι εξαιρετικά πιο ευρύ, περιλαμβάνοντας π.χ. ασκήσεις γραμματικής ή, ιατρικές συνταγές και εξορκισμούς πνευμάτων, κ.α. Για την φύλαξη τους υπήρχαν ειδικά διαμορφωμένοι χώροι είτε με ξύλινα ράφια, είτε με καλάθια/ πανέρια. Η συνέπεια με την οποία ακολουθούνται βασικοί κανόνες βιβλιοθηκονομίας -όπως η χρήση ετικετών ή, η χρήση σπάγκου/ δέρματος για να δέσουν σε ένα σώμα τις πολλές πινακίδες από ένα έργο- μαρτυρεί ότι οι πινακίδες δε στοιβάζονταν απλώς για αποθήκευση, αλλά υπήρχε η επιθυμία να είναι ένα υλικό εύκολα προσπελάσιμο για συχνή χρήση.
Όταν το μικρό έως τότε χωριό Βαβυλώνα μετατράπηκε στα χέρια στα χέρια του αναμορφωτή βασιλιά των Σεμιτών Χαμουραμπή (1792-50 π.χ.) σε κέντρο της νέας αυτοκρατορίας που διαμορφώθηκε στην περιοχή, τα προϋπάρχοντα πολιτιστικά αρχεία, όχι μόνο αντιμετωπίστηκαν με σεβασμό, αλλά εμπλουτίσθηκαν με πλήθος έργων λογοτεχνικού ή θρησκευτικού περιεχομένου, όπως το κείμενο «Δημιουργία». Οι αρχές της 1η χιλιετίας, θα χαρακτηρισθούν από την προσωπικότητα του εξαιρετικά δραστήριου και φιλομαθή βασιλιά Ασσουρμπανιπάλ, γνωστό με την ελληνική ονομασία του ως Σαρδανάπαλος. Η εμμονή του να συγκεντρώσει όλο το γραπτό θησαυρό, όλων των πολιτισμών γύρω από τους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη, (υποκινούμενη καθώς λέγεται από την επιθυμία του να εξυψώσει πνευματικά το λαό του) είναι μνημειώδης, καθώς έφτασε στο σημείο να στέλνει στα αρχεία των μεγάλων πόλεων πράκτορες-αντιγραφείς. Ο ίδιος οργάνωσε το πρώτο «εργαστήριο αντιγραφής» με σκοπό όχι μόνο την καθαυτή αντιγραφή αλλά και το σχολιασμό των ήδη υπαρχόντων έργων λογοτεχνίας.2 Η άνω των 25.000 πινακίδων βιβλιοθήκη που κατάφερε εν τέλει να δημιουργήσει, δικαίως τον έκανε να αισθάνεται υπερήφανος για το έργο του.
Σχετικές μαρτυρίες για την φαραωνική εποχή δεν έχουμε πλην αυτής του Διοδώρου Σικελιώτη, όταν τον 1ο αι. π.Χ. επισκέφτηκε την βιβλιοθήκη του Ραμσή Β΄ την οποία αποκαλεί ψυχής ιατρείον -έναν χαρακτηρισμό τον οποίο συναντάμε και για μοναστηριακές και ιστορικές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα του 16ου αι. Σε ταφική επιγραφή ο εκλιπών ανώτερος αξιωματούχος χαρακτηρίζεται ως Γραφέας του Οίκου των Βιβλίων, η παλαιότερη πιθανώς μαρτυρία που έχουμε για την ύπαρξη αυτόνομου χώρου όπου φυλάσσονται γραπτά κείμενα. Αν και η συλλογή εγχάρακτων πινακίδων αποτελεί πάγια τακτική και στο Μινωικό Πολιτισμό, η πρακτική γραφής πάνω σε πάπυρο έτσι όπως καθιερώθηκε στην Αίγυπτο, σύντομα θα επικρατήσει για διάστημα μεγαλύτερο των 800 χρόνων.
Οι Βιβλιοθήκες από την Αρχαία Ελλάδα
ως το Βυζάντιο
Η βιβλιοθήκη όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, δημόσια ή ιδιωτική, αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. στον ελληνικό κόσμο. Στους Έλληνες επίσης, οφείλεται η αρχιτεκτονική σχεδίαση του κτίσματος της βιβλιοθήκης, με αποτέλεσμα ο όρος να δηλώνει όχι μόνο το μεγάλο αριθμό γραπτών κειμένων, αλλά και το κτίριο. Στην αρχαία Ελλάδα, το αίτημα ύπαρξης βιβλιοθηκών επιθυμούσε να καλύψει διαφορετικές ανάγκες σε σχέση με την απογραφικού χαρακτήρα συλλογή πληροφοριών των προηγηθέντων αυτοκρατοριών_ πρόκειται για ένα γεγονός που πέρα από τις τεχνικές καινοτομίες, θα δώσει στις βιβλιοθήκες μία διαφορετική φυσιογνωμία. Από τη μία η πληθώρα λογοτεχνικών και ποιητικών έργων που μεταδίδονταν προφορικά, από την άλλη η ανάγκη των Σχολών όπως οι σοφιστές να υποστηρίξουν το διδακτικό τους έργο και τη διάδοση των ιδεών τους, συνέβαλλαν όχι μόνο στη συγκέντρωση γραπτών κειμένων, αλλά παράλληλα στην διατύπωση του αιτήματος για ελεύθερη διακίνηση των βιβλίων. Η παραγωγή των βιβλίων έφθασε σε τέτοιο βαθμό, που όπως παρατηρεί ο Αριστοφάνης στους Βατράχους «γέμισε η Αθήνα με γραφιάδες».
Η πρακτική των σοφιστών να ενισχύουν τη διδασκαλία με γραπτά κείμενα δεν αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά: ο Σωκράτης ούτε έγραψε βιβλία, ούτε τα θεωρούσε αξιόλογα_ κατηγορίες εναντίον των σοφιστών εξαπέλυε και ο Πλάτωνας. Η οφειλόμενη σε διάφορους λόγους διαμάχη τους -η οποία στους αιώνες έληξε με ήττα των σοφιστών στις συνειδήσεις του κόσμου- σίγουρα δεν αφορούσε τις βιβλιοθήκες καθαυτές, καθώς δεν ήταν μόνο οι σοφιστές που χρησιμοποιούσαν βιβλιοθήκες. Ο ίδιος ο Πλάτων είχε στην Ακαδημία (383 π.Χ.) βιβλιοθήκη με βιβλία τα οποία προμηθευόταν ακόμη κι' από τη Σικελία, ενώ το ίδιο ισχύει και για το Λύκειο (335 π.Χ.) του Αριστοτέλη.3 Το σίγουρο είναι πως χάρη στην πρακτική αυτή, καλλιεργείται σταδιακά η συνείδηση για ιδιωτικές συλλογές προς μελέτη, αλλά και για το ρόλο του βιβλίου ως αντικείμενο για επιστημονική διδασκαλία και περαιτέρω εξαγωγή συμπερασμάτων.
Στην Αθήνα δε σώζονται αρχαιολογικά ευρήματα κάποιας βιβλιοθήκης από την εποχή εκείνη, αλλά μεταγενέστερα· ωστόσο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Aulus Gelius, πιθανόν να υπήρχε μία δημόσια βιβλιοθήκη περί το 560 π.Χ., η οποία είχε εν αρχή συσταθεί από δωρεά της προσωπικής συλλογής του τυράννου Πεισίστρατου. Ίσως πιο έγκυρη είναι η αναφορά του Αθηναίου ο οποίος στους Δειπνοσοφιστές μας παρέχει έναν εκτενή κατάλογο με ιδρυτές βιβλιοθηκών. Πέρα από τις ιδιωτικές συλλογές δύο ευρέως γνωστές βιβλιοθήκες της ελληνιστικής εποχής θα παίξουν η κάθε μία το δικό της καθοριστικό ρόλο: η πρώτη είναι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο και το αντίπαλο δέος αυτής, η Βιβλιοθήκη της Περγάμου.
Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β΄ το Φιλάδελφο, κοντά στα συγκροτήματα των βασιλικών ανακτόρων για να εξυπηρετεί τους λόγιους του Μουσείου (συγκρότημα που είχε φτιάξει ο Πτολεμαίος ο Α΄, στα πρότυπα της πλατωνικής Ακαδημίας και του αριστοτελικού Λυκείου, του οποίου η ονομασία σημαίνει 'ναό των Μουσών'). Περιγραφές του κτιρίου δεν έχουμε, γνωρίζουμε ωστόσο πολλά για τη λειτουργία της. Βασικός της στόχος, πέρα από τη συγκέντρωση έργων της ελληνικής γραμματείας, ήταν και οι μεταφράσεις έργων από άλλους πολιτισμούς στα ελληνικά όπως έγινε π.χ. στην περίπτωση της Παλαιάς Διαθήκης. Ο θέση του βιβλιοθηκονόμου αποτελεί υψηλό αξίωμα και σ' αυτή θα διατελέσουν την ανάλογη θητεία ορισμένοι από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής, όπως ο Ζηνόδοτος που επινόησε το αλφαβητικό σύστημα ταξιθέτησης. Στον ίδιο χώρο θα γεννηθεί και το πρώτο σύστημα ταξινόμησης ανά κατηγορίες, το οποίο αποδίδεται στους Πίνακες του ποιητή Καλλίμαχου του Κυρηναίου, που θεωρείται και ο πρώτος καταλογογράφος στην ιστορία της βιβλιοθηκονομίας. Το τραγικό τέλος της συγκεκριμένης βιβλιοθήκης αποτελεί ακόμη σημείο υποθέσεων και προβληματισμών_ αδιαμφισβήτητα σήμανε το τέλος μίας προσπάθειας για οικουμενική γνώση, αλλά και το τέλος μίας εποχής ενδιαφέροντος για το βιβλίο που θα αποκορυφωθεί κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Η Βιβλιοθήκη της Περγάμου, δημιούργημα του οίκου των Ατταλιδών, δεν έφτασε την αίγλη της προαναφερθείσας βιβλιοθήκης, είναι όμως αυτή για την οποία έχουμε σαφείς πληροφορίες για την αρχιτεκτονική και τον εξοπλισμό της. Με το τρόπο αυτό μαθαίνουμε πως επίλυσαν διάφορα προβλήματα, όπως η υγρασία και ο φωτισμός. Σε αντίθεση με τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ήταν ανοιχτή στο ευρύ κοινό και όχι σε μία περιορισμένη κοινότητα λογίων. Η οξεία, όπως φημολογείται, αντιπαράθεση μεταξύ των δύο Βιβλιοθηκών είχε ξεκινήσει ήδη από την εποχή σύλληψης της ιδέας για τη δημιουργία της στην Πέργαμο: οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου αρνήθηκαν να παραχωρήσουν στην Πέργαμο την ποσότητα παπύρου που ζητούσε, από φόβο μήπως τελικά η Βιβλιοθήκη της Περγάμου επισκίαζε τη δόξα της δικής τους.
Πέρα από την ιστορική εγκυρότητα του περιστατικού, γεγονός είναι ότι ο ιδρυτής της Ευμενίδης ο Β΄, αφού δεν είχε στη διάθεση του πάπυρο, στράφηκε προς την επεξεργασία δερμάτων ζώων, βελτιώνοντας την μέχρι τότε κατασκευή και χρήση τους σε τέτοιο βαθμό που εν τέλει ονομάστηκαν περγαμηνές (από το όνομα της πόλης). Ο πάπυρος δε γνωρίζουμε πότε εισήχθη στην Ελλάδα, αλλά η λέξη βύβλος ή βιβλίον προέρχεται από τη φοινικική πόλη Βύβλος, από όπου γινόταν εισαγωγή κατεργασμένου παπύρου. Ωστόσο υπό την εξελιγμένη μορφή τους, οι περγαμηνές άρχισαν να εξάγονται σε μεγάλο βαθμό και σταδιακά έχουμε την αντικατάσταση των παπύρινων κυλίνδρων από περγαμηνούς κώδικες.4
Το 146 π.Χ. τα ηνία περνούν στα χέρια των Ρωμαίων, οι οποίοι και θα καθιερώσουν το θεσμό της διπλής βιβλιοθήκης, δηλαδή ελληνικά και λατινικά βιβλία, τα οποία φυλάσσονται σε χωριστά τμήματα του κτηρίου. Ο ρόλος των μορφωμένων αρχαίων Ελλήνων θα είναι σημαντικός στην ανέγερση βιβλιοθηκών κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Ρώμη ως 'μορφωμένοι σκλάβοι' μαζί με ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων. Η πρώτη βιβλιοθήκη στη Ρώμη λειτούργησε το 39 π.Χ. και αποτελεί πρόδρομο της δημόσιας βιβλιοθήκης -μία επιθυμία του Ιουλίου Καίσαρα που, συγκινημένος από το μεγαλείο της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, ήθελε να δημιουργήσει κάτι αντίστοιχο χάριν της διαιώνισης του ονόματός του. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες δε σταμάτησαν να χτίζουν βιβλιοθήκες όχι μόνο στη Ρώμη αλλά και σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Στη χώρα μας σήμερα σώζονται τμήματα από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα, καθώς και του Κέλσου στην Έφεσο.
Οι Βιβλιοθήκες στα Χρόνια του Βυζαντίου
Το 330 μ. Χ. η Κωνσταντινούπολη ανακηρύσσεται σε πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο χριστιανισμός καθιερώνεται ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Μέχρι την άλωση της Βασιλεύουσας το 1453, μπορεί κανείς να διακρίνει ποικίλες περιόδους στην ιστορία των βιβλιοθηκών, αντίστοιχες με τις διαθέσεις των εκάστοτε αυτοκρατόρων. Σε γενικές γραμμές υφίσταται μία πρώτη περίοδος η οποία ενώ ξεκινά με μεγαλόπνοα σχέδια συνύπαρξης της προγενέστερης γραμματείας με τη νεότερη χριστιανική θα καταλήξει σε απερίγραπτες βαρβαρότητες και μία δεύτερη, που σηματοδοτεί την επανεκτίμηση του αρχαίου ελληνικού κόσμου και μία εκ νέου άνθηση των βιβλιοθηκών.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της καινούργιας πρωτεύουσας πλήθος λογίων συνέρεε στην πόλη δημιουργώντας ακόμη και μικρές ακαδημίες. Παρατηρώντας όλη την πνευματική κίνηση ο γιος του Μ. Κωνσταντίου, Κωνστάντιος Β΄ θεώρησε ότι πέρα από εμπορικό-οικονομικό κέντρο, η πρωτεύουσα μπορούσε να αναλάβει ηγετικό ρόλο και στις πνευματικές εξελίξεις. Ανέθεσε τότε σ' έναν οξυδερκή άνθρωπο, το Θεμίστιο την ευθύνη να ηγηθεί μίας ομάδας με στόχο την καλλιέργεια του πνεύματος. Το εγχείρημα τους στέφθηκε με επιτυχία καθώς στο βιβλιογραφείο το οποίο ιδρύθηκε με αυτοκρατορική υποστήριξη, συγκεντρώθηκε πληθώρα έργων αλλά παράλληλα δόθηκε ιδιαίτερη φροντίδα στην αποκατάσταση των φθαρμένων παπύρινων κυλίνδρων. Είναι πολύ πιθανόν, να δημιουργήθηκε κάποια βιβλιοθήκη στην οποία κατόπιν στεγάστηκαν όλα αυτά τα έργα. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι προσπάθειες του διαδόχου του, αυτοκράτορα Ιουλιανού, ο οποίος συχνά μνημονεύεται ως βιβλιόφιλος. Η βιβλιοθήκη την οποία ίδρυσε -στο πρότυπο της διπλής ρωμαϊκής βιβλιοθήκης- επιβίωσε μετά από διάφορες περιπέτειες καταστροφής και αναστήλωσής της ως το 1453.
Με την άνοδο του Ιουστινιανού η αγάπη για τη γνώση παίρνει το χαρακτηρισμό 'ιερόσυλη τρέλα των Ελλήνων'. Ακολουθούν διωγμοί δασκάλων, κλείσιμο σχολών και καύση βιβλίων. Γεγονότα όπως η κατάληψη της Αλεξάνδρειας από του Άραβες (642 μ.Χ.) και η περίοδος της Εικονομαχίας θα διαμορφώσουν μία πορεία πτώσης για ό,τι ονομάζεται βιβλίο και διακίνηση ελεύθερης σκέψης. Η ανάπτυξη της χριστιανικής γραμματείας όπως τη διαμόρφωσαν τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία ενός νέου είδους βιβλιοθηκών, των λεγόμενων μοναστηριακών, τελείως διαφορετικές ως προς το χαρακτήρα σε σχέση με τις βιβλιοθήκες που είχαν προηγηθεί. Σε αυτές, καθοριστικό ρόλο θα παίξει η φυσιογνωμία του Παχώμιου που θέτει τους κανόνες της μοναστικής (κοινοβιακής) ζωής. Αναπόσπαστο μέρος τους αποτελεί η βιβλιοθήκη καθώς κάθε μοναχός ήταν υποχρεωμένος να μελετά κατά τη διάρκεια της ημέρας_ έθεσε επίσης κανόνες για τη σωστή μεταχείριση των χειρογράφων. Σημαντικές Μονές με αξιόλογες βιβλιοθήκες είναι η Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, η Μονή Στουδίου και η Μονή στο όρος Λάτμος κοντά στη Μίλητο, που αργότερα η συλλογή της θα αποτελέσει την πρώιμη βιβλιοθήκη της Μονής του Αγίου Ιωάννη στην Πάτμο. Οι βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, όπου παράλληλα λειτουργούσαν εργαστήρια αντιγραφής, θα αρχίσουν από το 10ο αι. να κερδίζουν το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον.
Στην επανεκτίμηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τον 9ο αι. συμβάλει η προσωπικότητα του Πατριάρχη Φώτιου ο οποίος συνέταξε μεταξύ άλλων το βιβλίο Μυριόβολος ή Βιβλιοθήκη, στο οποίο προσπάθησε να αποθησαυρίσει τα συγγράμματα της εποχής του ανεξαρτήτως περιεχομένου. Ο ίδιος κατείχε μία αξιόλογη συλλογή βιβλίων, ενώ το σύγγραμμα του υποδεικνύει ότι σαφώς είχε πρόσβαση σε κάποια μεγαλύτερη βιβλιοθήκη. Η τελευταία πάντως αναφορά σε ανακτορική βιβλιοθήκη συνδέεται με την προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου. Ένα μέρος του παλατιού, που ονομαζόταν Καμιλάς μετατράπηκε σε βιβλιοθήκη προκειμένου να συγκεντρωθούν εκεί όλα τα βιβλία που χρειαζόταν αυτοκράτορα για τη συγγραφή ενός έργου με το τίτλο Εκλογή, που θα περιλάμβανε όλη την πνευματική δραστηριότητα και την ιστορία των ανθρώπων μέχρι τις ημέρες του. Το μεγαλόπνοο του σχέδιο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του Λεξικού Σούδα, μία αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών ως τις ημέρες μας.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από του Φράγκους το 1204, η πνευματική περιουσία κληροδοτήθηκε στο Κράτος της Νίκαιας. Ιδρύθηκαν αρκετές σχολές και δημόσιες βιβλιοθήκες αν και το βιβλίο αποτελούσε πλέον είδος πολυτελείας. Με την ανακατάληψη της Πόλης και λίγο πριν την πτώση, πολλοί λόγιοι στράφηκαν στον ιταλικό ουμανισμό μαζί με τις προσωπικές τους βιβλιοθήκες. Μεταξύ αυτών ήταν και η ανεκτίμητης αξίας ιδιωτική βιβλιοθήκη του μαθητή του Πλήθωνος, μελλοντικού Καρδιναλίου Βησσαρίωνος. Το ενδιαφέρον από την πλευρά της Δύσης για κείμενα κυρίως αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων έφθανε ως την κλοπή, με αποτέλεσμα αρκετές μεγάλες βιβλιοθήκες στο εξωτερικό να διαθέτουν σήμερα πληθώρα ελληνικών χειρογράφων. Στην υπόδουλη Ελλάδα, πολλά βιβλία καταστράφηκαν προκειμένου να αφαιρεθούν τα πολύτιμα στολίσματά τους, ωστόσο οι βιβλιοθήκες δεν έπαψαν να λειτουργούν. Ευνοήθηκαν δε, από την ίδρυση σημαντικών Σχολών, όπως η Σχολή της Χίου (1792) υπό την εποπτεία του Κοραή ή της Κέρκυρας (1806). Ας σημειωθεί ότι και στη Δημητσάνα λειτουργούσε μία αξιόλογη βιβλιοθήκη από το 1764, ωστόσο πολλά βιβλία καταστράφηκαν επειδή κατά τη διάρκεια της επανάστασης παραχωρήθηκαν για την κατασκευή φυσιγγίων. Η βιβλιοθήκη γίνεται πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης των νέων και απαντάται πλάι στις σχολές ανώτερης παιδείας.    z

1 Howard La Fay, "Ebla. Splendor of an unknown Empire", National Geographic, vol.154, no.6, December 1978.
2 Κωνσταντίνος Σ. Στάικος, Βιβλιοθήκη, Κότινος Α.Ε., Αθήνα, 1996.
3 Εύα Σεμερτζάκη, Οι Βιβλιοθήκες στην Ελλάδα από την Αρχαιότητα μέχρι Σήμερα, Ομιλία στην ημερίδα για τα 50 χρόνια από την ίδρυση του Ιδρύματος Ευγενίδου, 19 Μαϊου 2006.
4 Χρήστος Δ. Λάζος, Γραφή. Τότε που δεν Υπήρχε το Χαρτί, Ανατολικός, Αθήνα, 2002.

Ναυσικά Τσιμά*


©1998-2024, Έδρα Εκπαίδευσης, Ι.Π.Ε.Τ.
 
Δημοσιεύθηκε την: 25.02.2008 09:45:01
 
Αναγνώσθηκε 327 φορές

Εκτύπωση